30.12.13






Η ελεγεία της αποτυχίας 2



Το χέρι του Σπύρου Γκαγκούλα πονούσε. Το είχε χτυπήσει στην πόρτα της τουαλέτας από τα νεύρα του. Επίσης πονούσε γιατί όλη μέρα έπιανε το ποντίκι του υπολογιστή. Από της οχτώ το πρωί μέχρι τη νύχτα. Ήταν άνεργος.
Σηκώθηκε από την καρέκλα για να κάνει μία βόλτα μέσα στο δωμάτιο.
Σκέφτηκε να πουλήσει όλα του τα βλακώδη και πλέον ειδεχθή αποκτήματα του. Ήταν όλα ανούσια. Είχε κολλήσει ο εγκέφαλος, λες και ήταν μηχανικό μέρος χωρίς λάδι.
Ντραμς, πιατίνια, ipod, playstation 3, playstation portable, ρολόι χειρός ακριβής μάρκας, αρμόνια, κιθάρες, ενισχυτές για τις κιθάρες, μία ακριβή φωτογραφική μηχανή.
Το μόνο προϊόν τεχνολογίας που του ήταν κάπως χρήσιμο ήταν ο παλιός ηλεκτρονικός υπολογιστής. Μόνο και μόνο γιατί εκεί έγραφε τα κείμενα του και γιατί εκεί άκουγε λιγάκι μουσική για να ξεκολλάει το μυαλό του από την αηδία που άφηνε στο στόμα η καθημερινότητα.
Μετά βέβαια το μετάνοιωσε και δεν ήθελε πλέον να τα πουλήσει, όχι πως τα ήθελε απλώς βαριόταν ελεεινά να γράφει τόσες πολλές και διαφορετικές αγγελίες. Τα καταχώνιαζε όλα στο πατάρι του σπιτιού. Δεν έπρεπε να αφήνεται σε ανούσια πράγματα.
Έπρεπε να γράψει.
Ήταν συγγραφέας, όχι γνωστός αλλά αυτό δεν είχε σημασία (ακόμη) για εκείνον.
Είχε βάλει σκοπό να διδάξει τους Έλληνες πως να γράφουνε. Κανείς δεν ήξερε να γράφει. Κανείς δεν έλεγε τίποτα.
Το μόνο που επιθυμούσε ήταν να απλώνει με μελάνι (για να είμαστε πιο ακριβείς, με χαρακτήρες του word) τις σκέψεις του, τις ανωμαλίες του και τον δυσανάλογο χαρακτήρα του στο λευκό χαρτί.
Πίστευε πως ήταν το μόνο που άξιζε να κάνει κανείς.
Όλα τα υπόλοιπα ήταν μπούρδες και ανοησίες.
Όλα τα πράγματα τον έκαναν να αισθάνεται τόσο βαρετός και τόσο βαρεμένος.
Σαν χαρακτήρας ο Σπύρος Γκαγκούλας ήταν ένας απόλυτα παθητικός άνθρωπος.
Η αγαπημένη του φράση ήταν: «Τα παρατάω» ή κάτι όπως το «Δεν γαμιέται, τα παρατάω».
Ήταν απόλυτα παθητικός με τα πάντα (εκτός από το σεξ).
Στο σεξ έκανε την δουλειά του αρσενικού. Βέβαια είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως συνέφερε καλύτερα να έχεις μουνί αντί για πέος. Από καθαρά οικονομική άποψη πάντα μιλώντας.
Ο θεός όμως του έδωσε πέος οπότε έκανε ότι μπορούσε με αυτό (κι ας ήταν μετρίου μεγέθους).
Δυστυχώς οι επιδόσεις του στον σεξουαλικό τομέα δεν ήταν οι καλύτερες.
Είχε να πάει με γυναίκα κανά δυο χρόνια.
Ήταν μπακούρι κανονικό. Έφταιγε μάλλον που δεν ήταν αρκετά σαλίγκαρος (σαλιάρης) και ανοιχτός χαρακτήρας. Ήταν κακομούτσουνος και ολιγομίλητος.
Ο Σπύρος Γκαγκούλας έπρεπε να συγκεντρωθει στο γράψιμο του. Ήταν ανερχόμενος συγγραφέας. Δεν μπορούσε όμως να ζήσει από αυτό. Η Ελλάδα είναι δύσκολη χώρα στον τομέα της καλλιτεχνίας. Όλοι ψωμολυσσούσαν και ήταν τυχερός που δεν πλήρωσε κι από πάνω για να εκδόσει το πρώτο του μυθιστόρημα που ονομαζόταν «Η Δυσκοιλιότητα και το Τέρας».
Είχε προσπαθήσει να βρει μία κανονική δουλειά αλλά πουθενά δεν στέριωνε. Πάντα κάτι θα γινόταν και θα τον απέλυαν. Δεν ήταν υπάκουος τύπος και πάντοτε είχε μια τάση για το λάθος βήμα την λάθος στιγμή. Στην τελευταία του δουλειά βέβαια δεν μπορούσαν να τον απολύσουν μιας και ήταν η πρακτική του άσκηση για το ΤΕΙ που σπούδαζε εδώ και δέκα χρόνια. Τώρα όμως είχε τελειώσει και αυτό. Ήταν και πάλι στα νερά του. Άνεργος.
Υποσχέθηκε στον εαυτό του να μην κάνει αγορές άνω των είκοσι ευρώ. Ακόμη και για ρούχα. Είχε να αγοράσει καινούρια ρούχα καμιά διετία. Ήταν ένας βρωμερός τσιγκούναρος πλέον.
«Να πάνε να γαμηθούνε» σκέφτηκε, έπρεπε να κρατάει τα λεφτά του (που ήταν και λιγοστά μετά από τις ανούσιες αγορές) στην τσέπη του.
Ίσως θα έπρεπε να ξεκινήσει να παρακολουθεί ποδόσφαιρο και να γίνει οπαδός κάποιας γελοίας ομάδας. Το σιχαινόταν το ποδόσφαιρο (εικοσιδύο πλούσιοι μαλάκες που έτρεχαν πάνω κάτω κυνηγώντας ένα φουσκωμένο πετσί). Ήταν όμως προτιμότερο από την τέχνη. Η τέχνη του έβγαζε μία υποχθόνια αηδία, ειδικότερα έτσι όπως την πλασάρανε οι ειδήμονες και οι κριτικοί της.
Δεν θεωρούσε το γράψιμο του τέχνη. Ήταν μία ανάγκη επιβίωσης όπως το φαγητό, το νερό και η αναπνοή.
Αν δεν έγραφε θα πέθαινε.
Ήταν Τετάρτη και επειδή δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει είπε να κάνει μία βόλτα στα βιβλιοπωλεία. Ήθελε να σιχαθεί λίγο με την βλακεία των εκδόσεων και των συγγραφέων. Ένας φίλος τον πήρε τηλέφωνο και του πρότεινε να πάνε για ένα καφέ. Θα έκανε την βόλτα του και μετά θα έπινε τον καφέ του. Δεν ακουγόταν άσχημο.
Κατέβηκε με το σαράβαλο τη μηχανή του. Ένα θεόπαλιο παπάκι που δεν έπαιρνε πάντα μπροστά.
Είχε ορκιστεί στον εαυτό του να μην ξανακλέψει ποτέ τίποτα. Παλιότερα, όταν ήταν πιτσιρικάς και πήγαινε λύκειο, συνήθιζε να κλέβει για χόμπι. Έκλεβε περίπτερα, δισκοπωλεία, μαγαζιά με ρούχα, και φυσικά βιβλιοπωλεία. Τα τελευταία ήταν και τα αγαπημένα του. Το έκανε όμως με κυκλικό σύστημα γιατί φοβόταν πως αργά ή γρήγορα θα τον έπιαναν. Ποτέ δεν τον είχαν πιάσει. Η μοναδική φορά που τον είχαν τσακώσει να κλέβει ήταν όταν έβαλε στο σακάκι του ένα τσοντοπεριοδικό (το Open για όσους το θυμούνται, δεν ξέρω αν βγαίνει ακόμη) αλλά ο πούστης ο περιπτεράς τον είδε και τον έκανε σκουπίδια μπροστά στους υπόλοιπους πελάτες.
«Δεν ντρέπεσαι λιγάκι βρε μαλακισμένο;»
«Όχι».
«Εγώ θα φταίω αν φωνάξω την αστυνομία τώρα;»
«Μία τσόντα έκλεψα δεν λήστεψα καμιά τράπεζα».
«Σα δε ντρέπεσαι ρεμάλι της κοινωνίας! Φτου σου! Έτσι θα πάει μπροστά η χώρα βρε σκερβελέ;».
Είχε περάσει καιρός από τότε που ο Σπύρος Γκαγκούλας είχε κλέψει οτιδήποτε. Πολύς καιρός.
Εκεί όμως που καθόταν και χάζευε κάτι βιβλία στο ράφι είδε ένα που το έψαχνε αρκετό καιρό και το λιμπίστηκε το καταραμένο. Λυπόταν όμως να δώσει και τα είκοσι πέντε ευρώ που έκανε για να το αγοράσει. Άσε που είχε ορκιστεί να μην κάνει ποτέ ξανά αγορές πάνω τον είσοσι ευρώ, αυτό που το βάζεις; Οπότε τι να έκανε; Είχε ορκιστεί να μην κλέψει ποτέ ξανά.
Αποφάσισε να το κλέψει.
«Δεν γαμιέται», σκέφτηκε.
Ανοίγει με αριστοτεχνία το μπουφάν του (παλιά μου τέχνη κόσκινο) και βάζει το βιβλίο ανάμεσα στο παντελόνι και στην κοιλιά του. Είχε φτιάξει όμως μεγάλη μπυροκοιλάρα και το βιβλίο ήταν χοντρό και δεν χώραγε. Σκέφτηκε πως για όλη αυτήν την κατάσταση έφταιγαν οι καριόληδες οι Έλληνες εκδότες και τα τσιράκια τους οι μεταφραστές που μας πίνουν το αίμα. Μα είναι δυνατόν να είναι τόσο ακριβά τα γαμημένα τα βιβλία; Άσε που του Σπύρου του άρεσαν μόνο τα μεταφρασμένα, ήταν τα μόνα που αξίζανε, τα ελληνικά βιβλία ήταν όλα για τον πούτσο, κάτι ιστορίες άχρωμες, αναμασημένες, βαρετές, που βρώμαγαν μικροαστίλα, τρέντυ αναβίωση παλιών παραδόσεων και χαζό ερωτισμό από χιλιόμετρα.
Βγήκε στο δρόμο με το βιβλίο στην κοιλιά. Ο υπάλληλος δεν τον είχε πάρει χαμπάρι. Περπάτησε για κανά δίλεπτο μέχρι οι τύψεις να τον περικυκλώσουν και να αρχίσουν να τον καρφώνουν με τα μαχαίρια τους.
Το είχε μετανιώσει.
«Γαμώ την πουτάνα μου ούτε να κλέψω ένα βιβλίο δεν είμαι ικανός χωρίς να αισθανθώ τύψεις», σκέφτηκε με οργή.
Αν μπορούσε να δει τις τύψεις μπροστά του σαν ανθρώπινες μορφές, θα τις στραγγάλιζε όλες.
Γυρόφερε λίγο με το βιβλίο στο χέρι μέχρι να έρθει εκείνος ο φίλος του για να πάνε για καφέ.
Είχε αποφασίσει να το γυρίσει πίσω με κάθε τρόπο και μάλιστα είχε αποφασίσει να το αγοράσει κιόλας.
Είχε σπάσει μέσα σε μία μέρα όλους του τους όρκους.
Ήταν για κλάματα.
Όταν ο φίλος επιτέλους φάνηκε ο Σπύρος του είπε:
«Κοίτα Γιάννη, έκανα μαλακία και έκλεψα αυτο το βιβλίο, θέλω να μπεις μέσα, να το βάλεις στη θέση του και μετά να το αγοράσεις».
«Τι λες ρε μαλάκα; Είσαι με τα καλά σου; Γιατί δεν πας εσύ;».
«Δεν αισθάνομαι καλά, ανακατεύομαι και είμαι συναισθηματικά φορτισμένος και θα με πιάσουνε, σε παρακαλώ Γιάννη πρέπει να μου κάνεις αυτή τη χάρη γιατί αλλιώς είμαι χαμένος».
«Καλά, πάντως να ξέρεις πως είσαι μεγάλος μαλάκας. Είναι δυνατόν στην ηλικία σου να κλέβεις ακόμη βιβλιοπωλεία;».
«Έχει δίκιο, είμαι μαλάκας, το ξέρω, αλλά τι να κάνω;».
Τελικά ο Γιάννης το έκανε το ψυχικό και του αγόρασε το ήδη κλεμμένο βιβλίο. Ο υπάλληλος δεν είχε καταλάβει Χριστό.
Η μέρα τελείωσε με τον Σπύρο Γκαγκούλα να συνειδητοποιεί πως τελικά είχε κάνει τεράστια μαλακία που πλήρωσε το βιβλίο και γενικά που το πήρε.

Το βιβλίο ήταν σκατά. Το παράτησε στη μέση. Είχε κάνει το μοιραίο λάθος να εμπιστευτεί Έλληνα συγγραφέα.

από τη συλλογή διηγημάτων με τίτλο "Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου", διάβασε το δωρεάν εδώ

19.12.13

Party Animals 29

Στην εκπομπή ετούτη αφιερώσαμε τα τελευταία 10 λεπτά στον καλύτερο τετράποδο φίλο που είχαμε ποτέ.
Όλη η εκπομπή στην ουσία είναι δική του αλλά στα τελευταία τρία κομμάτια μπορούμε να νιώσουμε τις πατουσίτσες του στο κεφάλι μας.Θα τον θυμόμαστε με αγάπη..

http://www.mixcloud.com/papoutsch/party-animals-29/



16.12.13

Λιούρι.




            https://www.youtube.com/watch?v=SGQMEK1RHrk

https://www.youtube.com/watch?v=8dCWFOpwVzA

                             





12.12.13

party animals 28

8.12.13

party animals 27