27.2.13

Βαψίματα

παράθυρο

http://cord0.wordpress.com/2013/02/27/%CE%B2%CE%B1%CF%88%CE%AF%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1/



Όλα ή τίποτα απολύτως στο τηλέφωνο

Χτυπάει.
Τρομάζω αλλά το σηκώνω.
Μιλάς και λες,
Αν δεν είσαι έτοιμος ανά πάση στιγμή
Μπορεί κάτι να σε αρπάξει
Και να σε κατασπαράξει
Μέσα σε δευτερόλεπτα.
Η ζωή σου και ότι έχεις πετύχει
Μέχρι σήμερα
Χάνεται σε δευτερόλεπτα.
Έτσι είναι η ζωή λένε.
Ο θάνατος όμως είναι βαρετός.
Αυτό δεν το λέει κανένας,
Όλοι τον φοβούνται τον θάνατο,
Αλλά εγώ δεν το φοβάμαι,
Τον βαριέμαι τον μαλάκα.
Δεν κάνει καλή παρέα ο πούστης.
Ξυπνάς το πρωί και προσπαθείς να
Είσαι αυτό που θέλεις να είσαι.
Κανείς δεν ξέρει τι περνάς
Ή τι έχεις περάσει
Για να φτάσεις στο σήμερα
Σε αυτό εδώ το γαμημένο το σήμερα.
Όλα τα θέλεις δικά σου
Ή τίποτα απολύτως.
Όλα, όλα, όλα,
Ή τίποτα απολύτως.
Αν δεν υπάρχει αγάπη μου λες,
Φλόγα,
Πάθος,
Ιδρώτας,
Πόνος,
Δόξα,
Τότε δεν υπάρχει τίποτα.
Τίποτα απολύτως.
Με πλησιάζεις και το φιλί σου
Είναι ένας λόγος για να
Τα παρατήσω όλα.
Να τα παρατήσω
Και να φύγω από αυτό το παράξενο σύμπλεγμα από τσιμέντο και άσφαλτο.
Να πάω να γίνω κάποιος στο Κατμαντού,
Να γίνω κάποιος άλλος και να πέσω από κάπου ψηλά,
Φωνάζοντας το όνομα σου,
Να πνιγώ σε καμιά μαύρη θάλασσα
Γεμάτη κύματα με δόντια,
Μα δεν θα την φοβάμαι
Γιατί εγώ το πρόσωπο σου θα βλέπω στο νερό,
Να δραπετεύσω,
Από το ωστικό κύμα
Του εγκεφάλου μου,
Με μόνο όπλο
Το φιλί σου και τη μυρωδιά σου.
Όλα ή τίποτα απολύτως.
Όλα ή τίποτα απολύτως.
Μου λες και μου κλείνεις το τηλέφωνο
Στα μούτρα.
Μένω να κοιτάω το ακουστικό.
Φιλάω το ακουστικό.
Ντρέπομαι αλλά το ξαναφιλάω.
Το γαμημένο, δεν συγκρίνεται
Με το στόμα σου.





26.2.13




Η αγάπη πέθανε αλλά εμείς ακόμα ζούμε
   

    Ο Κώστας ήτανε έτοιμος να ντυθεί και να πάει στο πανεπιστήμιο. Την προηγούμενη νύχτα είχανε γεμίσει το σπίτι με ποτήρια, αποτσίγαρα και ηλίθια βιβλία. Τα ποτήρια μυρίζανε κρασί. Κάποιος είχε κανονίσει βραδιά ποίησης χωρίς να το πει στον Κώστα. Ποιος άραγε.
    Στο σπίτι του. Βραδιά ποίησης. Ο Κώστας δεν πήγε στη δουλειά τη νύχτα. Είχε κάτσει απογοητευμένος και κοίταζε τους νέους ποιητές να περιδιαβαίνουν το διαμέρισμα του. Εκείνος ήτανε αυτοφωράκιας και εργαζόταν σε ένα νυχτερινό μαγαζί στην Συγγρού. Το μαγαζί το λέγανε Μούσες. Ο Κώστας ήτανε και φοιτητής στο πολυτεχνείο και καλά.
    Μπήκε στο μετρό και άρχισε να παρενοχλεί το πάτωμα με το βλέμμα του. Όλα πάνω του ήτανε μαύρα. Τα ρούχα δηλαδή και τα παπούτσια, μαύρα. Ήθελε να κάνει λίγο εμετό να ξαλαφρώσει. Η λέξη ποίηση του προκαλούσε έλκος. Μπορεί να είχε έλκος στον εγκέφαλο. Είχε πιεί πολύ χτες για να αντέξει την παρωδία μέσα στο σπίτι του.
    Πήγαινε στο πανεπιστήμιο να συναντήσει τη Χριστίνα. Εκείνη ήτανε η κοπέλα του δήθεν. Αυτός δεν ήξερε τι ήτανε για εκείνη. Κάτι απροσδιόριστο ή κάτι σαν έπιπλο, σαν κομοδίνο ή σαν κερί που απλά έκαιγε όταν την έβλεπε να περπατάει. Όταν την έβλεπε να περπατάει ήτανε σαν μαγική παρέλαση μπρος στα μάτια του.
    Έγλυψε τα χείλη του και πόνεσε γιατί είχε γδαρθεί κάπου χτες. Έφτασε στη σχολή και έμοιαζε με ένα μαύρο πράγμα που περπατάει σαν να πετάει. Έκατσε σε ένα πεζουλάκι και άναψε τσιγάρο και άρχισε να σφίγγει έναν μυ στο σώμα του σαν να έκανε κάτι πολύ μυστικό που δεν ήθελε να το ξέρει κανένας.
    Έκανε λίγο εμετό σε ένα παρτέρι και ξαναάναψε το τσιγάρο του. Αγόρασε μία σόδα να πάει κάτω η ξυνίλα. Αν έβλεπε έναν ποιητή απο τους χτεσινούς ίσως να τον σκότωνε. Του άρεσε να σκοτώνει ποιητές. Θα σκότωνε με ευχαρίστηση και αλλοδαπούς ποιητές. Οι ποιητές ήτανε μαλάκες. Δεν τους γούσταρε. Χτες του είχανε γαμήσει το σπίτι. Κάποιος είχε κάνει κίτρινο εμετό πάνω στα μάτια της κουζίνας.
    Χτύπησε το τηλέφωνο του και ήταν ο Φιλανδός.
    «Που ήσουνα χτες;» ρώτησε ο Φιλανδός.
    «Έκανα εμετό» είπε ο Κώστας.
    «Κοβαλένκο θα σε γαμήσω» είπε ο Φιλανδός.
    «Είχα βραδιά ποίησης» είπε ο Κώστας.
    «Θα σας γαμήσω όλους, κωλοφοιτηταριό» είπε ο Φιλανδός.
    «Πρέπει να κλείσω, έχω μάθημα» είπε ο Κώστας.
    «Θα σε γαμήσω το βράδυ στο μαγαζί» είπε ο Φιλανδός.
    «Πες της Μαίρης να μου αγοράσει ντεπόν, τα δυνατά» είπε ο Κώστας.
   «Θα τη γαμήσω κι αυτήν» είπε ο Φιλανδός και έκλεισε.
    Ο Κώστας έσυρε τα πόδια του μέχρι την αίθουσα. Η Χριστίνα μιλούσε με κάποιον. Πρέπει να ήτανε ο χτεσινός ο ποιητής ο καριόλης που της κολλούσε σαν ματωμένη βδέλα. Ο Κώστας δεν της μίλησε και πήγε και έκατσε από την άλλη μεριά. Εκείνη τον είδε. Έβγαλε τα κλειδιά του και άρχισε να ξύνει στο θρανίο ΓΑΜΙΕΜΑΙ ΜΕ ΟΛΟΥΣ ΤΣΑΜΠΑ και δίπλα έγραψε το κινητό της Χριστίνας με στυλό γιατί κουράστηκε να ξύνει με το κωλόκλειδο και είχε πονέσει το χέρι του.
     Ο καθηγητής έλεγε συνέχεια λέξεις. Δεν καταλάβαινε και πολλά. Έκανε λίγο εμετό κάτω από το θρανίο, πιο πολύ σάλια ήτανε. Η διπλανή τύπισσα ξύνισε τα μούτρα της και πήγε και έκατσε αλλού. Κάποιοι τον έδειχναν με το δάχτυλο. Ο Κώστας σηκώθηκε και πήγε στην τουαλέτα. Κατέβασε το καπάκι και έκατσε. Άναψε τσιγάρο. Ήπιε λιγο νερό από τις βρύσες. Έπλυνε το πρόσωπο του. Σκέφτηκε τη μάνα του που ήτανε πεθαμένη πολύ καιρό τώρα και ξενέρωσε γιατί δεν την είχε κλάψει ακόμα, δεν του ‘βγαινε. Ήθελε να φάει το καπάκι της τουαλέτας με μία δαγκωνιά και μετά να είναι δυνατός σαν αρκούδα και να τους γαμάει όλους στο ξύλο και να ζει στο δάσος και να παρενοχλεί μαλάκες Ρώσους τουρίστες.
    Μπήκε στην τουαλέτα η Χριστίνα. Η Αυτού Μεγαλειότης.
    «Καλά είσαι;» ρώτησε.
    «Ναι, μια χαρά» είπε ο Κώστας.
    «Τι κάνεις εδώ;» ρώτησε η Χριστίνα.
   «Αράζω» είπε ο Κώστας.
    «Πως σου φάνηκε χτες;» είπε η Χριστίνα.
    «Για τον πούτσο ήτανε».
    «Αλήθεια;».
    «Ναι. Το σπίτι είναι πουτάνα» είπε ο Κώστας.
    «Έχεις ξενερώσει;» είπε η Χριστίνα.
    «Δεν γουστάρω τους ποιητές μέσα στο σπίτι μου» είπε ο Κώστας.
    «Πάω πίσω στο μάθημα» είπε η Χριστίνα τσαντισμένη. Η βραδιά ποίησης ήταν δική της ιδέα.
    Ο Κώστας δεν είπε τίποτα. Άναψε τσιγάρο και άραξε πάνω σε μία λεκάνη. Σκέφτηκε εαν  ο Φρανκ Σινάτρα είχε ποτέ τα ίδια προβλήματα με τις γυναίκες. Πιθανότατα, σκέφτηκε. Φαντασιώθηκε τον Φρανκ Σινάτρα να αράζει σε μία λεκάνη τουαλέτας καπνίζοντας το τσιγάρο του τραγουδώντας το Its A lonesome Old Town με φόντο τα σκατά στον τοίχο και τα συνθήματα.
    Ο επόμενος που μπήκε στην τουαλέτα ήταν εκείνος ο τύπος που μαζί του μιλούσε η Χριστίνα χτες όλη τη νύχτα, ο ποιητής ο καριόλης. Μπήκε σε ένα θάλαμο να κάνει το ψηλό του. Ήχοι από κατούρημα. Ο Κώστας βγήκε έξω και πήρε μία ξύλινη καρέκλα. Ξαναμπήκε μέσα και άνοιξε την πόρτα του θαλάμου που κατουρούσε ο μαλάκας ο ποιητής. Σήκωσε την καρέκλα και την έσκασε στα μούτρα του ποιητή με δύναμη.  Ο τύπος έπεσε με τη μούρη μέσα στη λεκάνη. Το αίμα είχε γεμίσει το νερό της λεκάνης.
    Ο Κώστας έψαξε και βρήκε στις τσέπες του 30 ευρώ. Τα πήρε. Πήρε και το κινητό του ποιητή. Βγήκε έξω από το πανεπιστήμιο. Πήγε απέναντι στην καφετέρια. Παράγγειλε καφέ. Άρχισε να ψάχνει τα μηνύματα του ποιητή. Δεν αναγνώριζε τον εαυτό του. Πόσο μαλάκας είχε καταντήσει. Ζήλευε τη Χριστίνα επειδή δεν είχε να κάνει κάτι πιο ενδιαφέρον αυτές τις μέρες. Δεν βρήκε τίποτα στο κινητό. Το πέταξε σε κάτι θάμνους. Ήπιε τον καφέ και την έκανε για το σπίτι.
    Έβαλε να ακούσει το Frank Sinatra Sings For Only The Lonely στον υπολογιστή. Η Χριστίνα δεν είχε γυρίσει και δεν είχε ιδέα που ήταν. Άνοιξε μία μπύρα και άναψε ένα τσιγάρο. Περίμενε. Στις 12 τη νύχτα έπιανε δουλειά. Τώρα ήταν 3 το μεσημέρι. Δεν είχε ύπνο. Έφτιαξε δύο αυγά στο τηγάνι. Έφαγε τα αυγά με μπαγιάτικο ψωμί. O Φρανκ τα έδινε όλα από τα ηχεία. Ξάπλωσε στο κρεβάτι. Τον πήρε ο ύπνος.
    Ξύπνησε από ένα βάρος πάνω στο σώμα του. Άνοιξε έντρομος τα μάτια του. Ήταν η Χριστίνα πάνω του, σχεδόν γυμνή, μόνο με μία μπλούζα και το κυλοτάκι της. Τα μάτια της έβγαζαν σπίθες, τα μαλλιά της κόκκινες φλόγες κόντρα στις ακτίνες του ήλιου που μπαίνανε από το παράθυρο.
    «Ρε παλιομαλάκα, εσύ χτύπησες τον Λίνο;» είπε νευριασμένη η Χριστίνα.
    «Ποιον;».
    «Λέγε ρε αρχίδι, εσύ το έκανες;» είπε η Χριστίνα και τα στήθη της ταρακουνήθηκαν ηδονικά.
    «Δεν ξέρω για τι πράγμα μιλάς».
    Η Χριστίνα του διηγήθηκε τη φάση με τον Λίνο και πως τον βρήκανε τάβλα στην τουαλέτα με το κεφάλι ανοιγμένο. Του κάνανε είκοσι ράμματα. Έγινε μήνυση κατά αγνωστού, πλάκωσαν οι μπάτσοι, ο Λίνος κατουρήθηκε πάνω του και βρωμούσε. Μια χαρά ήτανε τώρα ο Λίνος, ντάξει, όλα καλά. Μακάρι να το βρούνε το αρχίδι που το έκανε. Δεν είχε εχθρούς ο Λίνος, ήταν παιδί μάλαμα και πολύ καλός νέος ποιητής.
    Ο Κώστας δεν είπε τίποτα παρά μόνο έκανε νεύμα με το κεφάλι πως καταλάβαινε. Τα καταλάβαινε όλα ευτυχώς.
    Εκείνη τον φίλησε στο στόμα και τα δόντια τους συγκρουστήκανε και τα χείλη τους ματώσανε. Της έβαλε δάχτυλο. Μετά της έβαλε κι άλλο δάχτυλο και μετά άλλο ένα. Ήταν υγρή. Δεν υπήρχε μέλλον στην σχέση τους το ήξερε και αυτό τον έφτιαχνε περισσότερο απ’ ότι θα έπρεπε να τον φτιάχνει. Την γύρισε και της τον έβαλε. Εκείνη έσκουξε σαν χήνα. Τελείωσε μέσα της αμέσως.
    «Είσαι πολύ μαλάκας» του είπε η Χριστίνα.
    «Γιατί;» ρώτησε ο Κώστας.
    «Δεν ξέρω γιατί, απλά είσαι» είπε εκείνη και άναψε τσιγάρο.
    Εκείνος σκούπισε το πέος του στο μπούτι της και γέλασε. Εκείνη του έριξε μία σφαλιάρα στο πρόσωπο. Δεν μίλησαν για πολλή ώρα.
    «Χρειάζομαι διακοπές» είπε η Χριστίνα.
   «Κουράστηκες ε;» είπε ο Κώστας ειρωνικά.
   «Άντε ρε μαλάκα, σιγά τη δουλειά που κάνεις, όλη νύχτα κάθεσαι και δεν κάνεις τίποτα» είπε η Χριστίνα.
    «Φέρνω λεφτά σε αυτό το σπίτι» είπε ο Κώστας με ήφος.
    «Να τα βάλεις στον κώλο σου» είπε εκείνη.
    Ο Κώστας έφερε το λευκό κρασί από το ψυγείο. Έβαλε δύο ποτήρια και έκατσε στον υπολογιστή. Έβαλε να ακούσει Μπαχ.
     «Βγάλε αυτές τι μαλακίες» είπε η Χριστίνα.
    «Τι θες να ακούσεις» είπε εκείνος.
    «Τίποτα» είπε η Χριστίνα.
    «Η αγάπη πέθανε αλλά εμείς ακόμα ζούμε» είπε ο Κώστας στο πάτωμα.
    «Μπράβο, καλή μαλακία» είπε η Χριστίνα.
    Ο Κώστας της πέταξε το ασύρματο ποντίκι στο κεφάλι. Εκείνη έσκυψε και την γλίτωσε. Το ποντίκι έγινε κομμάτια.
    «Γαμώ το χριστό σου, δεν σκαμπάζεις τίποτα ε;» είπε ο Κώστας.
    «Είσαι γλύκας όταν νευριάζεις μωρό μου» είπε εκείνη γελώντας. Ήταν όμορφη κι αυτό έφτανε για όλους.
   Ο Κώστας έκλεισε τη μουσική και τώρα δεν άκουγαν τίποτα. Έμειναν έτσι για όλο το απόγευμα μέχρι που το κρασί τελείωσε. Ο Κώστας πήγε στη δουλειά και η Χριστίνα βγήκε και πήγε όπου ήθελε να πάει. Η ζωή συνεχιζόταν κανονικά και η αγάπη έκανε τις βόλτες της μέσα στην πόλη, ακόμα ζωντανή, ευτυχώς.
   
    

25.2.13



Η καρδιά της


Δεν ήξερα τι να κάνω με το μικρό της κορμί.
Αυτή η γυναίκα έμοιαζε με παιδί.
Ενά παιδί με γυναικείο πρόσωπο και στήθος και τρομερά οπίσθια.
Μου έκανε όλα τα χατίρια στο κρεβάτι.
Εγώ πάλι άρχιζα να το βλέπω λίγο
Σαν αγγαρεία.
Έτσι ήταν η ιδιοσυγκρασία μου
Γιατί ήμουν ένας παλιομαλάκας και μισός.
Δεν ξέρω τι πήγαινε στραβά με τη πάρτη μου.
Σιγά, σιγά όμως συνήθισα να κολυμπάω
Στην γλυκειά
Της μυρωδιά
Και τα χατίρια της ήταν θαυμάσια
Και άρχιζα να κακομαθαίνω.
Άρχισα να φοβάμαι για την ψυχή μου.
Η ψυχή μου ήτανε το μόνο
Αξιοσέβαστο πράγμα πάνω μου/μέσα μου.
Δεν γίνεται όλα να είναι τόσο γαμάτα και ωραία,
Έλεγα.
Ίσως να χρειαζόμουν,
Πως το λένε,
Επαγγελματική βοήθεια.
Την φίλησα άλλη μία φορά
Στο όμορφο της στόμα.
Μου είπε κάτι καλό.
Εγώ χαμογέλασα.
Δεν ένιωθα τίποτα.
Απλά ήμουν αιωρούμενος
Στο κένο
Που δημιουργούσε με την
Καρδιά της
Τυλιγμένη
Γύρω μου.


24.2.13




    Με πονάει το πουλί μου

     Είχαμε μεγαλώσει μαζί από παιδιά. Πηγαίναμε παντού παρέα. Η πόλη του Ηρακλείου βέβαια είναι μικρή και έτσι βαριόμασταν γρήγορα εγώ και ο Κώστας και όλο σκαρφιζόμασταν διάφορους εναλλακτικούς τρόπους για να περνάει η ώρα.
    Φιλαράκια καλά ήμασταν και κάναμε τρέλες όταν ήμασταν νέοι.
    Πρέπει να ήτανε μία Κυριακή του 2012 όταν είχαμε κάνει μία τρομερή καφρίλα. Είχαμε σκυλοβαρεθεί να πίνουμε μπάφους από το πρωί και είπαμε με το Κώστα και κάτι φίλες μας, την Τζένη και τη Μαρία, να πάμε προς Βασιλειές μεριά να κάνουμε πικ νικ κι έτσι.
    Εγώ κι ο Κώστας είχαμε πολύ καιρό να πάμε με γυναίκα και η Τζένη και η Μαρία ήτανε πρόθυμες να κάνουνε το ψυχικό, απ’ ότι τουλάχιστον μας είχαμε πει πάνω στην πλάκα την προηγούμενη βραδιά στο μπαρ που πίναμε μπύρες.
    Τσουβαλιάσαμε λοιπόν σε κάτι τσάντες μερικά μπισκότα, αναψυκτικά, μπύρες, γλυκά και σαντουιτσάκια και πήραμε το αμάξι του Κώστα το σαραβαλέξ το Ντάτσια το τανκς και πήραμε το δρόμο για τις Βασιλειές τσούκου τσούκου.
    Κάτσαμε λοιπόν εκεί σε ένα τυχαίο χωράφι κάτω από ένα γιαπί οικοδομή και βλέπαμε κάτω την πόλη του Ηρακλείου αγναντεύοντας και τρώγωντας μπισκότα και γλυκάκια.
    Αρχίσαμε λοιπόν τα πίτσι πίτσι και τα πίου πίου με τη Τζένη και ο Κώστας έκανε το ίδιο παραπέρα με τη Μαρία. Η δουλειά ήταν κανονισμένη. Ψυχή δεν υπήρχε πουθενά εκεί γύρω ε και δεν γαμιέται είπαμε να ρίξουμε ένα νουμεράκι επιτόπιο εξοχικό.
   Ευτυχώς έκανε καλή μέρα και ο ήλιος έλαμπε θαυμάσια και γεμάτος δόξα πάνω στα γυμνά μας κωλαρίνια. Ήτανε πολύ ωραία φάση. Εγώ με τη Τζένη παίρναμε μάτι τον Κώστα με την Μαρία και εκείνοι με τη σειρά του εμάς και φτιαχνόμασταν.
    Μετά από λίγο και αφού είχαμε τελειώσει τον πρώτο γύρο είπαμε και συμφωνήσαμε να αλλάξουμε παρτενέρ. Τι να σας πω! Γινόταν της μουρλής. Τα χορτάρια είχανε πάρει φωτιά όπως επίσης είχε πάρει φωτιά και το πουλί μου. Η Τζένη και η Μαρία, ειδικά η Μαρία, ήτανε φοβερά στενές και οι δύο. Τι πράγμα ήτανε αυτό ρε παιδάκι μου. Πονούσε το πουλί μου αλλά μου άρεσε.
    Με τα πολλά για να μην τα πολυλογώ, τελειώσαμε, βγάλαμε τα μάτια μας και πέσαμε ξεθεωμένοι στο χορτάρι να πιούμε κανά μπάφο και να φάμε τα υπόλοιπα φαγητά με χαρά χαζεύοντας τη θέα και απολαμβάνοντας τον ήλιο.
    Σε μία φάση εκεί που καθόμασταν εμφανίστηκε μπροστά μας ένας γέρος με μία φάτσα πολύ περίεργη. Ήρθε κοντά μας. Φορούσε ρούχα εργατικά και γαλότσες λασπωμένες.
    «Είδα τι μαλακίες κάνατε εδώ πέρα» μας ανακοίνωσε ο γέρος με στόμφο.
    «Τι κάναμε;» είπε ο Κώστας.
    «Του δώσατε να καταλάβει έτσι;» είπε ο γέρος και γέλασε με ένα σάπιο χαμόγελο.
   «Άντε γαμήσου ρε σκατόγερε» είπε η Τζένη που ήτανε η πιο οξύθυμη απ’ όλους.
    «Εσύ πουτανάκι τα έδωσες όλα ε;» είπε ο γέρος.
    Ο Κώστας σηκώθηκε πάνω και πήγε προς το μέρος του γέρου απειλητικά.
   Ο γέρος έβγαλε από την τσέπη του ένα μαχαίρι.
    «Σας έχω στο χέρι ρε. Σας βιντεοσκόπησα με το κινητό μου. Θα σας βγάλω στο ίντερνετ, στου Κουρσάρου και στα γιου πόρν» είπε ο γέρος και κούνησε το μαχαίρι προς το μέρος μας περιπαιχτικά.
    Δεν είπαμε τίποτα γιατί χεστήκαμε με το μαχαίρι. Ο τύπος ήτανε πειραγμένος.
    Άρχισε να κάνει μεταβολή και να περπατάει από την αντίθετη κατεύθυνση.
    Εκεί ήτανε που η φάση γαμήθηκε τελείως.
    Η Τζένη έπιασε από κάτω μία κοτρώνα, έκανε ένα σάλτο μορτάλε προς την πλάτη του γέρου σαν νιντζούτσου και του έσκασε το κοτρώνι στο κεφάλι με τρομερή δύναμη.
    Μείναμε όλοι κάγκελο. Ο γέρος έπεσε ξερός στα χόρτα σαν ξύλο.
    «Τον σκότωσες» είπα εγώ με ανοιχτό το στόμα.
    «Καλά του έκανα του μαλάκα» είπε η Τζένη που γυάλιζε το μάτι της.
    «Πω πω την έχουμε πουτσίσει» είπε η Μαρία.
    Ο Κώστας έψαχνε στις τσέπες του γέρου.
    «Τι ψάχνεις;» τον ρώτησα.
    «Το κινητό του» είπε ο Κώστας.
    Εγώ πήγα κοντά και έπιασα τον σφυγμό του γέρου. Δεν ένιωθα τίποτα. Ρε μπας και πέθανε ο μαλάκας, είπα από μέσα μου χεσμένος.
    «Πρέπει να τον θάψουμε» είπε η Τζένη. Από την κοτρώνα έσταζε άιμα  και το κεφάλι του γέρου ήταν γάμησε τα.
    «Τι λες ρε Τζένη;» είπα εγώ.
    «Πρέπει να βρούμε που μένει και να βρούμε το κινητό» είπε η Μαρία.
    «Εγώ νομίζω πως μας δούλευε» είπα.
    «Κι αν δεν μας δούλευε;» είπε ο Κώστας.
    Πήγαμε με τον Κώστα μέχρι πιο πέρα και βρήκαμε ένα μικρό σπίτι στη μέση ενός χωραφιού. Πήγαμε μέχρι την πόρτα. Η πόρτα άνοιξε και απο μέσα πετάχτηκε μία μεγάλη σε ηλικία γυναίκα.
    «Τι θέλετε ρε κωλόπαιδα;» είπε η γριά.
    «Εμ...εσείς εδώ..ξέρετε ένα γέρο;» είπε σαν μαλάκας ο Κώστας.
    «Τι λες ρε αρχίδι» είπε η γριά.
    «Τον τρελό το γέρο τον ξέρετε;» είπα εγώ.
    «Ποιον ρε μαλάκα τον άντρα μου λες τρελό;» είπε η γριά.
    Ο Κώστα χύμηξε στη γριά και της έκανε κεφαλοκλείδωμα. Την έριξε κάτω. Άρχισε να την κοπανάει στο κεφάλι.
    Εγώ πήγα και του έπιασα τα χέρια.
    «Τι κάνεις ρε μαλάκα;» είπα έντρομος. Δεν είχα ξαναδεί τον Κώστα σε τέτοια κατάσταση.
    «Τι κάνω ρε μαλάκα; Η γριά θα μας δώσει στους μπάτσους» είπε ο Κώστας.
    Κούνησα το κεφάλι μου αποδοκιμαστικά. Τι στον πούτσο γινότανε. Η κατάσταση ήτανε εκτός ελέγχου. Εγώ ένα πικ νικ ήθελα να κάνω.
   Πιάσαμε τη γριά από τα χέρια και τα πόδια. Ήτανε χοντρή και βαριά. Την βάλαμε στο κρεβάτι. Αρχίσαμε να ψάχνουμε για το κινητό του γέρου. Τίποτα. Η γριά ήτανε αναίσθητη. Πήγαμε πίσω στα κορίτσια. Εκείνες είχανε αρχίσει να σκάβουνε ένα λάκκο με τα χέρια.
    «Τι κάνετε εκεί πέρα ρε;» είπα.
    «Πρέπει να θάψουμε το γέρο» είπε η Τζένη.
    «Βρήκατε το κινητό;» ρώτησε η Μαρία.
    Άρχισα να φτιάχνομαι. Και οι δύο ήτανε μεσ’ τα χώματα και τα στήθη τους κουνιόντουσαν πάνω κάτω από την προσπάθεια. Έπρεπε να κρατηθώ. . Ο Κώστας κοιτούσε με ανοιχτό το στόμα τα κορίτσια που έσκαβαν το λάκκο του γέρου.  Εμένα με πονούσε το πουλί μου αλλά μου άρεσε.
    «Τι κάνεις ρε μαλάκα;» του είπα.
    «Ωχ συγνώμη..παρασύρθηκα» είπε κοιτώντας τα κορίτσια να σκάβουν.
    Σκέφτηκα σκάρτα σενάρια τσόντας. Αυτό ήτανε η ζωή μας. Μία τσόντα β' διαλογής με ζόμπι γκόμενες.
    Ο γέρος ήτανε ξερός. Έπιασα πάλι σφιγμό. Τίποτα. Η Μαρία ήρθε από πίσω μου και έπιασε την κοτρώνα και την έσκασε άλλη μία φορά στο κεφάλι του γέρου. Το κρανίο του έκανε  ένα αηδιαστικό ΚΡΑΚ. Είχε δύναμη αυτή η κοπέλα και δεν της φαινότανε. Άρχισα να κάνω εμετό πάνω στο γέρο και πάνω στα ρούχα μου. Αισθανόμουν χάλια και ήθελα να κοιμηθώ αλλά πονούσε το πουλί μου και δεν μπορούσα.
    Η γρία ερχόταν καταπάνω μας με ένα μικρό τσεκούρι και αλάλαζε σαν απάτσι. Είχε ξυπνήσει. Την πρώτη τσεκουριά την έφαγε η Τζένη στην πλάτη γιατί δεν την είδε. Εγώ ξερνούσα και έτρεχα να κρυφτώ πίσω από κάτι ελιές. Ο Κώστας πετούσε πέτρες στη γριά. Η Μαρία ούρλιαζε. Η γριά πρόλαβε και τη Μαρία που είχε σκοντάψει και της έριξε μία τσεκουριά στο χέρι. Εγώ έτρεμα σαν μαλάκας. Ο Κώστας είχε ανέβει σε ένα δέντρο. Έπεσε πάνω στη γριά. Κυλίστηκαν στα χορτάρια. Η γριά ήτανε δυνατή και ύπουλη σαν νίντζα. Εγώ πήρα κουράγιο και πήγα να βοηθήσω τον Κώστα. Πρέπει να είχα κατουρηθεί πάνω μου αλλά ακόμα πονούσε το πουλί  μου, ήτανε τρομερό. Τα κορίτσια ουρλιάζανε αλλά δεν είχανε πεθάνει.
   Εκεί που στεκόμουνα αισθάνθηκα ένα δυνατό  χέρι να μου πιάνει τον αστράγαλο. Ο γέρος είχα ξαναζωντανέψει ο μαλάκας. Με έριξε κάτω και μου δάγκωσε το αυτί. Μου έκοψε κομμάτι. Ο πόνος ήτανε τρομερός. Έκανα πάλι εμετό και ξανακατουρήθηκα. Δεν είχα δύναμη να κάνω τίποτα άλλο. Η Τζένη έτρεξε και αποτελείωσε το γέρο με το μικρό τσεκούρι της γριάς κόβοντας του το καρύδι στο λαιμό. Γλίτωσα αλλά γέμισα αίματα. Ο Κώστας έπνιγε τη γριά παραπέρα σαν επαγγελματίας στραγγαλιστής και η Μαρία την κοπανούσε στην κοιλιά με το πόδι.
   Όταν όλα είχανε τελειώσει ο Κώστας και η Τζένη είπανε να τους κάψουμε. Εγώ είχα πάθει σοκ και πονούσε το πουλί μου τρομερά, πιο πολύ κι από το κομμένο μου αυτί. Τους είπα πως λεγανε μαλακίες. Έπρεπε να τους ρίξουμε στη θάλασσα γιατί όλοι θα μας πέρνανε χαμπάρι με τη φωτιά από χιλιόμετρα. Φορτώσαμε τα πτώματα στο αυτοκίνητο του Κώστα και πήραμε το δρόμο για την Αμμουδάρα, στην παραλία της ΔΕΗ.
   Μάλιστα το γέρο τον πήραμε μαζί μας αγκαλιά γιατί δεν χωρούσε στο πορτ μπαγκάζ του Ντάτσια. Τη γριά την βάλαμε πίσω ντάξει.
    Περιμέναμε να βραδιάσει μέσα στο αυτοκίνητο. Ο Κώστας έστριψε ένα μπάφο και πίναμε και κοροϊδεύαμε το γέρο που δεν μπορούσε να καπνίζει κι εκείνος μπάφο γιατί ήτανε νεκρός και ήταν ένα όρθιο πτώμα δίπλα μας.
     Όταν νύχτωσε για τα καλά, βγάλαμε τα πτώματα από το αυτοκίνητο και τα ρίξαμε στη θάλασσα. Επιπλέανε ειρηνικά. Κάτσαμε στην κρύα άμμο όλοι μαζί και αγναντεύαμε τα πτώματα που τα έπαιρνε το ρεύμα προς τα βαθειά του Κρητικού πελάγους.
    «Αυτή τη μέρα θα τη θυμάμαι για πάντα» είπε η Τζένη και με αγκάλιασε τρυφερά.
    «Δεν πονάει η πλάτη;» ρώτησα
    «Όχι πολύ. Επιφανειακό τραύμα είναι μάλλον» είπε η Τζένη.
    Τσέκαρα την μπλούζα της. Ήταν γεμάτη αίματα.
    «Είσαι ο Ράμπο μωρό μου» είπα.
    Η Μαρία και ο Κώστας αγκαλιαστήκανε κι εκείνοι.
    «Ρε μαλάκα δεν πονάει το αυτί σου;» με ρώτησε ο Κώστας.
    «Μπα ντάξει είναι. Πιο πολύ με πονάει το πουλί μου ρε συ, γθάρθηκε» είπα.
    Σκάσαμε όλοι στα γέλια. Η νύχτα ήτανε γλυκειά και τα αστέρια τρίζανε πάνω από το κεφάλι μας σαν φωτεινά τριζόνια.

   
   μπλογκζζ

22.2.13





Αδιάβροχο για την ψυχή


Ο Γιάννης κάθεται εδώ πέρα μπροστά από
Το υπολογιστή
Και προσπαθεί να μην χάσει την ψυχή του.
Το Facebook ρουφάει ψυχές.
Όλα ρουφάνε ψυχές.
Το ίντερνετ είναι δύσκολο σπορ.
Και η λεκάνη ρουφάει ψυχές.
Και το ηχείο.
Ο καθρέπτης ρουφάει.
Ο Γιάννης νομίζει πως είναι
Η κακιά μάγισσα.
Θέλει
Να φάει τη Χιονάτη.
«σιγά το δύσκολο ρε μαλάκα» λέει κάποιος από δίπλα
«μεθυσμένος είναι ο μαλάκας, μην τον ακούς».
Ο Γιάννης κρατάει την ψυχή του
Σφιχτά και τα χέρια του πονάνε
Και τα κότσια ασπρίζουν
Από την προσπάθεια.
Ανάβει τσιγάρο και περιμένει.
Τα διαλείμματα είναι καλά.
Όλοι χρειάζονται κάτι να ξεφύγουν
Από αυτή την καταστροφή
Που μας περιτριγυρίζει.
Εμάς και τις ψυχές μας.
Η καθυμερινότητα σε σκοτώνει
Όχι ο θάνατος.
Ο Γιάννης προσπαθεί να μαγηρέψει μπουρίτος.
Τα κάνει όλα πουτάνα στην κουζίνα.
Τα σπάει όλα.
Αρχίζει και κλαίει σαν παρθένα.
Μετά κάνει ένα καυτό ντουζ.
Ηρεμία.
Ο άνεμος φυσάει έξω και η πόλη
Από κάτω μιλάει
Με τους ήχους των σειρήνων,
Των σκυλιών
Που περπατάνε
Άρρωστα στη βροχή.
Ζούμε για μια νέα μέρα
Μια μέρα που δεν θα είμαστε
Άρρωστοι και θα
Φοράμε αδιάβροχα
Στις ψυχές μας.


21.2.13





Η νύχτα που ξύρισα την ψυχή μου


    Είχα ξενερώσει τόσο πολύ με τη ζωή μου που έπεσα για ύπνο και ξύπνησα μετά από δύο μέρες.
    Δεν είναι να πεις πως αυτή εδώ η κοινωνία σε πιέζει (όχι άμεσα τουλάχιστον) να κάνεις κάτι που θέλει αυτή, όχι δεν είναι να το πεις, γιατί όλοι πιθανότατα θα σε πουν μαλάκα. Κι όμως εγώ ένας τέτοιος μαλάκας είμαι. Πιστεύω πως η κοινωνία σε βάζει να κάνεις πράγματα που θέλει αυτή.
    Με κυνηγάνε τα χρέη σαν ύαινες μέσα στη νύχτα. Χρωστάω παντού. Χρωστάω σε κάρτες, σε τράπεζες, σε ανθρώπους κρυμμένους πίσω από λαμπερά ονόματα εταιριών που σου υπόσχονται διάφορες παπαριές, στον ΟΤΕ, στη ΔΕΗ, στο Δήμο Ηρακλείου, στην πουτάνα την εφορία, στον περιπτερά, στο σούπερ μάρκετ, στο βίντεο κλαμπ, χρωστάω στις πέτρες, στους νεκρούς και σε αυτούς που θα έρθουν, αν θα έρθουν ποτέ.
    Με κυνηγάνε όπου και να σταθώ. Να τώρα αυτή τη στιγμή που σας μιλάω είμαι κρυμμένος σε ένα χωριό κάπου νότια της Κρήτης και δεν τολμάω να φανερωθώ πιο έξω γιατί θα με κλείσουν μέσα χειροπόδαρα και θα με πετάξουν σε κανά σκοτεινό κελί να μην με βλέπει μήτε ο ήλιος. 
    Για όλα φταίει η μάνα μου που της έχω αδυναμία.
    Αν δεν ήταν η μάνα μου τώρα δεν θα υπήρχα, κάπως έτσι το βλέπω και έτσι είμαι καταδικασμένος αιωνίως μέσα στην αστεία και γκροτέσκα μοίρα του μαμάκια.
    Πήγα που λέτε κι εγώ να βρω μία γαμημένη κωλοδουλειά για να μην μου τα πρίζει η μάνα μου που όλη μέρα λέει κάθομαι στο σπίτι και δεν κάνω τίποτα και όλο γράφω αυτές τις αηδίες που γράφω και πως πρέπει επιτέλους να κάνω κάτι με την ζωή μου κλπ κλπ. Τα ξέρετε, τα έχετε ακούσει, τι να λέμε τώρα.
    Πήγα λοιπόν και έγινα υπάλληλος σε ένα λογιστήριο, στην αρχή χωρίς λεφτά και μετά σιγά σιγά μου δίνανε κάτι ψίχουλα εκεί και μετά από καμιά πενταετία χαμάλης έπαιρνα 650 ευρώ και τους έγλειφα και τα αρχίδια από την ευγνωμοσύνη.
    Θα μου πείτε, ρε φίλε, όλοι έτσι δεν είμαστε; Γλυψαρχίδες και κακομοίρηδες; Πως αλλιώς θα φας ψωμάκι γλυκό; Έτσι είναι, δεν διαφωνώ, απλά εγώ δεν ήμουνα για τέτοια καραγκιοζιλίκια και έτσι μια μέρα παρασύρθηκα και βρέθηκα χρεωμένος μέχρι την κωλοτρυπίδα.
    Έπιασα λοιπόν δουλειά σαν καλό παιδάκι της μαμάς κι εγώ και άρχισα να επηρεάζομαι από το εργασιακό μου περιβάλλον πάρα πολύ, όπως όλα τα φυσιολογικά ανθρώπινα πλάσματα θα έκαναν στη θέση μου.
    Εμείς εκεί στο γραφείο είχαμε ένα τύπο, τον Μάνο, πολύ πριξοπούλη (όπως όλες οι δουλειές έχουνε τον πριξοπούλη τους κι αν η δικιά σου δεν έχει τέτοιον σημαίνει πως μάλλον εσύ είσαι αυτός ο πριξοπούλης), ο οποίος ήτανε σαν αφεντικός και καλά αλλά δεν ήτανε δικό του το λογιστήριο απλά ήτανε αυτό που λέμε ο αρχιμαλάκας του γραφείου και έδινε και διαταγές άμα λάχαινε.
    «Ρε συ Σταύρο, γιατί ντύνεσαι έτσι ρε συ Σταύρο, συγγνώμη δηλαδή κιόλας αλλά τι κουρέλια είναι αυτά που φοράς; Πάρε κανά ρουχαλάκι μοντέρνο, ωραίο μπας και ανοίξει λίγο η τύχη σου ρε με τις γκόμενες» μου είπε μια μέρα και καλά στην πλάκα ο πριξοπούλης αλλά δεν ήτανε καθόλου στην πλάκα όπως αποδείχτηκε πιο μετά.
    Τον είχε βάλει το μεγάλο αφεντικό να μου το πει γιατί εγώ είχα μια εμφάνιση πολύ χυμαδιό και σταρχιδιστάν και φορούσα και κάτι σκουλαρίκια στα αυτιά και είχα και μαλλί αφάνα ατημέλητο ωραίο.
    «Αυτά μ’αρέσουνε» του λέω κοφτά κι εγώ πειραγμένος.
    «Κοίτα, βασικά, εμένα δεν με νοιάζει και να μην φοράς και τίποτα ρε συ, με ξέρεις πόσο χύμα είμαι, απλά να σου πω την αλήθεια ο Γιάννης ψηλοτσινάει επειδή λέει είσαι πολύ χύμα» μου είπε ο Μάνος ο πριξοπούλης, ο προσωπικός ρουφιάνος του αφεντικού του Γιάννη.
    Εγώ δεν είπα τίποτα παρά μόνο σκέφτηκα πάλι τη μάνα μου τη καημένη που θα έβλεπε το γιο της πάλι άνεργο. Έτσι κατάπια τη γλώσσα μου και ξεκίνησα να ντύνομαι σαν κολλεγιόπαιδο με πουλοβεράκια, παντελονάκια υφασμάτινα, πουκαμισάκια με τετραγωνάκια, παπουτσάκια  κυριλάτα σκαρπινάτα  και πουτσικλίκια τέτοια και μαλακίες.
    Φυσικά για να το κάνω αυτό έπρεπε να αγοράσω τις πουτάνας τα ρούχα γιατί εγώ μια ζωή σαν λέτσος κυκλοφορούσα και είχα μία καρταρόμπα πιο παλιά κι από του παππού μου του συγχωρεμένου.
    Φύγανε λεφτά πολλά εκεί που λέτε. Όλο στα GAP ήμουνα, στα Ζάρα και στου Μαρούδα και να σου και τη μάνα μου να μου λέει μπράβο παιδί μου είσαι πολύ καλός τώρα και έκοψες και το μαλλί που ήτανε χάλια, μπράβο, μπράβο, ανθρώπισες επιτέλους, φτου, φτου!
    Ε αισθανόμουνα και γω καλά γιατί η μάνα μου ήτανε ευχαριστημένη μαζί μου και ντάξει, συνέχιζα να κάνω το μαλάκα και το έθαβα το μίσος μου μέσα στην ψυχούλα μου την καλοξυρισμένη.
    Μια μέρα πάω στο γραφείο το πρωί και έρχεται εκείνο το απολίθωμα ο Μάνος και μου λέει:
    «Καλά ρε συ Σταύρο μα δεν έχεις φλατ τηλεόραση μεγάλη να βλέπεις ματσάρες; Έλεος ρε συ Σταύρο βάλε καμιά καρτούλα ρε νταξ που ζεις ρε δικέ μου να πούμε στον Μεσαίωνα ρε συ».
    Τι να κάνω κι εγώ, έχουμε και έναν εγωισμό έτσι. Δεν είχα εγώ ποτέ μου τηλεοράσεις και υπολογιστές και ps3 και τέτοια, με ένα ξερό λαπτοπάκι την έβγαζα και αυτό έφτανε. Πήγα λοιπόν και γω ο μαλάκας το θύμα να πούμε και έβαλα κάρτα πιστωτική με όριο 4.000 ευρώ και αγόρασα της Παναγιάς τα μάτια και τ’ αυτιά και κάτι παραπάνω από του Κωτσόβολου. Τηλεόραση μεγάλη να βλέπουνε 50 νωματαίοι και να μην τελειώνει η οθόνη, υπολογιστάρα τελευταίας τεχνολογίας, παιχνιδομηχανές, φωτογραφικές μηχανές, εσπρεσσιέρες, πλυντήριο καινούριο της μάνας μου, φραπεδιέρες, κουνουπιέρες, μπλου ρέι, άι ποντ κλπ. Την γάμησα τη κάρτα, της άλλαξα την πίστη. Φταίει κι εκείνο το σύνδρομο της κατωτερότητας και της στέρησης της γαμιόλας που με βασανίζει εδώ και χρόνια και δεν ήθελα και πολύ να πάρω την κατηφόρα.
    Μετά δεν φτάνανε όλα αυτά που είχα φορτώσει στην πλάτη μου πήγα και αγόρασα και αμαξάρα ακριβή γιατί μου είχε γυαλίσει μια γκόμενα από το γραφείο, η Σοφία, που ήτανε τρελό μωρό αλλά και πολύ ακριβό σπορ διότι αυτή όταν ήθελε να πάει να πιεί κανά καφέ στο κέντρο έπρεπε να έχει μαζί της από πίσω και την τράπεζα της Ελλάδος να πληρώνει τα σπασμένα και τους λογαριασμούς που μοιάζανε με αρχαίους πάπυρους της Μεσοποταμίας και όλο ξεδίπλωνες και όλο είχανε κι άλλο.
    Δάγκωσα λοιπόν τη λαμαρίνα με τη μουνάρα τη Σοφία και πήγα και πήρα το audi το ΤΤ το ακριβό μοντέλο με τα έξτρα με 3.000.000 δόσεις, να έχουνε να πληρώνουνε και τα τρισέγγονα μου τους Γερμανούς και την γαμημένη την τεχνολογία τους, γιατί την είχα δει κι εγώ τρελός εραστής και δεν μπορούσα να κυκλοφοράω άλλο με το σαράβαλο το Φιατάκι μου. Τη βρίσκω που λέτε με τη γκόμενα τη Σοφία, φασωνόμαστε, βγάζουμε τα μάτια μας και τα απωθημένα μας και τις ανωμαλίες μας αλλά μετά φίλοι μου άρχισε ο τρόμος ο πραγματικός.
    Η Σοφία δεν ήθελε άντρα, μηχανή ATM ήθελε. Πηγαίναμε στα πιο ακριβά μαγαζιά, μπουζούκια, ρούχα ολόκληρους λόφους με κάρτες και δόσεις, ταξίδια πάλι με κάρτες, κάθε μέρα τρώγαμε έξω, δώρα ο ένας στον άλλο κάθε τρεις και λίγο και πάει λέγωντας. Για να μην σας τα πολυλογώ η Σοφία με στέγνωσε και με ρούφηξε και βρέθηκα να δουλεύω  όλη μέρα κι όλη νύχτα σαν τον σκλάβο στο Άμισταντ και λεφτά να μην έχω στην τσέπη ποτέ.
     Και πάνω σε όλη αυτή την τούρτα έσκασε και το κερασάκι!
     Μου στούκαρε το audi το γαμημένο η χαζή η Σοφία μια μέρα που την εμπιστεύτηκα και της το έδωσα να πάει να βγει με κάτι φίλες της και μου το έφερε σαν το κουτάλι της σούπας. Εγώ εξαγριώθηκα και έκανα σαν τον ταρζάν και χτυπούσα το κεφάλι μου σε κάτι τοίχους και εκείνη απλά με χώρισε και τα έφτιαξε με τον Μάνο τον πριξοπούλη από το γραφείο.
   Γάμησε τα!
    Και τώρα πάνω σε όλα αυτά, το αρχιδάκι ο Μάνος, ο ρουφιάνος του γραφείου μας, μου έριξε στην πλάτη μου ένα ηλίθιο λάθος του το οποίο ήταν η αιτία για να χάσουμε από πελάτη μία μεγάλη εταιρία πλαστικών και έτσι το αφεντικό με απέλυσε την επομένη με την δικαιολογία πως δεν ήμουν συγκεντρωμένος αρκετά για την δουλειά.
    «Δεν φταίω εγώ για το λάθος» είπα στην επίσημη απολογία μου μπροστά στο μεγάλο αφεντικό τον Γιάννη.
    «Μην προσπαθείς να τα ρίξεις σε κάποιον άλλο» είπε ο Μάνος από δίπλα η κουράδα.
    Του έριξα ένα βλέμμα που θα σκότωνε βούβαλο. Εκείνος μου χαμογέλασε χαιρέκακα.
    Την επόμενη μέρα ήμουνα άνεργος και επισήμως πλέον. Η μάνα μου άρχισε την γκρίνια αμέσως. Εγώ πήρα ανάποδες στροφές και της είπα  εύχομαι να πεθάνεις για να ξεμπλέξω  πράγμα το οποίο το μετάνιωσα αμέσως αλλά δεν άντεχα άλλο να μου σπάει τα αρχίδια η μάνα μου, ήμουνα 35 χρονών μαλάκας και μου άρεσε που ήμουνα μαλάκας πως να το κάνουμε δηλαδή. Η μάνα μου άρχισε να κλαίει κι εγώ πήρα το τρακαρισμένο μου αυτοκίνητο που χρωστούσα ακόμα και πήγα στο χωριό μόνος μου σαν την καλαμιά με 100 ευρώ στην τσέπη και μια ψυχή κουρεμένη με την ψηλή.
    Και κάπου εδώ φτάνουμε στο τώρα. ξύπνησα μετά από έναν πολύ καλό ύπνο δύο ημερών. Αισθανόμουν πολύ καλά. Αποφάσισα να κάνω μία βόλτα στο χωριό. Έβλεπα παντού μετανάστες ταλαιπωρημένους και κάτι γέρους με τα δύο πόδια στον τάφο. Έκανα μία βόλτα στα χωράφια. Η φύση ήτανε τρομερά βαρετή. Ξάπλωσα κάτω από μία ελιά. Έφαγα ένα πορτοκάλι. Ξαναγύρισα στο σπίτι του παππού μου. Πήγα στο καφενείο του χωριού.
    Κάποιος είχε ανάψει τη σόμπα και μύριζε καπνίλα. Ήτανε ζεστά όμως. Πίσω από τον πάγκο ήτανε μία γυναίκα. Ξανθιά, νταβραντισμένη, πιθανότατα από κάποια χώρα του παλιού Ανατολικού μπλοκ. Δεν είχα όρεξη να κάνω τίποτα και ήμουν σαν κλαμένο μουνί.
    «Θέλεις καφέ;» με ρώτησε.
    «Μπα, ένα ουίσκι καλύτερα» είπα.
    Εκείνη με σέρβιρε το ποτό μου. Το οινόπνευμα κατέβηκε στο λαιμό μου σαν υγρός παράδεισος.
    «Έχεις πολλά προβλήματα έτσι;» με ρώτησε.
    «Έχω μερικά» είπα και τράβηξα τζούρα από το τσιγάρο μου.
    «Από το Ηράκλειο είσαι;».
    «Ναι».
    «Και τι κάνεις από τα μέρη μας;».
    «Δεν ξέρω» είπα.
    «Έχεις κανέναν εδώ;».
    «Μπα, οι παππούδες μου έχουν πεθάνει, έχω τη μάνα μου στο Ηράκλειο».
    «Αν θες μπορείς να έρθεις στο σπίτι μου, σου κάνω το τραπέζι, έχω ψήσει γεμιστά» είπε η γυναίκα.
    «Καλά πότε προλαβαίνεις;» ρώτησα.
    «Η ζωή εδώ είναι πιο χαλαρή, καμιά φορά φεύγω και πάω και μαγειρεύω, δεν έχουμε πάντα κόσμο το πρωί» είπε.
    «Εγώ έχω βαρεθεί να ακούω τη φωνή μου» είπα χωρίς αυτό να κολλάει με την συζήτηση.
    «Ξέρω τι χρειάζεσαι» είπε.
    Πήγαμε στο σπίτι της. Την κοιτούσα από πίσω και δεν ήταν άσχημη για την ηλικία της. Πρέπει να με περνούσε δυο-τρία χρόνια. Το σώμα της ήταν καλοδιατηρημένο.
    Φάγαμε γεμιστά στο τραπέζι της κουζίνας και ανάψαμε και οι δύο τσιγάρα. Δεν μιλούσαμε και πολύ. Μου έκανε νόημα να πάμε μέσα στο κρεβάτι. Έσβησα το τσιγάρο μου και την ακολούθησα. Άρχισε να γδύνεται. Είχε τεράστιες βυζάρες και όχι πεσμένες. Άρχισα να φτιάχνομαι και τον έβγαλα έξω. Εκείνη μου τον έπιασε και άρχισε να με πιπώνει με αργές κινήσει γεμάτες αυτοπεποίθηση. Η γυναίκα αυτή ήταν της παλιάς σχολής. Τελείωσα μέσα στο στόμα της. Ξαπλώσαμε γυμνοί κάτω από τα σκεπάσματα και καπνίσαμε.
    «Έχεις καιρό να πας με γυναίκα;» με ρώτησε.
    «Εντάξει, όχι και πολύ» είπα.
    «Έχεις δουλειά;».
    «Μπα, άνεργος είμαι».
    «Μπορεί να θέλει βοήθεια στο κλάδεμα ο Μάνθος, ο γιος του αφεντικού μου, θέλεις να του πω; Θέλει κάποιον να καίει τα κλαδιά» είπε.
    «Ναι» είπα.
    «Είναι σκληρή δουλειά και δεν πληρώνει καλά, 20 ευρώ» είπε.
    «Είμαι σκληρός άντρας» είπα και τράβηξα τζούρα.
    Εκείνη γέλασε και μου έπιασε τον πούτσο. Αρχίσαμε πάλι να παλεύουμε στο κρεβάτι σαν άγρια ζώα. Ήταν καλή φάση. Μετά από λίγο χτύπησε το κινητό μου. Ήταν από την τράπεζα. Δεν το σήκωσα. Αποκοιμήθηκα στο κρεβάτι της. Αύριο με περιμένει το κλάδεμα και είναι σκληρή δουλειά.


20.2.13


Χαμός από το πρωί


Ξύπνησα το πρωί...
Μία πρόταση που έχω πει πολλές φορές
Και έχω σκεφτεί
Άλλες τόσες.
Έβαλα τα παπούτσια μου
Κοιτώντας το τίποτα με την τσίμπλα
Στο μάγουλο
Να κατηφορίζει.
Έξω ο κόσμος γυαλίζει
Σαν το διαμάντι
Που κάποιος πονηρός
Πρόκειται να κλέψει,
Φυσικά κανείς ποτέ δεν καταφέρνει
Να το κλέψει.
Ο καφές είναι πικρός,
Έτσι ακριβώς όπως πρέπει να είναι
Και το τσιγάρο καπνίζει
Πάνω στο τασάκι
Που είχα σουφρώσει από
Εκείνο το ξενοδοχείο
Πριν από
Ένα εξάμηνο.
Ένα ωραίο τασάκι.
Κάποιος φίλος μου λέει να πάω κάπου
Έχει απεργία και πορεία στο κέντρο.
Ίσως να φανώ πιο μετά, λέω.
Τώρα κάνω το πρωινό μου ζεν.
Γράφω ακόμα μία ιστορία
Και την προσθέτω μαζί με τις άλλες.
Άκομα μία ιστορία,
Μαζί με τις άλλες
Και τις άλλες που θα έρθουν.
Χαμός από το πρωί
Μέσα στο κρανίο αυτό.
Πόλεμος συνέχεια,
Όλη την ημέρα.
Όλη την νύχτα
Πόλεμος το μεσημέρι
Πόλεμος το απόγευμα.
Πόλεμος συνέχεια και πάντα και παντού.
Ειρήνη είναι μόνο
Ο θάνατος φίλοι μου.

19.2.13



Ποιος νοιάζεται έτσι κι αλλιώς ρε μαν;

    Ο Ιάκωβος δεν ήξερε τι άλλο έπρεπε να κάνει. Δούλευε ντελιβεράς σε μία πιτσαρία στη λεωφόρο Κνωσσού αλλά τον διώξανε γιατί συνέχεια ήταν άρρωστος επειδή έπασχε από ιγμορίτιδα, χρόνια, και το μηχανάκι του τα έκανε χειρότερα.
    Είχε να πιάσει στα χέρια του λεφτά εδώ και δύο μήνες. Του κόψανε το ηλεκτρικό και το νερό το πλήρωσε με κάτι λεφτά που ψείρησε από μία γριά στο δρόμο κάτω στο κέντρο. Δεν γούσταρε να κλέβει αλλά δεν είχε άλλη επιλογή εδώ που είχε φτάσει. Δεν είχε να φάει στην κυριολεξία, το επόμενο βήμα ήτανε η ζητιανιά ή η κλεψιά. Προτίμησε το δεύτερο λόγω περίεργης ιδιοσυγκρασίας και μίας υποθάλπτουσας τάσης προς την εγκληματικότητα.
     Το μηχανάκι το είχε αφήσει στην άκρη γιατί δεν είχε λεφτά να του βάλει βενζίνη. Ο υπολογιστής ήταν σβηστός εδώ και μία εβδομάδα και δεν είχε ίντερνετ γιατί δεν είχε ηλεκτρικό και φυσικά ο ΟΤΕ ήτανε κομμένος από καιρό. Το είχε βάλει σκοπό να κάνει μια καλή μπάζα και να ξανασυνδέσει τουλάχιστον το ρεύμα στο τσαρδί του.
    Τα βράδια δεν καθόταν στο σπίτι γιατί δεν υπήρχε τίποτε άλλο να κάνεις στο σκοτάδι ή στο φως των κεριών από το να κοιμηθείς ή να κοιτάς τη φλόγα του κεριού και μετά από λίγο να αποκοιμηθείς.
    Η ζωή του είχε γίνει εντελώς για τον πούτσο από την μία στιγμή στην άλλη. Η τρομερή αυτή οικονομική και κοινωνική κρίση της Ελλάδας τον είχε χτυπήσει κατακούτελα.
    Τις τελευταίες μέρες έπιασε να κάθεται με τις ώρες έξω από τον Χαλκιαδάκη, στο μεγάλο σούπερ μάρκετ  εκεί στην Ούλαφ Πάλμε, μιας και έμενε και κοντά στην Ανθέων και βόλευε. Περίμενε καπνίζοντας στριφτά τσιγάρα. Έψαχνε την κατάλληλη στιγμή να ληστέψει κανά γέρο ή να μπουκάρει σε κανά ξεκλείδωτο αμάξι. Έπρεπε πάσει θυσία να ξαναβάλει ηλεκτρικό στο σπίτι, δεν ήταν αυτή κατάσταση.
    Από φαγητό την ψιλοβόλευε μιας και πήγαινε και έτρωγε στης θειάς του στο Μασταμπά ή έκλεβε κιμά και ψωμί και αυγά και γάλα από όπου έβρισκε, σούπερ μάρκετ, περίπτερα και ψιλικατζίδικα. Είχε καταντήσει κανονικός κλέφτης για να επιβιώσει.
    Σήμερα έβρεχε λίγο και τον είχε πιάσει πόνος στο δεξί γόνατο που είχε ένα παλιό τραυματισμό από τότε που έπαιζε μπάλα. Καθόταν όρθιος δίπλα από το πεζοδρόμιο, κάτω από το υπόστεγο του Χαλκιαδάκη για να μην βρέχεται.
    Μία ωραία γυναίκα περνούσε από μπροστά του. Πρέπει να ήταν γύρω στα τριάντα. Είχε φοβερό κώλο και δεν άντεξε να μην απλώσει πάνω το βλέμμα του.
    «Μανάρα μου εσύ! Ν’ ανέβω να με πας μια βόλτα;» είπε ο Ιάκωβος ξελυγωμένος από τα σούρτα φέρτα του κώλου.
    «Άντε μου στο διάολο βρε γρόθε» είπε η γυναίκα με μίσος.
    «Καλά ντε μανάρμ, πως κάνεις έτσι, δεν σε είπαμε και καμπούρα, ωραία σε είπαμε» είπε ο Ιάκωβος γελώντας.
    Η γυναίκα μπήκε στο σούπερ μάρκετ και ο Ιάκωβος τσέκαρε το αυτοκίνητο της, ένα Σέατ Ίμπιζα κόκκινο. Ήταν ξεκλείδωτο. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Πήρε δύο πακέτα τσιγάρα Μάρλμπορο lights με το σελοφάν, άνοιξε το ντουλαπάκι αλλά δεν είχε τίποτα αξίας μέσα. Έψαξε κάτω από τα καθίσματα και τσουπ! Έπεσε διάνα! Βρήκε ένα λαπτοπ μέσα σε θήκη. Το πήρε και βγήκε από το αυτοκίνητο σαν φάντασμα.
    Ο Ιάκωβος έφυγε με τα πόδια από του Χαλκιαδάκη και πήγε στου Ματσούρη να σκοτώσει το λάπτοπ.
    «Εκατό ευρώ» είπε ο Ματσούρης μόλις το είδε και η χοντροκοιλάρα του ανασηκώθηκε από την υπερηφάνεια και το λίπος. Καλότρωγε ο μαλάκας ο χοντρός.
    «Δεν γαμιέσαι ρε χοντρέ» είπε ο Ιάκωβος.
    «Ε πόσα να σου δώσω ρε μαλάκα, είναι παλιό μοντέλο, Lenovo τώρα, της πούτσας μάρκα είναι» είπε ο Ματσούρης και έξυσε τα αρχίδια του ξεδιάντροπα.
    «Διακόσια και στο δίνω».
    «Εκατό πενήντα» είπε ο Ματσούρης.
    «Εκατό εβδομήντα».
    «Εκατό εξήντα» είπε ο Ματσούρης.
    «Εντάξει ρε χοντρέ» είπε ο Ιάκωβος και τσάκωσε το χρήμα και την έκανε από του χοντρού γιατί είχε αρχίσει να τον βαριέται τον γύφτο.
    Ο Ματσούρης θα το πουλούσε σε κανά πείνα για διακόσια ευρώ και θα έβγαζε σαράντα δικά του. Δεν ήταν άσχημα αν φανταστείς πως όλη μέρα ο χοντρός δεν κουνούσε την κωλάρα του από την γυριστή καρέκλα στο κωλομάγαζο του στην Κνωσσού, ένα υπόγειο που υποτίθεται επιδιόρθωνε τηλεοράσεις και ηλεκτρονικά γενικά. Όλο και κάποιος φτωχομπάσταρδος θα πήγαινε συστημένος από κάποιον άλλο φτωχομπάσταρδο και θα αγόραζε με 200 ευρά το λάπτοπ, αντί να πάει στο μαγαζί και να το αγοράσει 500 καινούριο. Όλοι βολευόντουσαν έτσι. Κάποιος βέβαια το έκλαιγε το λάπτοπ, αλλά αυτό δεν είχε σημασία για τους φτωχούς του κόσμου, αυτό που είχε σημασία ήταν πως θα την έβγαζαν καθαρή άλλη μια μέρα.
    Ο Ιάκωβος πήγε στου Χαλκιαδάκη και την άλλη μέρα. Άραξε πάλι στη θέση του κάτω από το υπόστεγο δίπλα από τον εξαερισμό εκεί στο πεζοδρόμιο. Σήμερα ήτανε Σάββατο και ο σεκιούριτι του σούπερ μάρκετ ήτανε εδώ και έκοβε βόλτες, δήθεν πρόσεχε μην γίνει τίποτα αλλά στην ουσία τον κακομοίρη τον είχανε μόνο για παρκαδόρο επειδή τα Σάββατα γινόταν του μουνιού το πανηγύρι στου Χαλκιαδάκη από το πρωί και κάποιος έπρεπε να βάζει τάξη στους αστούς νοικοκυραίους και στα βαρετά αυτοκίνητα τους.
    Από τα εκατόν εξήντα ευρώ που έβγαλε από το λάπτοπ ξόδεψε τα είκοσι γιατί πήρε πράγματα και τρόφιμα για το σπίτι. Έβαλε και δέκα ευρώ βενζίνη στο μηχανάκι. Του μείνανε περίπου εκατό ευρώ και τα έβαλε στην άκρη. Ο λογαριασμός της ΔΕΗ ήτανε 350 ευρώ για το προηγούμενο τετράμηνο. Του έλειπαν δηλαδή 250 ευρώ για να τον εξοφλήσει τον γαμημένο και να του ξαναβάλουν το κωλορεύμα. Πουτάνα κοινωνία σκέφτηκε. Το ηλεκτρικό θα έπρεπε να είναι δωρεάν αγαθό και φτηνό, όπως το νερό αλλά μαλακίες. Σκατά. Όλα ήταν σκατά.
    «Τι περιμένεις εδώ φίλε;» ρώτησε ο σεκιούριτι τον Ιάκωβο.
    «Τίποτα, απλά κάθομαι» είπε ο Ιάκωβος.
    «Σήκω φύγε».
    «Γιατί απαγορεύεται;».
    «Ναι ρε απαγορεύεται».
    «Αρχίδια απαγορεύεται».
    Ο σεκιουριτάς του έκανε κωλοδάχτυλο ως ένδειξη πως θα τον εντός ολίγου και πήγε μέσα. Μετά από λίγο ξαναήρθε με ένα καραφλό, κουστουμαρισμένο και γραβατωμένο τύπο μαζί του.
    «Ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα;» ρώτησε το κουστούμι τον Ιάκωβο που έμοιαζε πολύ σαν ζητιάνος ροκάς τώρα τελευταία.
    «Ποιο πρόβλημα;» είπε αδιάφορα ο Ιάκωβος.
    «Εδώ ο Νίκος μου λέει πως τον βρίσατε χωρίς λόγο» είπε το κουστούμι και κοίταξε τον μαλάκα τον σεκιούριτι που είχε πάρει έκφραση κλαμένου μουνιού.
    «Δεν τον έβρισα» είπε ο Ιάκωβος.
    «Αν δεν έχετε κάποια δουλειά δεν επιτρέπεται να περιμένετε στον χώρο πάρκινγκ του σούπερ μάρκετ σας παρακαλώ» είπε το κουστούμι.
    Ο Ιάκωβος δεν είπε τίποτα. Πήγε και έκατσε στην απέναντι πλευρά του σούπερ μάρκετ, απέναντι από το πάρκινγκ. Εδώ δεν μπορούσαν να του πούνε τίποτα. Ο σεκιούριτι του χαμογέλασε χαιρέκακα και του έκανε κωλοδάχτυλο και πάλι. Ο κουστουμαρισμένος τύπος ξαναμπήκε από εκεί που ήρθε. Ο Ιάκωβος έδωσε μία μούτζα στον σεκιούριτι.
    «Μία από αυτές τις μέρες θα στο βάλω στον κώλο το δάχτυλο» είπε ο Ιάκωβος δυνατά για να το ακούσει ο σεκιούριτι αλλά εκείνος με τη σειρά του έκανε πως δεν άκουσε τίποτα.
    Ένα μπατσικό έσκασε από το πουθενά. Πάρκαρε στο πάρκινγκ. Μέσα ήταν μόνο ένας μπάτσος. Ο μπάτσος βγήκε από το κωλάδικο. Φαινόταν πιωμένος. Ε το πούστη το μπάτσο πρωί πρωί τα έπινε, σκέφτηκε ο Ιάκωβος. Ε βέβαια, με τέτοια δουλειά μου κάνει πως αλλιώς θα ξεχαστεί κι αυτός ο μαλάκας. Ο μπάτσος έκλεισε την πόρτα του κωλάδικου χωρίς να την κλειδώσει. Μπήκε στο σούπερ μάρκετ σαν χεσμένος. Ευτυχώς δεν υπήρχαν κάμερες στο σούπερ μάρκετ απ’ έξω. Ο σεκιούριτι με το που είδε τον μπάτσο του έκανε χαρές σαν σκυλάκι. Κόντεψε να του γλύψει τα αρχίδια ο μαλάκας. Έλεος. Ο σεκιούριτι ήταν τόσο περήφανος που μιλούσε με τον μπάτσο και τον ακολούθησε μέσα στο σούπερ μάρκετ, όπως ένα παιδάκι ακολουθεί τη μάνα του.
    Αυτή ήταν και η ευκαιρία που έψαχνε ο Ιάκωβος. Πέταξε το τσιγάρο του στο τσιμέντο και έτρεξε στο μπατσοαμάξι. Μπήκε μέσα και άρχισε να κοιτάει. Ένα πακέτο τσιγάρα άσσος που τα έβαλε στην τσέπη απνευστί και ένας αναπτήρας bic μεγάλος. Προσπάθησε να ξεσκαλώσει τον ασύρματο αλλά ήταν αδύνατον και δεν είχε και εργαλεία μαζί του. Κοίταξε τριγύρω, τίποτα αξίας. Το μπατσικό βρωμούσε και έζεχνε ιδρωτίλα και κάτι άλλο απροσδιόριστο αλλά εξίσου άσχημο, πιθανότατα χαλασμένο χοιρινό, σκέφτηκε ο Ιάκωβος και χαμογέλασε. Έβαλε το χέρι του κάτω από το κάθισμα του οδηγού αλλά τίποτα. Μετά έβαλε το χέρι του κάτω από το κάθισμα του συνοδηγού και μπίνγκο! Δεν το πίστευε αυτό που έπιανε!
    Ο Ιάκωβος έβγαλε το όπλο και το κοίταξε. Πιστόλι, μαύρο, βαρύ, πιθανότατα Glock αυτής της δεκαετίας μοντέλο. Ήτανε μέσα σε δερμάτινη θήκη. Βγήκε από το αυτοκίνητο και τσέκαρε αν τον είδε κανένας. Όλα εντάξει. Έβαλε το πιστόλι μπροστά από την κοιλιά του ανάμεσα από το παντελόνι και το σκέπασε με το μπουφάν του. Άρχισε να τρέχει σαν παλαβός με το μηχανάκι. Το μυαλό του δούλευε με χίλιες στροφές το δευτερόλεπτο. Ο μαλάκας ο μπάτσος την είχε πουτσίσει. Είχε αφήσει το όπλο του στο αυτοκίνητο και το αυτοκίνητο το άφησε ξεκλείδωτο. Πόσο πιο άχρηστος μαλάκας δηλαδή;
    Ο Ιάκωβος έφτασε σπίτι του και άρχισε να επεξεργάζεται το όπλο. Έβγαλε όλες τις σφαίρες τραβώντας το κλείστρο πολλές φορές μέχρι που δεν υπήρχαν άλλες σφαίρες. Τις μάζεψε από το κρεβάτι του και τις φύλαξε σε ένα κουτί από τσιγάρα αδειανό.
    Για λίγο σκέφτηκε να το κρατήσει και να μην το πουλήσει. Ήταν ένα ωραίο όπλο. Μύριζε όμως θάνατο από χιλιόμετρα. Μετά το ξανασκέφτηκε όμως και αποφάσισε να το σκοτώσει. Δεν ήξερε όμως που. Ο Ματσούρης δεν αγόραζε όπλα μάλλον. Δεν ήξερε σίγουρα. Ίσως και να αγόραζε όμως ο παλιοχοντρέλας. Θα τον ρωτούσε να δει. Ήτανε χαρούμενος. Σκεφτόταν τα μούτρα του σεκιούριτι όταν θα τον ρωτούσε ο μπάτσος γιατί δεν έκανε σωστά τη δουλειά του δήθεν. Χαχα!
    Ο Ιάκωβος ήταν τόσο χαρούμενος που αποφάσισε να βγει απόψε να τα πιεί. Ήτανε η μεγάλη του μέρα. Θα έτρωγε λίγα από τα λεφτά που είχε στην άκρη για το ρεύμα, σιγά το πράμα, έτσι κι αλλιώς μετά την πώληση του όπλου θα είχε λεφτά να ζήσει για κανά τρίμηνο. Γαμώ τις φάσεις, σκέφτηκε.
    Κατά τις 9 η ώρα κατηφόρησε για τα μπάρια στο κέντρο. Εκεί πήγαινε από έφηβος. Εκεί σπαταλούσε τα εγκεφαλικά του κύτταρα, δεν ήξερε πως αλλιώς να διασκεδάσει, δεν ήθελε να διασκεδάσει αλλιώς. Είχε αγοράσει και κάτι πουράκια από το περίπτερο και την είχε δει πολύ αγάς και κάπνιζε πουράκι και είχε βρωμέσει όλος ο τόπος.
    Δίπλα καθότανε μία τύπισσα πολύ καλή, ξανθούλα και κοντούλα με γλυκό προσωπάκι και ήτανε και μόνη της. Το μπαρ το λέγανε «Λούβρο» και βαρούσε κάτι παλιές ροκιές και τέτοια. Ωραία ήτανε. Ο Ιάκωβος άραζε στη μπάρα και έπινε μπυρίτσα χαλαρά, σκεφτόμενος που στον πούτσο θα έσπρωχνε το όπλο και πόσα λεφτά θα ζητούσε που δεν ήξερε και δεν είχε ιδέα από όπλα και τα ρέστα.
    «Δεν μου λες κοπελιά, να σε ρωτήσω κάτι;» είπε ο Ιάκωβος και έγυρε στο σκαμπώ, στα αριστερά του, σαν τον τιραμόλα μπας και τον προσέξει η τύπισσα που ήτανε χωμένη σε κάποια άλλη διάσταση εδώ και ώρα.
    «Τι;» είπε εκείνη γυρνώντας το όμορφο κεφάλι της.
    «Ξέρεις από πιστόλια;» ρώτησε βλακωδώς ο Ιάκωβος μη ξέρωντας τι άλλο να αποκριθεί.
    «Εμ...όχι» είπε εκείνη χαμογελώντας.
    Καλό σημάδι σκέφτηκε ο Ιάκωβος που αναθάρρησε μα το χαμόγελο.
    «Θέλεις να πάμε στο σπίτι μου να σου δείξω το όπλο μου;» ρώτησε ο Ιάκωβος και μετά το μετάνιωσε γιατί σκέφτηκε πως θα ακούστηκε κάπως χυδαίο.
     «Νομίζω πως είσαι πολύ γρήγορος» είπε εκείνη και γύρισε στη μπύρα της κάπως πιο σοβαρή τώρα.
    «Κοίτα έχω μεγάλο πρόβλημα, έχω ένα πιστόλι στο σπίτι και δεν ξέρω τι να το κάνω» είπε εκείνος και κοίταξε τη δικιά του μπύρα.
    Εκείνη τον κοίταξε σαν να του έλεγε βάλτο στον κώλο σου ρε μαλάκα τι μου το λες.
    Στην τέταρτη μπύρα η γυναίκα ήταν ακόμη εκεί δίπλα του και ρουφούσε κι εκείνη ένα μισοτελειωμένο ποτό. Ο Ιάκωβος είχε βέβαια αποθαρρυνθεί πλέον και δεν της είχε ξαναμιλήσει από τότε. Η δυνατή μουσική κόντευε να ξεκαπακώσει το κρανίο του Ιάκωβου. Δεν την πάλευε άλλο. Θα πήγαινε στο σπίτι να την πέσει και αύριο θα έβλεπε τι θα έκανε με το όπλο.
    Ξεκίνησε να φοράει το παλιό του παλτό όταν η γυναίκα του είπε:
    «Θέλεις ακόμα να μου δείξεις το πιστόλι σου;».
    «Βεβαίως δεσποινίς μου» είπε ο Ιάκωβος και της έδειξε την πόρτα σαν σωστός μπατίρης ιππότης με τρύπια πανοπλία και λαστιχένιο άλογο.
        Πήγαν στο σπίτι του Ιάκωβου, εκείνη με το αυτοκίνητο της να τον ακολουθάει κι εκείνος με το μηχανάκι μπροστά. Ο Ιάκωβος έφερε δύο μπύρες ζεστές (δεν είχε ψυγείο) και άναψε δύο κεριά γιατί δεν έβλεπαν την τύφλα τους μιας και του είχαν κόψει το ηλεκτρικό όπως είπαμε.
    «Γιατί δεν έχεις ρεύμα;» ρώτησε η γυναίκα καθώς βολευότανε στην πολυθρόνα δίπλα από την τηλεόραση ανοίγοντας μια μπύρα.
    «Μωρό μου, περνάω δύσκολα» είπε ο Ιάκωβος και άναψε ένα παλιό πούρο που είχε μέσα σε ένα συρτάρι. Εκείνη γέλασε και του είπε πως έμοιαζε με κανά Ταρζάν που καπνίζει πούρο και όλη μέρα βρίζει το λιοντάρι και για μια στιγμή ο κόσμος ήτανε όμορφος και πάλι.  Εκείνη έβαλε μουσική από το κινητό της. Αρχίσανε να χορεύουνε κάτω από το φως των κεριών αγκαλιασμένοι.
    Η νύχτα γινόταν όλο και πιο καλή, όλο και πιο ενδιαφέρουσα. Και τι που δεν είχαν ρεύμα ή ίντερνετ ή ψυγείο ή τηλεόραση ή δουλειά ή μέλλον; Ήταν νέοι και αυτή ήτανε η ζωή τους και αυτό έφτανε. Κι όσο για το όπλο..ποιος το γαμάει κι αυτό τώρα. Αύριο θα ξημέρωνε πάλι μία νέα μέρα για όλους ή ίσως για σχεδόν όλους. Δεν είχε σημασία, γιατί οι αγελάδες θα συνέχιζαν να μασουλάνε το χορτάρι τους, οι πιλότοι να πιλοτάρουν, οι γιατροί να γιατρεύουν, οι νεκροθάφτες να θάβουν και οι άνθρωποι να γελάνε, να κλαίνε, να βαριούνται, να γεννιούνται, να πεθαίνουν και να πηγαίνουν πάνω κάτω άσκοπα, μέρα, νύχτα, μέρα, νύχτα, μέρα, νύχτα...και πάει λέγωντας μέχρι η κωλοτρυπίδα της γης να κλατάρει σαν τρύπιο μπαλόνι και να μας ξαναστήλει ξανά από κει που ‘ρθαμε..και θα μου πεις...ποιος νοιάζεται έτσι κι αλλιώς ρε μαν για όλα αυτά; Χαλάρωσε φίλε...χαλάρωσε κι όλα θα πάνε καλά.