21.6.14

Το μικρό ψάρι στα κάρβουνα

Σχεδόν όλοι μου οι φίλοι έχουν πάρει πια πτυχίο,εγώ ακόμα δεν ξέρω πως να γράψω το "συγχαρητήρια" σωστά.
Αρχίζουν σιγά σιγά και βρίσκουν μια δουλίτσα και μπαίνουν σε αυτο το λούκι,το λουκι της δουλειάς.
Άλλοι βρίσκουν δουλειά σχετική με το πτυχίο τους,άλλοι πάλι όχι,εγώ θα ήταν αδύνατο να βρω δουλειά σχετική με το πτυχίο μου γιατί όπως υπονόησα λίγο πιο πρίν αυτό δεν υπάρχει.
Έτσι απτυχίωτος λοιπόν ξεκίνησα να δουλεύω απο τα 18,εντάξει σοβαρά απο τα 19,οκ 20.
Σερβιτόρος σε ταβέρνα με ψάρια στη παραλιακή.
Το cult συναντά το κιτς.Γαμώ τις δουλειές,έγω σερβίρω μόνος μου 20 τραπέζια που μου ζητάνε διαρκώς να τους πηγαίνω κρασιά,μπύρες,καλαμαράκια,αθερίνες,πατζάρια,τυροκαυτερές και ο ιδιοκτήτης κάθεται μέσα και γράφει στίχους για τραγούδια.
Σερβίρω ταχυδακτυλουργούς,αλκοόλικους ψαράδες,Αιγύπτιους ψαράδες,πολλούς ψαράδες γενικότερα τα απογεύματα αλλά τα βράδια έρχονται κυρίως τουρίστες αλλά και πολλοί ντόπιοι και κάποιες γνωστές του αφεντικού που μου φαίνεται πως τις "βολεύει",αν καταλαβαίνετε τι εννοώ.
Αυτά μεταξύ μας γιατί κάτα τ'άλλα είναι πολύ σωστός οικογενειάρχης,χωρίς μαλακίες.


Μια φορά ήταν μια Κινέζα και ήθελε "οτάπι;" Εγώ δεν κατάλαβα ακριβώς τι ήταν αυτό που μου είπε,
οι Κινέζοι έχουν την πιο περίεργη προφορά οταν προσπαθούν
να μιλήσουν Αγγλικά.

"Γουάτ;" Της λέω,

Κ-Οπτάτους
Ε-Ντόντ αντερστάντ βέρι γουέλς,σορυ μισις..
Κ-Οντπτότους!Οντπτότους!Δε τσανταλόνγκ!!
Ε-Σωστά τον κατάλογο!

Πήγα πήρα τον κατάλογο και τον άφησα στο τραπέζι.Η λέξη που ψάχναμε ήταν "Octopus" και απογοητεύτηκα κάπως γιατί έπρεπε να τό'χα φανταστεί.
Στο μυαλό μου ήρθαν οι Beatles και το "Octopus garden" πήγα να το σιγοτραγουδίσω για να αναθαρήσω καθώς σέρβιρα το χταπόδι αλλά δεν ήξερα τους στίχους και δεν ήμουν σε φάση για αυτοσχεδιασμό.
Στο τέλος μου έκαναν παράπονα για την τιμή του χταποδιού αλλά και για το ότι ήταν πολύ σκληρό και δεν μπορούσαν να το μασήσουν,επίσης βρήκαν την συμπεριφορά μου κάπως αντιεπαγγελματική αλλά να μην το πάρω σαν προσβολή αλλά σαν συμβουλή,
τώρα πως τα κατάλαβα όλα αυτά δεν χρειάζεται να το εξηγήσω.
Με ταρακούνησαν κάπως τα λόγια των Κινέζων γιατί έχω συνηθίσει να θεωρώ τους Κινέζουν σοφό λαό εφόσον έχουν τόσες σοφές παροιμίες.Αλλά εντάξει δεν έδωσα και τόσο μεγάλη σημασία,να πάνε να γαμηθούν στην τελική που θα μου πούν εμένα.

Τελευταία έρχεται ένας ψαράς γύρω στα 50 και κρατάει πάντα ένα μπαφάκι που τις τελευταίες τζούρες τις πίνει στην ταβέρνα,μια φορά τον ρώτησα "μπαφάκι είναι αυτό;"
Εκείνος ανησύχησε λίγο και είπε: "Ναί,γιατί μυρίζει;"
Εγώ του είπα καθησυχαστικά πως δεν μυρίζει απλά παρατήρησα την τζιβάνα,χαμογέλασε και με κοίταξε σαν να με καμάρωνε,νομίζω πως για λίγα λεπτά έγινα ο γιός που ποτέ δεν είχε:"Θες μια τζούρα γιέ μου;"Μου είπε και παρέτεινε το χέρι του να μου προσφέρει τον μπάφο που κρατούσε ο οποίος έφτανε πια στα τελειώματα,"Ευχαριστώ πολύ αλλά όχι,ποτέ εν ώρα υπηρεσίας!"Είπα με στόμφο προσπαθώντας να υπογραμμίσω πως κάνω χιούμορ,άκου εκεί "εν ώρα υπηρεσίας"τι είμαι;Κανένας μπάτσος είμαι;
"Σ'ταρχίδια σου όλα"ήταν πάντα η συμβουλή του ψαρά και ομολογώ πως είναι ιδιαίτερα πειστικός όποτε το λέει αυτό..
Τέλος πάντων ξέρω οτι δεν κάνω την καλύτερη δουλειά του κόσμου και τα λεφτά θα έπρεπε να είναι περισσότερα(τουλάχιστον ας έπαιρνα τα tips)όμως έχω αποφύγει τις πολλές ευθύνες γιατί είμαι κομματάκι ευθυνόφοβος και επίσης έχω την ευκαιρία να συνομιλώ με πολλούς περιθωριακούς ψαράδες που πάντα είναι έτοιμοι να με τρατάρουν με συμβουλές τύπου:"να γαμάς,όσο μπορείς να γαμάς" ή "γαμησέ τα όλα,τώρα που είσαι νέος".
Ποτέ δεν μου άρεσαν οι συμβουλές αλλά εκείνες των ψαράδων σχεδόν με συγκινούν.Τελος πάντων πέρασε η ώρα και πρέπει να πάω στη δουλειά.θα τα ξαναπούμε..


                       

17.6.14









Η τελευταία μεγάλη ερημιά”



Είχε πέσει το λυκόφως, το αυτοκίνητο πήγαινε με 60 χιλιόμετρα στον χωματόδρομο, άκουγα το Νησί των Πεθαμένων του Ραχμάνινοφ, Όπους 29, κάπνιζα ένα στραβοχυμένο τσιγάρο Λάκι Στράικ μαλακό πακέτο και τα χέρια μου ήταν στο τιμόνι σε στάση δέκα παρά δέκα όπως μου είχε μάθει πριν από είκοσι χρόνια ο δάσκαλος της οδήγησης, ποτέ δεν τον χώνεψα το πούστη γιατί συνέχεια πατούσε τα βοηθητικά πετάλια από τη θέση του και μου την έσπαγε, αλλά αυτό με τα χέρια δέκα παρά δέκα μου είχε μείνει.
Έβγαλα φλας αριστερό και μπήκα και πάρκαρα στο υπαίθριο πάρκινγκ μιας ταβέρνας με το όνομα “Δούκισσα”, το μέρος ήταν χιονισμένο, κάτω υπήρχε πάγος, πράγμα σπάνιο για ένα μέρος όπως η Σταλίδα, είχε να χιονίσει πάρα πολλά χρόνια τόσο χαμηλά.
Άραξα σ' ένα τραπέζι κοντά στο παράθυρο που έβλεπε την εθνική οδό, ο καφές δεν ήταν καλός, πιο πολύ θύμιζε καφέ ζουμί ξεχασμένο μέσα σε λακκούβα, κοιτούσα έξω το αδιάφορο περσινό τουριστικό τοπίο και σκεφτόμουν με ποιο τρόπο θα έβαζα φωτιά στο σπίτι του καριόλη που μου έκλεψε τη γυναίκα.
Κόντευε να με πάρει ο ύπνος πάνω στο χέρι μου, στο άλλο χέρι το τσιγάρο μου έκαιγε λίγο τα δάχτυλα αλλά μου άρεσε η αίσθηση της ζεστασιάς, εδώ μέσα ήταν παγωμένα ρε πούστη.
Συγνώμη κύριος...συγνώμηηηηη” είπε η γυναίκα που με είχε σερβίρει πριν το καφέ ζουμί.
Σήκωσα κεφάλι και άνοιξα το ένα μάτι.
Έχετε τελειώσει με τον καφέ σας;”.
Ναι” είπα. Εκείνη μου πήρε το φλιτζάνι και χάθηκε στο βάθος ξανά. Ωραία ρακέρα σκέφτηκα.
Το φαγητό ήταν εξίσου χάλια, ξαναζεσταμένη χοιρινή με πατάτες στο μικροκυμάτων. Κοίταξα τη φωτογραφία με το σπίτι του λεγάμενου και άναψα τσιγάρο, μονοκατοικία δυόροφη με κήπο, ξεφύσηξα σαν φώκια, ζήτησα και μου έφεραν ένα μισόκιλο κρασί λευκό. Χρειαζόμουν κάτι να πιω επειγόντως. Ένας χάρτης του Αγίου Νικολάου απλωνόταν πάνω στο τραπέζι μου.
Πας προς Άγιο;” ακούστηκε μία γκρίζα, μεταλλική φωνή από πάνω μου ξαφνικά. Σήκωσα βλέφαρο και είδα ένα τύπο γύρω στα τριάντα φεύγα του με λαδωμένο μαλλί και δερμάτινο τζάκετ να με κοιτάει σαν χαζός χαμογελώντας στο μέτωπο μου.
Τον κοίταξα σαν ηλίθιος, δεν ήξερα τι να πω.
Εκείνος έκατσε απέναντι μου και μου έπιασε το χέρι σαν να τον ήξερα χρόνια.
Φίλε με σώνεις, πάρε με μαζί σου, σε παρακαλώ...έχεις χώρο στο αμάξι έτσι δεν είναι, σε είδα πριν στο πάρκινγκ, μόνος είσαι έτσι;” είπε το δερμάτινο τζάκετ και το λαδωμένο μαλλί.
Ξανασηκώθηκε και μου έσφιξε πιο πολύ το χέρι.
Είμαι ο Ιγκνάσιο....εσύ;” είπε ο τύπος και είχε μία πραγματική προσμονή στο απελπισμένο του βλέμμα και με παράξενη ξενική προσφορά που φαινόταν να την κάνει επίτηδες.
Κώστας” είπα εγώ σιγανά και ένα φλέμα χολής μου ήρθε στο λαιμό. Το έλκος μου τον τελευταίο καιρό έκανε κωλοτούμπες και μου φταίγανε και οι μύγες.
Σαλούτ” είπε ο τύπος και έπιασε το ποτήρι μου με το κρασί και το ήπιε μονορούφι κάνοντας μία άσχημη γκριμάτσα που μου θύμισε λίγο νυφίτσα με περούκα στο χιόνι.
Τι μπουζόκρασο είναι αυτό ρε φίλε...με συγχωρείτε..τι σκατά σερβίρετε εδώ μέσα;” είπε ο Ιγκνάσιο και γύρισε προς το μέρος της σερβιτόρας με τα μεγάλα βυζιά.
Αυτό το ξύδι δεν κάνει ούτε για σαλάτα” είπε ο Ιγκνάσιο δυνατά για να τον ακούσουν και ξαναέκατσε.
Ομορφούλα ε;” είπε πάλι και γέλασε λίγο αηδιαστικά.
Δεν πρόλαβα να πω κουβέντα και ξαναμίλησε.
Πάω να ρίξω ένα χέσιμο και μετά την κάνουμε από δω μέσα..οκ;”. Μου έβαλε στα χέρια μία χαρτοσακούλα τσαλακωμένη, την άνοιξα και βρήκα μέσα χαρτονομίσματα των διακοσίων ευρώ, κυρίως εικοσάρικα. Πήγε στην τουαλέτα. Εγώ έσβησα το τσιγάρο μου μετά από λίγο στο πλαστικό τασάκι και σηκώθηκα, ήπια μια γερή γουλιά κρασόξυδο για να πάρω κουράγιο.
Γαμώ την πουτάνα μου, οι μπελάδες δεν με άφηναν ήσυχο ποτέ. Το έλκος μου έκανε τούμπα κι εγώ σηκώθηκα μπας και κατέβει το ξύδι.
Όταν μπήκα στην τουαλέτα ο τύπος με το όνομα Ιγκνάσιο έπλενε τη μάπα του στο νιπτήρα και είχε κατεβασμένα τα παντελόνια του.
Δεν έδωσα σημασία, το έπαιξα άνεση.
Κοίτα να δεις φίλε...ταξιδεύω μόνος..δεν γουστάρω παρέες” είπα με επιθετικό τόνο δείχνοντας προς την έξοδο με τον αντίχειρα μου. Η τουαλέτα βρωμούσε παλιά ούρα, κολλημένη τηγανίλα αιώνων στο πλακάκι και χλωρίνη.
Ε; Σιγά ρε φίλε...ποιο είναι το πρόβλημα να πούμε...δεν ήταν καλά τα φράγκα μου;” είπε ο Ιγκνάσιο και άρχισε να πλένει το κώλο του μπροστά μου σαν να μην τρέχει κάστανο.
Η αλήθεια ήταν πως ήμουν ελαφρώς άφραγκος τον τελευταίο καιρό και τα φράγκα ήταν μια χαρά.
Δεν γουστάρω παρέα..αυτό είναι όλο..” είπα και του έδωσα το χρήμα σαν γνήσιος μαλάκας, εκείνη την ώρα μπούκαρε μέσα η σερβιτόρα και μας είδε, εμένα να του δίνω τα λεφτά κι εκείνον να πλένει το κώλο του και η πούτσα του να κρέμεται έξω σαν λάστιχο.
Τι κάνετε εδώ βρε βρωμιάριδες; Παναγία μου, παναγία μου.... δε ντρέπεστε λίγο μεγάλοι άνθρωποι;” είπε με σιχαμάρα η ομορφούλα σερβιτόρα με την ωραία ρακέρα.
Δεν πρόλαβα να πω κάτι όταν έφυγε τρέχοντας με τον ωραίο της κώλο να κουνιέται σαν ζελεδάκι μέσα από τη φούστα της.
Γαμώ την παναγία μου” είπε ο Ιγκνάσιο.
Του πέταξα τη χαρτοσακούλα στη μούρη και την έκανα από κει μέσα. Έξω έκανε ψωλόκρυο και είχα κουλουριαστεί μέσα στο μακρύ παλτό μου το σκοροφαγωμένο, πάτησα μία λακκούβα και νερό μπήκε μέσα στις μπότες μου. Ήμουν άνεργος εδώ και λίγους μήνες, κι όταν με παράτησε η πρώην γυναίκα μου η Ζωή με άφησε με μία καραμπινάτη κατάθλιψη και δεν είχα όρεξη να δουλεύω, παραιτήθηκα σαν γνήσιο λουζέρι από το νυχτερινό κέντρο “Γοργόνες και Μάγκες” που δούλευα σαν αυτοφωράκιας και το έριξα στη ξάπλα, την ταβανοθεραπεία και στο ποτό για να γιατρέψω τη πίκρα μου.
Η Ζωή με είχε αφήσει για έναν συνάδελφο της από τη τράπεζα. Δεν μπορούσε λέει να συμβαδίσει με την ιδιοσυγκρασία μου και τα ωράρια μου. Δεν την κατηγορώ. Είχε δίκιο. Ήμουν ένα ρεμαλόσκυλο της κοινωνίας, έπινα, δούλευα νύχτα, ήμουν αχρείος, έγραφα κάτι ιστορίες πορνό για ένα ιντερνετικό περιοδικό που μου έδινε ένα έξτρα εισόδημα, αυτό ήταν και η τελειωτική βολή για τη Ζωή. Μια μέρα μου είπε πως με παρατάει, μάζεψε όλα της τα πράγματα και την έκανε για το σπίτι του μαλάκα στον Άγιο Νικόλαο, ακόμα και μετάθεση πήρε από το υποκατάστημα της τράπεζας του Ηρακλείου, γάμησε τα. Νομίζω αυτό ήταν που με είχε πληγώσει πιο πολύ, εκείνη βρήκε μία νέα ζωή ενώ εγώ, εδώ, σαπίλας φορέβερ.
Ήθελα να του κάψω το σπίτι, αυτό ήθελα, του καριολόπουστα.
Ρε παλιοαρχίδι..δεν ντρέπεσαι ρε λίγο; Τσίπα δεν έχεις απάνω σου ρε; Στην τουαλέτα μου ρε μέσα; Εδώ μέσα έρχονται οικογένειες ρε μαλάκα” είπε ένας χοντρός τύπος πίσω μου, ήταν ο ταβερνιάρης, σαν τοίχος από λίπος έμοιαζε, ξερνούσε μίσος και διψούσε για αίμα.
Όχι..όχι..δεν κατάλαβες καλά...απλά του έδινα πίσω τα λεφτά του ρε φίλε..χαλάρωσε” είπα εγώ.
Ναι ε; Πάρε πίσω αυτό ρε αρχίδι!” ούρλιαξε ο χοντρός ταβερνιάρης, φορούσε και την ποδιά που ήταν γεμάτη με λάδια, με έπιασε από τον ώμο και μου έριξε ένα δεξί ντιρέκτ όλο δικό μου που με βρήκε στα μουτσούνια και με έστειλε στο χιονισμένο τσιμέντο του πεζοδρομίου στο πάρκινγκ να μετράω τις πατημένες τσίχλες.
Φύγε ρε μουνί!” ούρλιαξε ο Ιγκνάσιο και του μούνταρε από πίσω με μία κλωτσιά στα νεφρά του χοντρού, ο χοντρός έπεσε κάτω και μου έκανε παρέα στο μέτρημα τσίχλας, ο Ιγκνάσιο άρχισε να του ρίχνει κλωτσιές στο σώμα και το κεφάλι. Τον είχε κάνει τ' αλατιού το χοντρό, σηκώθηκα με τα χίλια ζόρια με το ένα μου χέρι να μαζεύει τα αίματα που τρέχανε από το στόμα μου, η σερβιτόρα είχε βγει έξω από την ταβέρνα και ούρλιαζε, τα τεράστια της στήθη τρανταζόντουσαν και τώρα έμοιαζε πιο πολύ με τον Γκοντζίλα παρά με ομορφούλα σερβιτόρα σε τουριστικό θέρετρο, κάποιοι ρουφιανοερασιτέχνες ματάκιδες γείτονες με το χέρι μονίμως κολλημένο στο ακουστικό του τηλεφώνου καλούσαν ήδη την αστυνομία.
Έπιασα τον Ιγκνάσιο και τον μάζεψα γιατί κόντευε να σκοτώσει τον χοντρομαλάκα στο έδαφος. Είχε δύναμη ο πούστης και δεν του φαινότανε, σαν σκιάχτρο ήτανε αδύνατος και κιτρινιάρης αλλά είχε νεύρο.
Μέσα στ' αυτοκίνητο έβαλα πάλι τον αγαπημένο μου Ραχμάνινοφ και άναψα τσιγάρο, δίπλα μου ο Ιγκνάσιο κάπνιζε κι εκείνος ένα από τα Λάκι Στράικ μου.
Είσ' απο δω;” είπε ο Ιγκνάσιο.
Ηράκλειο μένω” είπα.
Και τι θέλεις στον Άγιο Νικόλαο;”.
Μπάτσος είσαι ρε φίλε;” είπα εκνευρισμένος.
Ντάξει ρε φίλε...μια ερώτηση έκανα...να' χουμε κάτι να λέμε να πούμε”.
Πάω να κάψω το σπίτι του αρχιδιού που έκλεψε τη γυναίκα μου” είπα και ξεφύσηξα σαν φώκια καπνό.
Και γαμώ” είπε ο Ιγκνάσιο και έκανε μία γκριμάτσα επιδοκιμασίας, κούνησε το κεφάλι του πάνω κάτω σαν να γούσταρε.
Ο εθνικός ήτανε έρημος, Δευτέρα πρωί, Δεκέμβρης, κανείς δεν κυκλοφορούσε, ημέρες γιορτών, οδηγούσα ανενόχλητος με έναν άγνωστο δίπλα μου που συνήθιζε να πλένει τον κώλο του σε νιπτήρες τουριστικών εστιατορίων. Δεν ήταν κι άσχημα, θα μπορούσε να είναι πολύ χειρότερα, σκέφτηκα.
Οι φίλοι σου θα έρθουν από την Ισπανία;” επανέλαβα αυτό που μόλις μου είχε πει.
Ναι, διακοπές στην Κρήτη..και γαμώ είναι...σαν περιπέτεια” είπε ο Ιγκνάσιο.
Δηλαδή είσαι μισός Ισπανός και μισός Έλληνας” είπα.
Ακριβώς”.
Δεν μου ακούγεσαι καθόλου Ισπανός” είπα. Πιο πολύ σαν Πακιστανός ακουγόταν αλλά δεν του το είπα για να μην χαλάσω την ωραία ατμόσφαιρα.
Η μάνα μου είναι Ισπανίδα...ο πατέρας μου είναι Έλληνας..απ' το Μοχό είμαι ρε”.
Είχα κάνει το λάθος και είχα ανοίξει το γαμωραδιόφωνο του αυτοκινήτου, κάποιος έλεγε για τις επερχόμενες εκλογές, μετά διαφημίσεις και μετά κάποιος άλλος έλεγε πως είχε υποψίες πως ο γαμπρός του ήταν τραβεστί και ψωνιζόταν τις νύχτες στην Πλαστήρα.
Δεν μπορώ ν' ακούω αυτές τις μαλακίες” είπε ο Ιγκνάσιο και άλλαξε το σταθμό, αμέσως άρχισε να παίζει ένα εμετικό κρητικό εντεχνοτράγουδο με λύρα και άθλιο στίχο, πόσες πιθανότητες υπήρχαν ρε πούστη, έλεος, ν' ακουστεί ΤΩΡΑ αυτό το τραγούδι, μία στο δισεκατομμύριο; Μπορεί και παραπάνω.
Κλείστο” είπα και έκανα κίνηση να το κλείσω.
Γιατί ρε..άστο..” είπε ο Ιγκνάσιο και μου έπιασε το χέρι.
Κλείστο γαμώ την παναγία μου είπα” και πιαστήκαμε στα χέρια σχεδόν, εγώ οδηγούσα με τα χίλια ζόρια το τιμόνι.
Άστο ρε μαλάκα...γιατί ρε;”.
Κλείστο γαμώ το χριστό σου σου λέωωωωω” ούρλιαξα και μου έπεσε το τσιγάρο από το στόμα και μπήκε μέσα στα μπόυτια μου και μ' έκαψε. Έριξα μία στροβοτιμονιά και βρεθήκαμε να πέφτουμε πάνω σε κάτι χωράφια μετά το Σελινάρι, ευτυχώς δεν χτύπησε κανείς και τ' αυτοκίνητο δεν στούκαρε πουθενά, απλά μπήκαμε μέσα σ' ένα χωράφι με κουνουπίδια. Τα κάναμε πουτάνα τα κουνουπίδια του ανθρώπου.
Κατέβηκα από το αμάξι και πάτησα ακόμα μερικά κουνουπίδια με τις μπότες μου, είχα γεμίσει λάσπη μέχρι τον αστράγαλο, άρχισε να βρέχει, ο Ιγκνάσιο ήρθε από πίσω, στάθηκε δίπλα μου. Πάντα μα πάντα η βροχή ερχόταν τις πιο ακατάλληλες στιγμές.
Τι έπαθες ρε; Ένα τραγούδι ήτανε...” είπε.
Αυτός ο μαλάκας που το τραγουδάει έκλεψε τη γυναίκα μου..αυτό το γαμωτράγουδο είναι γραμμένο για κείνη” είπα και πήγα ν' ανάψω τσιγάρο αλλά δεν άναβε, είχε μπει νερό στον μπικ, τα τσιγάρα είχανε πατικωθεί και είχαν σπάσει τα μισά, τα άλλα μισά ήτανε βρεγμένα.
Ξαναμπήκαμε στ' αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε, πιάσαμε πάλι τον εθνικό με τα χίλια ζόρια, παραλίγο να κολλήσουμε στο χωράφι με τα κουνουπίδια.
Έχω ακούσει πως ο τύπος έχει πολλά φράγκα” είπε ο Ιγκνάσιο.
Φυσικά και έχει πολλά φράγκα...αφού είναι τραγουδιάρης..ποπ σταρ και σκατά..δουλεύει και στη τράπεζα” είπα.
Καλά συγνώμη...και δουλεύει σε τράπεζα;”.
Γάμησε τα”.
Πολυτάλαντος ο πούστης” είπε ο Ιγκνάσιο κι εγώ τον λοξοκοίταξα.
Πότε σε παράτησε;”.
Οκτώβρη, 26, Κυριακή στις εφτά το απόγευμα” είπα.
Πως και αποφάσισες να του κάψεις το σπίτι ρε φίλε;”.
Δεν είχα σκοπό...μέχρι που άκουσα εκείνο το γαμωτράγουδο πριν από ένα μήνα” είπα.
Δηλαδή...δεν μπορούσες να την ικανοποιήσεις;” είπε ο Ιγκνάσιο, εγώ τον κοίταξα άγρια, πήρε το μήνυμα και δεν συνέχισε το θέμα.
Σου έχω ένα δώρο” είπε μετά από λίγο ο Ιγκνάσιο.
Έβγαλε από το δερμάτινο τζάκετ του ένα πιστόλι και το κράτησε μπροστά μου για να το δω. Ήταν ένα Σι Ζεντ 92 μαύρο Μπράουνινγκ, μικρό και εύχρηστο όπλο μικρών αποστάσεων, μαύρο σαν τον θάνατο τον ίδιο.
Κόψε τις μαλακίες” είπα.
Δεν σ' αρέσει;”.
Δεν θέλω μπλεξίματα” είπα.
Ναι το βλέπω..είσαι έτοιμος να κάψεις το σπίτι του γκόμενου της γυναίκας σου..δεν είσαι για μπλεξίματα..καθόλου ρε πούστη όμως” είπε και γέλασε, τα δόντια του ήταν αραιά και ένα χρυσάφι έλαμψε μέσα στη μασέλα κάπου στο βάθος.
Της πρώην γυναίκας μου” είπα και πάτησα τη πέμπτη.




*




Γιατί δεν λες την αλήθεια;” είπα.
Απλά πηδήχτηκα με τις λάθος γυναίκες..αυτό είναι όλο”.
Γι' αυτό τρέχεις σαν κυνηγημένο σκυλί;” είπα.
Όχι...τώρα είναι πραγματικά ανάγκη να τρέξω” είπε ο Ιγκνάσιο.
Οδηγούσα ακόμα, είχαμε περάσει τη Νεάπολη. Ο καιρός ήτανε σκατά και το καλοριφέρ στο Ρενό είχε χαλάσει πολύ καιρό τώρα. Βασικά από πάντα χαλασμένο πρέπει να ήτανε.
Δεν σε καταλαβαίνω ρε φίλε” είπα.
Αν τον ήξερες τον τύπο..θα καταλάβαινες” είπε ο Ιγκνάσιο και κοίταξε έξω από το παράθυρο προβληματισμένος. Ρυτίδες είχανε πιάσει να οργώνουν το πρόσωπο του που έμοιαζε με μουλάρι γέρικο με καρέ μαλλί λιγδωμένο, χτένισμα τσίρκου.
Και τι δουλειά είχες εσύ με τη γυναίκα του;” είπα.
Δεν ήξερα ποιανού γυναίκα ήτανε ρε..αν ήξερα δεν θα την πλησίαζα στα δέκα μέτρα..δεν θα της έγγιζα καθόλου” είπε λυπημένος.
Έπεσε σιωπή στο αυτοκίνητο.
Πελάτισσα ήτανε” είπε μετά από λίγο.
Τι πελάτισσα;” .
Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά έξω, η βροχή δυνάμωνε, δεν έβλεπα τη τύφλα μου, οι υαλοκαθαριστήρες δουλεύανε σαν τα δαιμονισμένα χέρια του θεού και διώχνανε το νερό.
Ο Ιγκνάσιο μου εξήγησε, πέθανα στο γέλιο. Νευρίασε ο μαλάκας και μου τράκαρε πάλι το πακέτο με τα τσιγάρα.
Δηλαδή σε πληρώνανε για σεξ;” είπα.
Ναι ρε φίλε..γιατί σου φαίνεται περίεργο; Οι κυρίες πλερώνανε τον Ιγκνάσιο για έρωτα” είπε ο Ιγκνάσιο με φωνή εραστή και γέλασε σαν ύαινα.
Δηλαδή εκείνου του τύπου η γυναίκα σε πλήρωνε για να τη πηδάς, έτσι δεν είναι...οπότε δεν φταις εσύ σε κάτι” είπα.
Εκείνος δεν το βλέπει έτσι..πίστεψε με” είπε ο Ιγκνάσιο τρομοκρατημένος και το βλέμμα του σκοτείνιασε ξανά, κοίταξε έξω.
Και τι σκοπεύει να κάνει;” είπα.
Σκοπεύει να μου κόψει τα χαλαμπαλίκια μου, αυτό σκοπεύει”.
Έφτασαν στο συμφωνημένο σημείο λίγο έξω από τον Άγιο Νικόλαο, κατέβηκαν από το αυτοκίνητο.
Να προσέχεις φίλε” είπε ο Ιγκνάσιο.
Εσύ να προσέχεις πηδήκουλα” είπα και γελάσαμε. Ο Ιγκνάσιο προχώρησε, πήδηξε ένα φράχτη, μου φώναξε “γάμα την εκδίκηση ρε, δεν αξίζει, στ' αρχίδια σου γράφτηνε”, προχώρησε κι άλλο και μπήκε σε ένα σπίτι στη μέση ενός χωματόδρομου, στο τέλος του δρόμου. Εγώ έκατσα και κάπνισα ένα τσιγάρο κοιτώντας το τίποτα όπως συνήθως, περιμένοντας να δω τι θα κάνω, είχα άραγε τα κοχόνες να κάψω στ' αλήθεια το σπίτι του τύπου ή απλά έπαιζα με το χρόνο μου; Δεν ήξερα. Έβαλα να ακούσω πάλι Ραχμάνινοβ το νησί των νεκρών μπας και με βοηθούσε ο γέρορώσος να πάρω μία απόφαση της προκοπής.
Το μόνο σίγουρο ήτανε πως έπρεπε να πάρω καινούριο πακέτο τσιγάρα.
Εκεί που καθόμουνα και ψωλαρμένιζα στα χωράφια με ανοιχτά τα φώτα του Ρενό είδα κάτι να κουνιέται στο βάθος, κοίταζα με έκπληξη τον Ιγκνάσιο να τρέχει έξω από το αγροτόσπιτο με μανία και να πηγαίνει κι άλλο μέσα στα χωράφια, δύο τύποι τον ακολουθούσαν τρέχοντας. Σκατά. Έβαλα μπροστά το Ρενό και μπούκαρα σπάζοντας το φράχτη στο χωράφι, ακολούθησα το χωματόδρομο, προσπέρασα τους δύο τύπους που τρέχανε και έφτασα τον Ιγνκάσιο, φρέναρα, άνοιξα τη πόρτα κι εκείνος πήδηξε μέσα σαν τρομοκρατημένο ελάφι.
Οι τύποι μας έφτασαν λαχανιασμένοι, έκανα στροφή γιου τερν αλα χόλυγουντ, σπίνιαρα τα λάστιχα και κάρφωσα τη δευτέρα.
Φύγεεεεεεεε...φύγεεεεε..πάτα το μαλάκα..πάτα το..παααααααατα τοοοοοοοοο” ούρλιαξε ο Ιγκνάσιο.
Σκάσε...αυτό κάνω γαμώ την παναγία μου..δεν τραβάει το καρβούνι ρε..γαμώ το χριστό μου!!”. Πάτησα γκάζι και εξαφανιστήκαμε, πίσω μας δύο σκοτεινές φιγούρες μας κοιτούσαν μέσα στη νύχτα.
Μπήκαμε πάλι στην εθνική οδό.
Ποιοι ήτανε αυτοί;” είπα.
Δεν ξέρω...δεν έχω ιδέα ρε...μου την είχανε στημένη μέσα....πάλι καλά που πρόλαβα και τους είδα..αυτός πρέπει να τους έστειλε” είπε ο Ιγκνάσιο σχεδόν κλαίγοντας και τρέμοντας σαν φτερό στον άνεμο.
Σταμάτησα το αυτοκίνητο στη μέση του δρόμου. Είχα φρικάρει με τη φάση.
Που θα πάμε;” είπα.
Δεν ξέρω γαμώ την παναγία μου” είπε ο Ιγκνάσιο.
Λέγε γαμώ το χριστό σου” είπα νευριασμένος.
Δεν ξέρω ρε μαλάκα!” είπε και μου πατίκωσε το κεφάλι στο τζάμι με δύναμη.
Άντε γαμήσου ρε μαλάκα!” είπα και έβγαλα το χέρι του από τη μάπα μου.
Έπεσε σιωπή.
Σόρρυ ρε φίλε” είπε και κοίταξε την ποδιά του ντροπιασμένος.
Γαμώ την παναγία σου ρε μαλάκα” είπα.
Σου κάνω ή δε σου κάνω χάρη ρε μαλάκα εδώ πέρα; Σου κάνω ή δε σου κάνω χάρη;” είπα πάλι μανουριασμένος.
Ο Ιγκνάσιο έμοιαζε με δέκα χρόνια πιο γέρος τώρα, ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα, κοίταζε συνέχεια πίσω να δει αν κάποιος μας ακολουθεί, τον λυπήθηκα. Βγήκα πάλι από την εθνική οδό με σκοπό να μας χάσουν, σε περίπτωση που μας έψαχναν.
Σταματήσαμε σ' ένα βενζινάδικο, ήταν κλειστό, Ο Ιγνκάσιο συμπεριφερόταν σαν να είχε δει φάντασμα, έμοιαζε κίτρινος σαν μπανάνα, κοιτούσε μέσα στο βενζινάδικο να δει εάν είναι κανείς. Είχε καρφωθεί στο παράθυρο του βενζινάδικου και κοιτούσε κάτι μέσα.
'Ελα μαλάκα..δεν είναι κανείς..τι κοιτάς;” είπα και μπήκα στο αυτοκίνητο. Ήθελα να καπνίσω αλλά δεν είχα τσιγάρα. Δεν έβγαλε κουβέντα παρά μόνο με κοίταξε με εκείνο το ασπρουλιάρικο μουλαρίσιο του βλέμμα και μπήκε μέσα στ' αμάξι.
Το αυτοκίνητο μας άφησε από βενζίνη περίπου ενάμιση χιλιόμετρο μετά, κάπου έξω από τον Άγιο Νικόλαο, σε κάτι πίσω χωματόδρομους ότι'να'ναι. Δεν ήξερα που σκατά ήμασταν. Δεν είχα ιδέα που πήγαινα να μπλέξω πάλι. Μπελαδομαγνήτης σκέτος ήμουνα ρε πούστη.





*



Η ταμπέλα έγραφε “Οτέλ Μάο” και είχε κάτι οριεντάλ γκόμενες πάνω ζωγραφισμένες και κάτι φοινικόδεντρα, είχαμε περπατήσει ένα χιλιόμετρο μέσα στο χωματόδρομο, νύχτα, δεν βλέπαμε τη τύφλα μας, με τα κινητά φωτίζαμε.
Θα πούμε πως είμαστε ξαδέρφια από την Ισπανία και πως επισκεπτόμαστε κάτι φίλους στον Άγιο Νικόλαο” είπε ο Ιγκνάσιο.
Κανείς δεν πρόκειται να σε πιστέψει” είπα και τον ακολούθησα κάπως απρόθυμα.
Μα είναι αλήτεια” είπε σαν ηλίθιος με εκείνη την Πακιστανική του προφορά.
Έξω από την πόρτα του ξενοδοχείου υπήρχε ένα εγκαταλειμμένο τζιπάκι σουζούκι βιτάρα χωρίς ρόδες. Δεν μου άρεσε και πολύ το μέρος. Μύριζε θάνατο. Ο Ιγκνάσιο χτύπησε το κουδούνι, η είσοδος ήταν φωτισμένη με μία κιτρινιάρικη λάμπα, δεν απάντησε κανείς, έσπρωξα τη πόρτα και μπήκαμε στο χολ του ξενοδοχείου. Δεν υπήρχε ψυχή αν και ήταν φωτισμένα και ζεστά. Είχαμε γίνει μουσκίδι και οι δύο από τη βροχή. Οι αντοχές μας είχαν αρχίσει να πέφτουν και ένα ζεστό μέρος ήταν μεγάλο δέλεαρ. Ο Ιγκνάσιο πάτησε το κλασικό κουδουνάκι στον πάγκο της ρεσεψιόν πολλές φορές.
Κόψε ρε μαλάκα, είναι σπαστικό” είπα εγώ που είχα δουλέψει μια εποχή νυχτερινός σε ξενοδοχείο και αυτός ο ήχος μου είχε γίνει εφιάλτης.
Ένα τεράστιο ατσάλινο κουτί υπήρχε μέσα στο σαλόνι, έμοιαζε με θάλαμο, είχε και τζάμι, σαν τεράστια σόμπα ήτανε, χωρούσε άνετα κάποιος άνθρωπος εκεί μέσα. Υπήρχαν παντού βαλσαμωμένα ζώα καρφωμένα στους τοίχους, παπαγάλος, κοράκι, γεράκι και κάτι άλλα που δεν ήξερα τι είναι. Το μέρος ήταν ανατριχιαστικό.
Ένα παιδί εμφανίστηκε από το βάθος και άρχισε να φωνάζει.
Μαμαααααα, μαμάαααααααα, μαμάααααα”. Μία γυναίκα έσκασε μύτη από την αντίθετη πλευρά και καθησύχασε το μικρό παιδί, το έσπρωξε και το έστειλε πίσω σε κάποιο δωμάτιο.
Η γυναίκα ήταν πολύ καλή, γύρω στα τριάντα εφτά, ξανθιά, φοβερό σώμα, φορούσε ένα μπλε πουλόβερ που έγραφε τέλεια τα στήθη της. Φορούσε παντόφλες.
Μπορώ να βοηθήσω;” είπε η γυναίκα με μία φωνή αλά Τζόαν Κρόφορντ στο Μπέιμπι Τζέιν μόνο που της έλειπε το αναπηρικό καροτσάκι.
Ξεμείναμε από βενζίνη λίγο πιο πάνω” είπα.
Δεν έχουμε άδεια δωμάτια” είπε εκείνη απότομα.
Μήπως έχετε καθόλου βενζίνη να μας πουλήσετε;” είπα.
Τι;”.
Μπεντζίνη” είπε ο Ιγκνάσιο με την πακιστανοπροφορά του.
Βενζίνη;” επανέλαβε εκείνη με τη φοβερή της σέξυ φωνή.
Ναι, βενζίνη” είπα.
Εκείνη, σαν ν' άκουσε κάποια λέξη σύνθημα, έφυγε τρέχοντας πάνω σε κάτι σκάλες.
Τι σκατά πρόβλημα έχει αυτή;” είπε ο Ιγκνάσιο.
Δεν ξέρω...” είπα εγώ.
Γαμώ την παναγία μου θέλω να καπνίσω” είπε ο Ιγκνάσιο.
Κι εγώ ρε πούστη τι μου το θύμισες” είπα.
Καλησπέρα κύριοι” είπε μία βαριά ανδρική φωνή πίσω μας. Γυρίσαμε χεσμένοι πάνω μας. Ένας τύπος γύρω στα πενήντα πέντε με ένα άθλιο καφέ πουλόβερ με λευκά ελάφια κεντημένα πάνω του μας στεκόταν μπροστά μας. Σουβλερή μύτη, πλισέ πρόσωπο γεμάτο ρυτίδες και μαύρο παντελόνι. Έμοιαζε λίγο με το Χάρο που είχε βγει στη σύνταξη. Φορούσε κι αυτός παντόφλες, ασορτί με ελάφια.
Μαθαίνω πως μείνατε από βενζίνη” είπε ο Χάρος.
Ναιιιιι” είπε ο Ιγκνάσιο κουρασμένα.
Αναρωτιόμασταν εάν θα ήταν εύκολο να μας πουλήσετε λίγο” είπα εγώ όσο πιο ευγενικά μπορούσα. Δεν έπρεπε να παίζεις με το Χάρο.
Όχι. Αν θέλατε ντίζελ θα μπορούσα να σας δώσω αμέσως από τον καυστήρα αλλά βενζίνη..αυτό είναι άλλο θέμα”
Εγκώ κι ο ξάντερφος μου ήρταμε από το Ισπανία να επισκεπτούμε κάτι ξιαντέρφια μας...” πήγε να πει ο Ιγκνάσιο με πακιστανοπροφορά αλλα τον έκοψα.
Το βενζινάδικο ήταν κλειστό πιο πάνω” είπα εγώ.
Τα κανονικά ωράρια δεν ισχύουν εδώ γύρω” είπε ο Χάρος. “Ειδικά το χειμώνα και ειδικά για Πακιστανούς και γενικά μετανάστες”.
Ο Χάρος χαμογέλασε ανατριχιαστικά. Κανείς δεν είπε τίποτα. Έκανα να πάω προς την εξώπορτα.
Γιατί δεν μένετε εδώ το βράδυ κύριοι;” είπε ο Χάρος.
Μπααα..λέω να φύγουμε καλύτερα” είπα εγώ.
Σας ευκαριστούμε πουλύ..θα ήταν ταυμάσιο ατό” είπε ο ηλίθιος ο Ιγκνάσιο.
Θα σας ετοιμάσω δύο δωμάτια”.
Η πόρτα από εκείνο το μυστήριο ατσάλινο κουτί άνοιξε και από μέσα βγήκε ένας άλλος μεσήλικας με καράφλα και πουκάμισο καρώ, ελαφρώς χοντρός με κοιλάρα, είχε αγριεμένη φάτσα, μας προσπέρασε χωρίς να πει κουβέντα και ανέβηκε τις σκάλες.
Τι στο πούτσο ήταν τώρα αυτό, σκέφτηκα.
Ακολουθήστε με” είπε ο Χάρος και έριξε μπροστά το κεφάλι του.
Αισθανόμουν σαν ανάπηρη μύγα μέσα στον ιστό της αράχνης.
Φτάσαμε μπροστά από μία πόρτα στον πρώτο όροφο, όλα ήταν ξύλινα και παλιά και τρίζανε. Ακόμα και να έκλανες τα πάντα θα τρίζανε εκεί μέσα.
Οπότε κύριοι, θα χρειαστείτε δύο δωμάτια ή είστε ζευγάρι;” είπε ο γέρος χαιρέκακα.
Δύο δωμάτια” είπαμε με μία φωνή.
Μπήκα μαζί με το Χάρο στο δωμάτιο, χαμηλοτάβανο, κρεβάτι με κουνουπιέρα, χάλια ήταν. Για μία νύχτα δεν με πείραζε όμως. Στο διάδρομο ο Ιγκνάσιο είχε ασπρίσει πάλι σαν να είχε δει φάντασμα. Τον ταρακούνησα.
Όλα ντάξει;” είπα.
Εμμ...ναι..ναι ρε” είπε σαν να μην συμβαίνει τίποτα.
Ο Χάρος μας έδειξε και τ' άλλο δωμάτιο και μας είπε να διαλέξουμε.
Κατεβήκαμε πάλι στο σαλόνι, μία φωνή ακουγόταν να τραγουδάει ένα πολύ παράξενο τραγούδι σε γλώσσα που δεν την καταλάβαινα. Η τρίχα μου είχε σηκωθεί. Δεν μου άρεσε αυτό το μπουρδέλο ρε πούστη αλλά δεν είχα και άλλη επιλογή. Ένα πλήθος ανθρώπων είχαν κάνει γύρο μπροστά από μία γριά γυναίκα σε καροτσάκι η οποία και τραγουδούσε εκείνο το λυπητερό τραγούδι. Μόλις μας είδαν σταμάτησαν και μας κοίταξαν. Το πλήθος διάλυσε και ο καθένας σκορπίστηκε μέσα στο ξενοδοχείο. Ο Χάρος φαινόταν συγκινημένος και σκούπισε τις μύξες του από τη μύτη, τα μάτια του ήταν υγρά. Κάποιος πήρε τη γριά με το καροτσάκι.
Κύριοι...θα θέλατε ένα ποτό μήπως;”.
Ναι..αυτό θα ήταν και γαμώ” είπα και ακολούθησα το γέρο ξενοδόχο στο μπαρ.
Έβαλε τρία ποτήρια Τζόνυ με πάγο. Σηκώσαμε τα ποτήρια μας.
Υγεία” είπε ο Χάρος.
Γειά μας” είπα.
Σαλούτ” είπε ο Ιγκνάσιο.
Ήπιαμε με μία γουλιά τα ποτά μας.
Τι χρωστάμε;” είπα.
Τίποτα...είστε φιλοξενούμενοι μας” είπε ο Χάρος.
Ποια ήταν αυτή;” είπε ο Ιγκνάσιο για τη γριά στο καροτσάκι.
Αυτή ήταν η Μάο..δικό της είναι το μέρος..πεθαίνει από καρκίνο” είπε ο Χάρος.
Δεν έχετε και πολλούς πελάτες” είπα.
Όχι” είπε ο Χάρος. “Περάστε στην κουζίνα..θα δειπνίσουμε όλοι μαζί”.
Στην κουζίνα υπήρχαν κι άλλοι. Κάτσαμε στο τραπέζι.
Εγώ είμαι η Ειρήνη, είμαι νυμφομανής αλλά το παλεύω” είπε μία γυναίκα, παχουλή λίγο αλλά σε καλή κατάσταση, είχε όμορφο πρόσωπο, φορούσε ροζ πουλόβερ και στενή φούστα που έκανε τα χοντρά της μπούτια να ξεχειλίζουν. Έριξε μία δολοφονική ματιά στον Ιγκνάσιο, ήταν φανερό πως του την έπεφτε στεγνά.
Εγώ είμαι ο Λένορμαν και είμαι μανιακός με τη μαλακία, μου αρέσει ο γρόθος, αυτό είναι όλο” είπε ένας άντρας κοντός και άσχημος. “Έχω μαζί μου πάντα τη Καινή διαθήκη σε περίπτωση που ο πειρασμός με τσακώσει και θέλω να τον παίξω, την ανοίγω και ξεκαβλώνω αμέσως”. Έκανε το σταυρό του.
Στο τραπέζι ήταν και η όμορφη γυναίκα με τα ξανθά μαλλιά, η τύπισσα με τη φωνή της Τζόαν Κρόφορντ. Δεν μίλησε.
Σε λίγο έσκασε και ο τύπος μέσα από το κουτί, ο καραφλός μεσήλικας με το καρώ πουκάμισο. Δεν είπε τίποτα απλά έκατσε στο τραπέζι.
Απ' ότι βλέπετε εδώ δεν έχουμε μυστικά μεταξύ μας...αισθανθείτε άνετα και...φάτε” είπε ο Χάρος από την κεφαλή του τραπεζιού.
Κρασάκι;” είπε ο Λένορμαν.
Το μενού είχε ένα πράγμα που έμοιαζε με μπλαβισμένο αστακό που κάποιος απλά τον είχε πνίξει με τα χέρια χωρίς να τον ψήσει.
Γεια σου Βαγγέλη” είπε ο Χάρος στον καράφλα με το καρώ πουκάμισο, εκείνος δεν είπε τίποτα, έπιασε να τρώει σαν αρκούδα.
Μου είχε κοπεί η όρεξη. Ήθελα να πιω κάτι. Που είχα μπλέξει ρε πούστη πάλι.
Πήγα μέχρι την τουαλέτα και πλύθηκα, στο γυρισμό βρήκα στο διάδρομο την Τζόαν να διαφωνεί έντονα με το Χάρο για κάτι. Ο Χάρος με είδε και της είπε να σωπάσει.
Ελπίζω να σου άρεσε το φαγητό...οι άλλοι έχουν μαζευτεί στο μπαρ..αν θες πήγαινε να τους βρεις να πιείτε κάτι”.
Κάτι δεν πήγαινε καλά εκεί μέσα, το μυριζόμουν.
Πήγα στο μπαρ, ευτυχώς το μέρος είχε αυτόματο πωλητή τσιγάρων και τζουκ μποξ από τα παλιά. Πήρα ένα πακέτο Λάκι Στράικ και το άνοιξα. Έβαλα ένα κέρμα στο τζουκ μποξ. Άρχισε να παίζει ένα κομμάτι του Nατ Κινγκ Κολ που μου άρεσε, Ανφοργκέταμπλ.
Είμαστε σαν οικογένεια εδώ” είπε ο Λένορμαν. Καθόταν δίπλα μου στο μπαρ και σιγοέπινε το δηλητήριο του.
Ναι” είπα αδιάφορα. Άναψα τσιγάρο επιτέλους.
Απαγορεύεται το κάπνισμα εδώ μέσα” είπε ο Λένορμαν. Τον αγνόησα. Έριξα κάτω τη στάχτη. Ήπια γουλιά Τζόνυ.
Ξερόβηξε και ήπιε από το ποτήρι του.
Έχω φαντασιώσεις..αρκετά άσχημες” είπε ο Λένορμαν.
Ναι” είπα και πάλι αδιάφορα. Έκλασα κάπως δυνατά και πρέπει να ακούστηκε.
Είμαστε σαν οικογένεια εδώ” είπε ο Λένορμαν.
Έπεσε σιωπή. Ο Ιγκνάσιο ήταν άφαντος.
Αυνανίζεσαι καθόλου;” με ρώτησε ο Λένορμαν.
Όπως όλος ο καλός ο κόσμος υποθέτω” είπα.
Ο αυνανισμός μου άλλαξε τη ζωή” είπε με σοβαρό ύφος.
Εις υγείαν!” είπε πάλι ενθουσιασμένος ο Λένορμαν. Τι σκατά όνομα ήταν αυτό ήθελα και να' ξερα. Λένορμαν. Μπορεί να ήταν Εβραίος σκέφτηκα.
Ο Ιγκνάσιο ήταν στο σαλόνι και μιλούσε με την Ειρήνη τη νυμφομανή.
Έχω ακούσει πως οι Ισπανοί κάνουνε καλό γλειφομούνι” είπε η Ειρήνη και τρίφτηκε πάνω στον Ιγκνάσιο που κρατούσε το ποτό του με δυσκολία. Ήταν κάπως χοντρή τώρα που την ξαναέβλεπα όρθια, νταρντάνα γυναίκα.
Ναι....χμμ..αλήθεια είναι” είπε ο Ιγκνάσιο και πνίγηκε.
Ήρθαν και μας βρήκαν στο μπαρ η Τζόαν και ο Χάρος.
Θέλεις ουίσκι Σίσυ;” είπε ο Χάρος στην Τζόαν. Την έλεγαν Σίσυ τελικά. Προτιμούσα το Τζόαν.
Ναι” είπε εκείνη με τη σέξυ φωνή της που κάβλωνε και πεθαμένο.
Λοιπόν Κώστα...ήρθατε εδώ για να πάρετε την Σίσυ;” είπε ο Χάρος.
Ε;” είπα εγώ.
Ήρθατε εδώ για την Σίσυ;” επανέλαβε.
Δε καταλαβαίνω τι λες” είπα.
Είδες Σίσυ..όλα εντάξει είναι..στο είπα” είπε ο Χάρος. Χτύπησε το τηλέφωνο στη ρεσεψιόν.
Κάτσε εδώ να ψυχαγωγήσεις τους καλεσμένους μας...θα το πιάσω εγώ” είπε ο γέροΧάρος και κίνησε να πιάσει το τηλέφωνο.
Πόσο καιρό μένεις εδώ;” ρώτησα τη Σίσυ.
Πολύ” είπε μονολεκτικά.
Το βλέπω” είπα.
Τι εννοείς;”.
Έχει πέσει αγαμία εδώ μέσα”.
Άη γαμήσου ρε μαλάκα”.
Δεν είπα τίποτα πάνω σ' αυτό. Ήπια γουλιά Τζόνυ και τζούρα Λάκι Στράικ.
Ξαφνικά έπεσε το ρεύμα. Η μουσική σταμάτησε, κάποιος φώναξε κάτι.
Έτσι και με ακουμπήσεις θα σε σκοτώσω” μου ψιθύρισε η Σίσυ με μίσος στο αυτί. Κάβλωσα λίγο.
Άναψα τον αναπτήρα μου και την κοίταξα.
Δεν πρόκειται να σε ακουμπήσω μωρό μου...χαλάρωσε...δεν ακουμπάω γελάδες” είπα σε στυλ Μίκι Ρουρκ στο Μπαρφλάι.
Κάποιος μαλάκας έπαιζε με τα καλώδια. Ο Λένορμαν μπήκε μέσα με ένα φακό. Η νυμφομανής τριβότανε πάνω στο τζουκ μποξ, το φως του φακού έπεσε πάνω της κατά λάθος. Ο Ιγκνάσιο με κοίταξε και χαμογέλασε σαν χάνος. Το ρεύμα ξαναήρθε.
Γαμώ τη πουτάνα μου Ειρήνη, πάλι τρίβεσαι στο τζουκ μποξ...θα το χαλάσεις πάλι ρε πούστη μου” είπε ο καράφλας ο Βαγγέλης με το καρώ πουκάμισο.
Σκάσε ρε μαλάκα..όπου γουστάρω θα τρίβομαι...πήγαινε πίσω στο φέρετρο σου και παράτα μας” είπε η Ειρήνη.
Βγήκα έξω με τον Ιγκνάσιο και ανάψαμε τσιγάρα. Η νύχτα ήταν ήσυχη. Μέσα ακουγόταν φασαρία. Μάλλον η νυμφομανής Ειρήνη έπαιζε μπουνιές με τον καράφλα το Βαγγέλη. Σαπίλα. Δεν ήξερα γιατί ήμουν εδώ πέρα αλλά η αλήθεια ήταν πως δεν είχα και που αλλού να πάω. Είχα εγκλωβιστεί σ' ένα άγνωστο μέρος με προβληματικούς ανθρώπους, τουλάχιστον ήμουν κι εγώ προβληματικός. Αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Ο κόσμος ήταν γεμάτος με ανθρώπους που δεν μπορούσαν να προσαρμοστούν, αν το ξανασκεφτόσουν λίγο πιο προσεχτικά, ο κόσμος δεν είχε φυσιολογικούς ανθρώπους, αυτό ήταν ένας μύθος, δεν υπήρχαν φυσιολογικοί άνθρωποι, ο όρος “φυσιολογικός” από μόνος του ήταν άστοχος.
Ένας φακός φαινόταν στο βάθος της νύχτας, κοιτούσαμε σαν χαζοί να μας πλησιάζει, ένας τύπος με καπέλο τζόκεϊ κρατούσε το φακό, μας πλησίασε χωρίς να πει τίποτα, το πρόσωπο του ήταν άγριο, προχώρησε και μπήκε στο σπίτι.
Ποιος ήταν πάλι αυτός;” είπε ο Ιγκνάσιο.
Ανασήκωσα αδιάφορα τους ώμους και έσβησα το τσιγάρο μου με τη σόλα.
Μέσα στο ξενοδοχείο η Ειρήνη λικνιζόταν στους ρυθμούς της Μπίλυ Χολιντέυ, μόνη της, ο Λένορμαν και ο Καράφλας την κοιτούσαν από το μπαρ σαν ζόμπι.
Η Ειρήνη πλησίασε τον Ιγκνάσιο και τον πήρε από το χέρι να χορέψουν.
Πάμε μωρό μου” είπε ο Ιγκνάσιο. Ο Λένορμαν με τον Καράφλα άρχισαν να κρυφογελάνε. Εγώ είχα κολλήσει το μάτι μου στον πάτο του ποτηριού μου που ήταν άδειο εδώ και πολύ ώρα.
Που είναι η Σίσυ;” είπε ο τύπος με την άγρια μούρη και το καπέλο.
Δεν ξέρω” είπε ο Λένορμαν.
Εσύ ποιος είσαι;” μου είπε η άγρια μούρη.
Περαστικός” είπα.
Που είναι η Σϊσυ;”.
Δεν έχω ιδέα” είπα.
Έκλασα. Μύρισε ο τόπος κουνουπίδι.
Γαμώ την παναγία μου ποιος έκλασε;” είπε ο Λένορμαν.
Εγώ” είπα.
Δεν μίλησε κανείς. Όλοι συγκεντρώθηκαν στους πάτους των ποτηριών τους.
Ήταν ένα υπέροχο βράδυ. Δεν συνέβαινε τίποτα το συνταρακτικό. Η βαρεμάρα έμπαινε στα κόκαλα μας και μας σκούριαζε τον νωτιαίο μυελό.
Είμαι κυνηγός” είπε η άγρια μούρη.
Εγώ είμαι άνεργος” είπα.
Έσκασε μύτη ο Χάρος.
Ο Μένιος δεν είναι ακριβώς μέρος της κοινότητας μας, είναι κάτι σαν φύλακας” είπε ο Χάρος και άφησε να φανούν τα λειψά σάπια του δόντια. Πρέπει κάθε πρωί να έκανε γαργάρες με ούρα ο τύπος, τόσο κίτρινα δόντια είχε.
Κοινότητα λες εσύ αυτό το τσίρκο;” είπε ο Μένιος. Ο Χάρος γέλασε.
Τι όμορφο απόγευμα” είπε ο Χάρος και την έκανε από το μπαρ.
Μην εμπιστεύεσαι ποτέ αυτό το αρχίδι” είπε ο Μένιος.
Δεν είπα τίποτα. Ήθελα ένα ποτό.
Έακασε μύτη η Σίσυ πίσω από το μπαρ, μπήκε από μία πόρτα στα πλάγια.
Ο Μένιος μόλις την είδε κόντεψε να χεστεί απ' τη χαρά του.
Σίσυυυυυ! Τι κάνεις;;;” είπε με μεγάλη χαρά.
Καλά Μένιο”.
Ο Μένιος χαμογέλασε σαν ηλίθιος.
Η Σίσυ με κοίταξε με λαγνεία και μου έχυσε ουίσκυ στο ποτήρι. Ήπια. Ο Μένιος μας κοιτούσε παράξενα. Έσκασε μύτη ο Ιγκνάσιο ο χορευταράς, είχε παρατήσει τη χοντρή να λικνίζεται μόνη της στη πίστα σαν φάλαινα που ψυχορραγεί στη στεριά.
Άκουσα πως είσαι κυνηγός” είπε στον Μένιο ο Ιγκνάσιο.
Ναι”.
Πάντα ήθελα να κυνηγήσω”.
Έλα αύριο μαζί μου”.
Πλησίασε η νυμφομανής χοντρή Ειρήνη.
Τι έγινε Μένιο...σου σηκώθηκε επιτέλους;” είπε και χασκογέλασε.
Άη γαμήσου μωρή σκρόφα” είπε ο Μένιος.
Ειρήνη σκάσε πια” είπε η Σίσυ.
Εσύ να σκάσεις μωρή αγάμητη σαύρα”.
Υπήρχε μία πολύ όμορφη ατμόσφαιρα. Ήταν όλοι έτοιμοι να τραβήξουν πιστόλια και στιλέτα.
Ξαφνικά όλοι την έκαναν από το μπαρ και έμεινα μόνο εγώ με τον Καράφλα το Βαγγέλη να παίζει το μπάρμαν κι εγώ το μαλάκα στο σκαμνί.
Βάλε μου άλλο ένα” του είπα.
Δεν νομίζω παλουκάρι” είπε ο Βαγγέλης και καπάκωσε το μπουκάλι και το έβαλε στη θέση του.
Έμεινα να τον κοιτάω σαν μαλάκας.
Ώρα για νάνι μπέμπη” είπε πάλι ο Καράφλας και άνοιξε μια μπύρα από το ψυγείο κοιτώντας με προκλητικά. Σηκώθηκα από το σκαμνί μου με τα χίλια ζόρια και έκανα να φύγω, μόλις προχώρησα μερικά βήματα άκουσα τον Καράφλα να λέει σιγανά “μαλάκα” και να πίνει τη μπύρα του λαίμαργα σαν ιπποπόταμος.
Πήγα στο σαλόνι και άρχισα να χαζεύω εκείνο το ατσάλινο κουτί μέσα από το οποίο είχε βγει ο Καράφλας νωρίτερα, είχε μέσα και ένα σκαμνί για να κάθεσαι εάν ήθελες, έμοιαζε με όρθιο φέρετρο. Ο Χάρος πετάχτηκε μέσα από τα σκοτάδια και χέστηκα πάνω μου, κόντεψα να πάθω καρδιακό. Έβγαλε ένα φάκελο, πήγε πίσω από τον πάγκο της ρεσεψιόν και άνοιξε κάτι που ακούστηκε σαν χρηματοκιβώτιο. Δεν έβλεπα από εκεί που καθόμουν. Λεφτά φύλαγε ο Χάρος.
Είναι ο συσσωρευτής οργόνης του Βαγγέλη” είπε.
Τι μαλακία είναι αυτό;” είπα.
Μπαίνεις μέσα και κάτι σου κάνει..σου θεραπεύει και τον καρκίνο άμα λάχει...ο Βίλχελμ Ράιχ το ανακάλυψε..σου απελευθερώνει την σεξουαλική ενέργεια” είπε ο Χάρος.
Μάλιστα” είπα.
Τι φοβάσαι πιο πολύ Κώστα;” με ρώτησε ο Χάρος.
Πολλά πράγματα” είπα και την έκανα γιατί με ανατρίχιαζε ο γέρος. Πήγα στο δωμάτιο μου και μαλακίστηκα για να με πάρει ο ύπνος. Φαντασιώθηκα τη Τζόαν Κρόφορντ να με καβαλάει και να πηγαίνουμε βόλτα στο ηλιοβασίλεμα. Από δίπλα ο Ιγκνάσιο τα έδινε όλα με την χοντρή, κόντευαν να σπάσουν το κρεβάτι, ζήλευα λίγο, μου έλειπε η Ζωή, αισθανόμουν σκατά, έχυσα πάνω στα σεντόνια και κοιμήθηκα έτσι.





*


Κατέβαινα τις σκάλες και εκείνη την ώρα ανέβαινε η Σίσυ φορώντας μία ξεφτυσμένη ρόμπα που πρέπει να είχε γνωρίσει ένδοξες εποχές αλλά τώρα ήταν για πέταμα, σκόνταψα και έπεσα πάνω της, το δεξί της βυζί πετάχτηκε έξω, ήταν στρογγυλό και μυτερό με μεγάλη ρώγα, το μάζεψε γρήγορα, εγώ κάβλωσα.
Είναι κακοτυχία να συναντιέσαι με τον άλλο στις σκάλες” είπε.
Δε πιστεύω σ' αυτές τις μαλακίες” είπα.
Πήγα στο μπαρ και ο Λένορμαν μου σέρβιρε καφέ. Έβαλα στο τζουκ μποξ ν' ακούσω Μπερντς το Τάιμς δει αρ ε τσέιντζιν. Άναψα τσιγάρο και ο Λένορμαν με στραβοκοίταξε αλλά τον έγραψα κανονικά και άρχισα την πρωινή ταβανοθεραπεία μου.
Μαλάκα βλέπω φαντάσματα” είπε ο Ιγκνάσιο. Είχε σκάσει στο μπαρ με τα σώβρακα.
Ξεκόλλα ρε” είπα.
Καλά μαλάκα μη με πιστεύεις...το μέρος είναι στοιχειωμένο” είπε και μου τράκαρε το πακέτο Λάκι Στράικ.
Τι έλεγε η χοντρή;” είπα.
Καλή...παραλίγο να σπάσουμε το σωμιέ”.
Γαμώ” είπα.
Πρέπει να τη δοκιμάσεις”.
θα το σκεφτώ σοβαρά” είπα.
Πήγαμε στο τροχόσπιτο του Μένιου λίγο πιο πέρα από το ξενοδοχείο. Μας είχε καλέσει για να πάμε για κυνήγι. Ο Ιγκνάσιο φορούσε ένα γελοίο μακρύ αδιάβροχο και έμοιαζε με δράκουλα, εγώ δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου, ο καιρός ήταν σκατά, έβρεχε, είχα γίνει μούσκεμα. Είχαμε κρυφτεί πίσω από ένα λόφο και είχαμε αράξει στο υγρό έδαφος.
Εγώ φεύγω” είπα.
Κάτσε κάτω...να το...το βλέπεις;” είπε ο Μένιος και έδειξε ίσια μπροστά. Δεν έβλεπα τίποτα.
Δεν μπορώ να το κάνω” είπε ο Ιγκνάσιο με την καραμπίνα στο χέρι.
Χτύπα τον ρε μαλάκα!” είπε ο Μένιος για το λαγό που έβλεπε μόνο εκείνος.
Δεν μπορώ” είπε ο Ιγκνάσιο. Εγώ σηκώθηκα να φύγω. Ο λαγός με είδε και τρόμαξε και την έκανε τρέχοντας. Ο Μένιος έριξε ένα χριστοπανάγιο και άρπαξε το όπλο από τα χέρια του Ιγκνάσιο και πυροβόλησε αλλά δεν πέτυχε τίποτα.
Γαμώ την παναγία μου” είπε και κατέβασε το όπλο.
Πίσω στο ξενοδοχείο έκανα ένα ντουζ, σκουπίστηκα και πήγα και βρήκα το Χάρο. Του είπα για τη βενζίνη και μου είπε πως δεν είχε βρει τίποτα ακόμα. Ίσως θα έπρεπε να μείνουμε άλλη μία μέρα.
Σήμερα είναι Κυριακή...δεν υπάρχει τίποτα εδώ γύρω ανοιχτό...στον Άγιο μόνο ίσως κάποιο να είναι ανοιχτό αλλά δεν έχω αυτοκίνητο τώρα..δεν έχει λάστιχα απ' ότι είδες” είπε ο Χάρος.
Σκατά” είπα.
Είχα και ένα σπίτι να κάψω γαμώτο.
Το μεσημέρι φάγαμε κάτι σαπιμένες φακές που ήταν για τον πούτσο. Δεν ήξερα ποιος μαγείρευε τόσο απαίσια φαγητά. Πήγα στο μπάνιο και έριξα ένα χέσιμο, το χρειαζόμουν. Σκέφτηκα να γράψω μερικές ιδέες στο χαρτί για μία ιστορία που είχα στο κεφάλι μου και που έπρεπε να στείλω στο ιντερνετικό περιοδικό κάποια στιγμή. Δεν μου είχαν μείνει πολλά χρήματα ακόμα στην τράπεζα από τη δουλειά. Σιγά αλλά σταθερά έμενα άφραγκος.
Εκεί που καθόμουν στο κρεβάτι και ψωλαρμένιζα μπούκαρε μέσα ο Ιγκνάσιο.
Πέθανε η Μάο” είπε.
Ποια;”.
Η Μάο ρε μαλάκα..η γριά..αυτή που έχει το ξενοδοχείο..αυτή που ήταν στο καροτσάκι”.
Μαλακία” είπα.
Είχαν μαζευτεί όλοι κάτω και κλαίγανε, το πτώμα της Μάο ήταν στην κρεβατοκάμαρη της. Δεν πήγα να τη δω. Δεν είχα όρεξη. Έκανα βόλτα στα δωμάτια και μπήκα σ' ένα που έμοιαζε άδειο. Μέσα είχε κρεμασμένες κάποιες φωτογραφίες, σε μία ήταν και ο Ιγκνάσιο με την πούτσα έξω πάνω στο κρεβάτι του δωματίου του. Τι σκατά ήταν αυτά πάλι;
Μπήκε μέσα η χοντρή η Ειρήνη η νυμφομανής.
Πέθανε η Μάο” είπε.
Ναι...το ξέρω”.
Γάμησε με σε παρακαλώ” είπε κλαμένη.
Τι;” είπα σαστισμένος.
Μου χύμηξε σαν φίδι και μου έπιασε τον πούτσο, άρχισε να μου τον ταρακουνάει σαν να ήταν τρόμπα. Κάβλωσα, τις χουφτάλιασα τις βυζάρες, τα πέταξα έξω και άρχισα να τα γλείφω, μύριζαν ιδρώτα και θάνατο, μου σηκώθηκε κι άλλο, τον πέταξα έξω και μου τον έβαλε στο στόμα της, έχυσα μετά από λίγο στο λαιμό της και πνίγηκε.
Σ' ευχαριστώ μωρό μου” είπε και κατάπιε το σπέρμα μου με ευχαρίστηση. Γύρισε και έκλεισε τη πόρτα πίσω της. Είχα ξεχάσει να τη ρωτήσω τι ήταν αυτές οι φωτογραφίες. Είχα μείνει με το πουλί να κρέμεται σαν πεθαμένο κρέας, άναψα τσιγάρο.
Χάζεψα λίγο ακόμα τις φωτογραφίες, ήμουν κι εγώ μέσα, γυμνός στο κρεβάτι μου με το πούτσο έξω να κοιμάμαι. Τι σκατά γινόταν ρε πούστη; Μυστήρια πράματα.
Το βράδυ έχει δείπνο” μου είπε η Σίσυ στο μπαρ.
Τι δείπνο;” είπα.
Στη μνήμη της Μάο” είπε.
Τι είχε;”.
Καρκίνο”.
Σκατά”.
Της είπα να μου βάλει ένα ποτό. Φαινόταν πως εδώ μέσα το μόνο ενδιαφέρον πράγμα να κάνει κανείς ήταν να πίνει μέχρι να λιποθυμήσει για να μην θυμάται το πόσο ηλίθιος και χαμένος είναι. Της το είπα και γέλασε, είχε ένα χρυσό δόντι αλλά ήταν αρκετά όμορφη.
Σου πήρε τσιμπούκι η Ειρήνη έμαθα” είπε.
Ναι” είπα.
Παλιοπουτάνα....σ' άρεσε;”.
Ναι...έχει ταλέντο”.
Με πενήντα ευρώ στο δίνω στο πιάτο” είπε.
Μωρό μου..θα το σκεφτώ” είπα και άναψα τσιγάρο με στυλ σκληρού του Μαϊάμι. Σηκώθηκα και πήγα μέχρι το τζουκ μποξ, έβαλα κέρμα και άρχισε να παίζει το τρομερό Λόνλι Ουάν του Νατ Κινγκ Κολ. Την έπιασα και αρχίσαμε να χορεύουμε. Ο Λένορμαν και ο Καράφλας μας κοιτούσαν και μας έδιναν μούτζες αλλά τους είχαμε γραμμένους κανονικά. Μύριζε ωραία ο λαιμός της, έμοιαζε σαν να είμαι στη λιακάδα σε κάποιο εξωτικό νησί και τα πόδια μας χωμένα βαθιά στην καυτή αμμουδιά με εκείνα τα ψηλά φοινικόδεντρα να μας δροσίζουν.
Γιατί νόμιζες πως είχα έρθει για σένα;” είπα καθώς χορεύαμε.
Με ψάχνει ο άντρας μου ο μαλάκας...έχουμε πάρει διαζύγιο αλλά δεν μπορεί να το χωνέψει...νόμιζα πως σας είχε στείλει αυτός”.
Πάμε πάνω” είπα.
Τα λεφτά πρώτα” είπε.
Έβγαλα από την τσέπη μου ένα πενηντάρικο και της το έδωσα. Ο Λένορμαν και ο Καράφλας αρχίσανε να σφυρίζουνε περιπαιχτικά. Τους έκανα κωλοδάχτυλο και της έπιασα το κώλο. Ήταν αφράτος σαν ψωμάκι. Πήγαμε πάνω και γαμηθήκαμε σαν σκυλιά, τα βυζιά της μυτερά και φουσκωτά κοιτούσαν το ταβάνι, ιδρωμένα σαν βραζιλιάνας, τρομερός κώλος αχλάδι, μου ρούφηξε όλο το πέος μέσα του, έχυσα μέσα της μετά από πέντε λεπτά.
Μαλάκα...δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό” είπε. “Δεν θέλω άλλο ένα παιδί”.
Δικό σου είναι το παιδί που είδα χτες;”.
Ναι...λες να με φωνάζει μαμά από χόμπι;”.
Τι σκατά κάνεις εδώ πέρα..το μέρος είναι ανατριχιαστικό” είπα.
Είναι ένα καταφύγιο...η ερημιά μου..η τελευταία μου ερημιά..η τελευταία μεγάλη μου ερημιά” είπε εκείνη με χαρμολύπη στη φωνή.
Μαλακίες...σήκω και φύγε..έλα μαζί μου...πάμε στο Ηράκλειο...πάμε όπου γουστάρεις..πάμε σε κάποιο νησί στον Ειρηνικό” είπα και δεν αναγνώριζα τον εαυτό μου, δεν ήξερα τι έλεγα. Είχα αρχίσει να μαλακώνω, γινόμουν πούστης μάλλον.
Δεν ξέρεις τίποτα...δεν ξέρεις τι κάνουμε εδώ...έχω βρει την δύναμη μου...την ησυχία μου”
Μπήκε στη μπανιέρα και έβαλε καυτό νερό στο πράμα της για πολλή ώρα.
Σκοτώνει το σπέρμα” είπε και χαμογέλασε, το χρυσό της δόντι έλαμψε και με τύφλωσε. Ήμουν έτοιμος να την ερωτευτώ. Κούνησα το κεφάλι μου και άναψα τσιγάρο. Ξάπλωσα με τα σώβρακα στο κρεβάτι και ονειρεύτηκα ξανά εκείνα τα φοινικόδεντρα. Εκείνη ντύθηκε και μου είπε να κατέβω, είχαμε δείπνο απόψε είπε.
Γαμώ την πουτάνα μου, πάντα με ξενερώνανε τα γαμημένα τα δείπνα.





*



Η αλήθεια είναι πως από την πρώτη ματιά κάτι δεν πήγαινε καλά με το πιάτο μου. Το κρέας ήταν πολύ σκούρο και μύριζε παράξενα, έμοιαζε με γέρικο τράγο. Ήταν τίγκα στο μπαχαρικό και αυτό δεν ήτανε καλό σημάδι, είχα εμπειρία στα σουβλατζίδικα, ότι δεν ήτανε καλό το πάστωνες με πιπέρια.
Είχα ανάψει τσιγάρο, οι άλλοι τρώγανε, δεν μου έκανε πάλι όρεξη, αυτή τη φορά όμως είχα δίκιο. Ο μαλάκας ο Ιγκνάσιο έτρωγε σαν βόδι, η χοντρή του είχε ρουφήξει το μεδούλι και πεινούσε, φαινόταν να έχει ξεχάσει τα μπλεξίματα του, ήταν σχεδόν χαρούμενος. Το δερμάτινο τζάκετ το φορούσε όμως ακόμα, δεν το έβγαζε ποτέ, εγώ την σκοροφαγωμένη μου πατατούκα την είχα κρεμασμένη στον καλόγερο στο σαλόνι δίπλα από τη ρεσεψιόν.
Πριν κατέβουμε για το δείπνο ο Ιγκνάσιο είχε έρθει στο δωμάτιο μου και με είχε πετύχει με τη πούτσα έξω την ώρα που έφευγε και η Σίσυ για να πάει να βοηθήσει με το μαγείρεμα.
Πάρε αυτό....σου είπα είναι το δώρο σου” είπε ο Ιγκνάσιο και μου πρότεινε πάλι εκείνο το μικρό όπλο, το πήρα στα χέρια μου και το ζύγισα.
Πρόσεχε μαλάκα...είναι γεμάτο...έχει την ασφάλεια βέβαια” είπε ο Ιγκνάσιο.
Ξέρω” είπα εγώ μιας και είχα εμπειρία από τέτοια μαραφέτια, το παρελθόν μου βλέπεις ήταν γεμάτο με σίδερο.
Το έβαλα στην τσέπη της πατατούκας μου και μετά το ξέχασα εκεί.
Η Σίσυ σέρβιρε τα πιάτα με σαλάτα, ακόμα και η σαλάτα ήταν χάλια, δεν μπορούσα να το εξηγήσω, κάτι είχε πάθει το στομάχι μου και μπορούσε να καταπιεί μόνο ουίσκι και μπύρα και σάλια.
'Ολοι ήταν εκεί. Ο Λένορμαν, Καράφλας, ο Χάρος, η Ειρήνη η νύμφο, το παιδί της Σίσυ, οι μόνοι που έλειπαν ήταν ο Μένιος ο κυνηγός με την άγρια φάτσα και η Μάο η γριά ξενοδόχα. Εκείνη τα είχε κακαρώσει νωρίτερα το απόγευμα, κάτι ήξερε. Το πτώμα της δεν το είχα δει ακόμα. Ήταν λίγο παράξενο που κανένα κοράκι από γραφείο κηδειών δεν είχε έρθει να την πάρει, άραγε την είχαν ακόμα στο δωμάτιο να σαπίζει;
Ευτυχώς ή δυστυχώς αυτό το μάθαμε πολύ νωρίτερα απ' ότι περιμέναμε.
Ο Χάρος μίλησε και έκανε πρόποση με το κρασί του.
Μαζευτήκαμε εδώ απόψε για να τιμήσουμε την γλυκιά μας Μάο”.
ΑΜΗΝ!!!” είπαν όλοι με μία φωνή εκτός από μένα και τον Ιγκνάσιο που κοιτούσαμε σαν ηλίθιοι.
Μας έδωσες τόσα πολλά Μάο, ήσουν καλή και δεκτική μαζί μας, μας αγκάλιασες όλους με τα προβλήματα μας και ποτέ μα ποτέ δεν μας κακολόγισες, μας έμαθες τον τρόπο να παίρνουμε δύναμη ο ένας από τον άλλο, τίποτα δεν πάει χαμένο!” είπε με πάθος το ραμολί ο Χάρος.
ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΠΑΕΙ ΧΑΜΕΝΟ!!!” ούρλιαξαν όλοι με μία φωνή. Ανατρίχιασα.
Γι' αυτό κι εμείς θα σε τιμήσουμε και θα γευτούμε τη σάρκα σου και το αίμα σου!” είπε ο Χάρος και εμένα μου ήρθε αναγούλα γιατί έπιασα επιτέλους το νόημα. Το στομάχι μου ήταν μια χαρά τελικά.
Άρχισαν όλοι να τρώνε με λαιμαργία από τα πιάτα τους. Έτρωγαν τη Μάο! Ο ηλίθιος ο Ιγκνάσιο με κοιτούσε σαν χαμένος, δεν ήθελε μάλλον να το παραδεχτεί πως μόλις είχε φάει άνθρωπος και δει πεθαμένο από καρκίνο. Άρχισε να κάνει εμετό πάνω στο πιάτο του και πάνω στην Ειρήνη τη νύμφο. Έγινε της πουτάνας, ο Χάρος σηκώθηκε και άρχισε να χτυπάει τον Ιγκνάσιο με το κουτάλι του. Είχαν φτιάξει και σούπα με τα κόκαλα της. Η Σίσυ γελούσε και ούρλιαζε χαρούμενη, άρχισαν όλοι να τρελαίνονται και να κλαίνε και να γελάνε μανιακά. Τι στο πούτσο, έριξα μία αγκωνιά στον Καράφλα που του είχα άχτι, του φύγανε τα δόντια, το παιδί της Σίσυ σκαρφάλωσε πάνω στο σβέρκο μου και με δάγκωνε, όλα τα πιάτα πέφτανε κάτω, ο Λένορμαν τον είχε πετάξει έξω και τον έπαιζε με μανία πάνω στην Καινή διαθήκη, ο Χάρος πάλευε με τον Ιγκνάσιο, η χοντρή η Ειρήνη τα είχε πετάξει όλα έξω και είχε καβαλήσει τον Ιγκνάσιο,
Γαμώ την πουτάνα μου γαμώ!” φώναξα και έριξα μία κλωτσιά στη καράφλα του Καράφλα, σύρθηκα μέχρι το σαλόνι και έπιασα το πιστόλι του Ιγκνάσιο, μπούκαρα ξανά μέσα και έριξα μία βολή στον αέρα.
Όλοι κοκαλώσανε.
Σήκω πάνω μαλάκα” είπα στον Ιγκνάσιο που έτρεχε αίμα από τη μύτη του. Η χοντρή τον άφησε να σηκωθεί και ο γέρος ο Χάρος σταμάτησε να τον χτυπάει με το κουτάλι. Η Σίσυ με κοιτούσε κι έκλαιγε.
Είστε όλοι για δέσιμο ρε μαλάκες” είπα. “Έχεις τίποτα λεφτά εδώ μέσα;” είπα στο Χάρο. Έπρεπε κάπου να ξεσπάσω κι εγώ. Κάτι για τον κόπο μου.
Δεν έχω χρήματα εδώ μέσα” είπε αλλά κανείς δεν τον πίστεψε. Του έριξα μία βολή στο πόδι και ούρλιαξε από τον πόνο.
ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑααααργγγγγγγγααααααηγηγηγγγοουυυχχχ”.
Που είναι σκατιάρη..λέγε...πριν σου ανοίξω καινούρια κωλοτρυπίδα στη πλάτη” είπα, η Σίσυ σηκώθηκε εκ μέρους του Χάρου και εγώ την ακολούθησα μαζί με τον Ιγκνάσιο, κλείδωσα τη πόρτα της κουζίνας για να μην βγει κανείς έξω. Έπρεπε να πάρω κάτι για την ταλαιπωρία. Η Σίσυ άνοιξε το χρηματοκιβώτιο κάτω από τον πάγκο της ρεσεψιόν και έβγαλε από μέσα χίλια εκατό ευρώ ρευστό. Τα πήρα και την πήγα πίσω στην κουζίνα, είχαν όλοι πέσει πάνω στον Χάρο και τον χαϊδεύανε τον μαλάκα και τους τρέχανε τα σάλια. Άρρωστα αρχίδια. Το παιδί τι τους έφταιγε.
Σο λόνγκ μπίτσιζ..παλιόπουστες..κανίβαλοι” είπα και κλείδωσα τη πόρτα. Δεν υπήρχε περίπτωση να καλέσω τους μπάτσους. Δεν με αφορούσε. Είπα στον Ιγκνάσιο να την κάνουμε από κει μέσα.
Βγήκαμε έξω και αρχίσαμε να περπατάμε μέσα στο λυκόφως. Κάτι μου θύμιζε αυτό. Είχαμε περπατήσει περίπου μέχρι το αυτοκίνητο μου στην άκρη του λόφου.
Περίμενε εδώ, πάω να βρω τον Μένιο να μας δώσει λίγη βενζίνη..αν δεν είναι κι αυτός μέσα στο κόλπο και τρώει ανθρώπους σε κανένα θάμνο” είπα. Ο Ιγκνάσιο ένευσε “ναι' με το κεφάλι και έκανε πάλι εμετό.
Ο Μένιος καθότανε μέσα στο τροχόσπιτο του αραχτός και έκοβε τα νύχια του με ένα μαχαίρι ακούγοντας κλασική μουσική στο ράδιο. Βλάχος με κλας ο πούστης.
Του είπα τι έγινε. Εκείνος δεν έδειξε να εκπλήσσεται καθόλου.
Είχανε φάει το σκύλο μου το Μουσταφά έτσι” είπε. “Δεν το είχε παραδεχτεί κανένας αλλά εγώ το ήξερα μέσα μου”. “Δεν έδινα σημασία γιατί με πλήρωνε ο γέρος να τους προσέχω το ξενοδοχείο” είπε.
Ξεφτιλισμένε” είπα.
Άντε γαμήσου ρε που θα με κρίνεις”.
Στ' αρχίδια μου σε γράφω....έχεις βενζίνη;” είπα.
Ναι” είπε και μου έδειξε ένα μπιτόνι. Το πήρα και του άφησα εκατό ευρώ μπερμπουάρ. Ένευσε με το κεφάλι ευχαριστώ.
Γύρισα πίσω αλλά ο Ιγκνάσιο ήτανε άφαντος, μόνο το Ρενό στεκόταν μέσα στις λάσπες μόνο και αξιολύπητο. Άρχισε πάλι να βρέχει. Άναψα τσιγάρο, το τελείωσα, περίμενα λίγο ακόμα, έβαλα τη βενζίνη στο ρεζερβουάρ και περίμενα λίγο ακόμα, όταν είχα αποφασίσει να την κάνω μόνος μου άκουσα φωνές μέσα από κάτι δέντρα πιο πάνω από το μέρος που στεκόμουν.
Όταν είδα τους τύπους να κόβουν τ΄αρχίδια του Ιγκνάσιο ήταν ήδη πολύ αργά. Του είχαν βγάλει τα μάτια και τον είχαν δεμένο σε μία ελιά. Ο Ιγκνάσιο μούγκριζε απ' τον πόνο. Γυρίσανε και με κοιτάξανε, είχα βγάλει το όπλο, απασφάλισα ξανά και σημάδευα τον ένα, τον πιο χοντρό από τους δύο. Πάτησα τη σκανδάλη, ο χοντρός έπεσε, ο άλλος ο πιο αίλουρος ήρθε τρέχοντας κατά πάνω μου με το ματωμένο μαχαίρι έκανα ένα βήμα πίσω και πάτησα πάλι τη σκανδάλη, η σφαίρα τον βρήκε στο καρύδι, έπεσε αιμόφυρτος στο υγρό χώμα.
Πλησίασα τον Ιγκνάσιο και μου ήρθε αναγούλα αλλά την κατάπια.
Τον έπιασα απ' τον ώμο και κατάλαβε.
Ρίξε μου μία και καλή” είπε ο Ιγκνάσιο μέσα στον πόνο του.
Το σκέφτηκα, φαντασιώθηκα τη ζωή του Ιγκνάσιο εάν τελικά επιβίωνε.
Πήρα την απόφαση.
Αντίο φίλε” είπα.
Πάτησα τη σκανδάλη του όπλου για πέμπτη φορά.
Όταν πλάκωσαν οι μπάτσοι εγώ ήμουν μακριά. Γύρισα στο Ηράκλειο και περίμενα καιρό να μου χτυπήσουν τη πόρτα. Κανείς δεν ήρθε. Πιθανότατα τους είχαν δέσει όλους εκτός από μένα. Ελπίζω κάποιος να έθαψε τον Ιγκνάσιο όπως θα του άξιζε.
Τελικά την είχα ξεχάσει για τα καλά τη Ζωή, δεν είχα κάψει κανενός καριόλη τραγουδιάρη το σπίτι, είχα πυροβολήσει τέσσερις ανθρώπους, παραλίγο να φάω μία πεθαμένη γριά σε αναπηρικό καροτσάκι και το μόνο που μου έμενε τώρα ήταν να στρωθώ στην ταβανοθεραπεία μου και ν' αναλογιστώ που κάναμε λάθος σαν είδος, κοιτώντας τον άδειο πάτο ενός ποτηριού.

*από την επερχόμενη συλλογή διηγημάτων "Οι Γρόθοι"

http://steliospapagrigoriou.blogspot.gr/