31.3.13



Μπαμπά, μπαμπά, μπαμπά!
   

    «Αύριο ο καιρός θα είναι αίθριος, με σποραδικές νεφώσεις στα πελάγη δυτικά της Κρήτης. Το μουνί μου είναι τόσο υγρό όσο ένα σφουγγάρι και θα ήθελα τον πρωθυπουργό να μου το στύψει με το καβλί του» άκουσε να λέει η τύπισσα με το ταγιέρ στην τηλεόραση που έλεγε τον καιρό στην ΕΤ1.
    Κούνησε το κεφάλι του για να δει αν άκουσε καλά. Έβλεπε κρατική τηλεόραση, ειδήσεις, τον καιρό. Πως ήταν δυνατόν;
    «Ίσως να υπάρξουν βροχοπτώσεις στα βόρεια της χώρας αλλά σταδιακά θα εξασθανήσουν γιατί τα βυζιά μου είναι τόσο μεγάλα που ο γείτονας θέλει να κάνει πάνω τους μπάρμπεκιου» είπε η παρουσιάστρια με το ταγιέρ.
    Κούνησε πάλι το κεφάλι του και άφησε τη μπύρα στο κομοδίνο. Ήταν ξαπλωμένος και κάπνιζε ένα τσιγάρο. Ανασηκώθηκε και κοίταξε γύρω. Όλα καλά. Σκότωσε μία μύγα με ένα παλιό μπλε τετράδιο. Η μύγα πέθανε και έπεσε κάπου στα σεντόνια και άφησε ένα κόκκινο σημάδι στον τοίχο. Υπήρχαν πολλά. Δεν έψαξε να βρει τη μύγα.
    Έπιασε ένα μπωλ  με γλυκό σουφλέ σοκολάτας. Έφαγε.
    «Την Τρίτη ο καιρός θα είναι  μπουρδέλο τελείως και όποιος μαλάκας ξανακοιτάξει τον κώλο μου θα του γαμήσω τη μάνα» είπε η παρουσιάστρια. Κάτι δεν πήγαινε καλά.
    «Τι κοιτάς ρε μαλάκα; Ε;; ΜΠΑΜΠΑ, ΜΠΑΜΠΑ, ΜΠΑΜΠΑ, ΜΠΑΜΠΑ!» είπε η παρουσιάστρια μέσα από την τηλεόραση προς το μέρος του κρατώντας τα βυζιά της.
    Ξύπνησε και είδε την κόρη του τη μικρή να του φωνάζει ΜΠΑΜΠΑ και να τον σκουντάει.
    «Μπαμπά, θέλω κι εγώ γλυκό, εσύ γιατί μπορείς να τρως γλυκό κι εγώ όχι;» είπε η μικρή.
    Η ώρα ήταν 2 τη νύχτα. Η μικρή είχε ξυπνήσει.
    «Δεν κάνει να τρώτε συνέχεια γλυκά» είπε εκείνος.
    «Μα γιατί εσύ κάνει να τρως;» είπε η μικρή.
    «Είμαι μεγάλος».
    «Μα γιατί δεν κάνει να τρώω;» είπε η μικρή.
    Εκείνος έβγαλε έναν αναστεναγμό και της έδωσε το μπωλ με το γλυκό. Η μικρή το πήρε και πήγε στο δωμάτιο της τρέχωντας.
    Το πρωί ξύπνησαν πρώτα τα παιδιά. Δεν  μπορούσε να σηκωθεί με τίποτα. Αισθανόταν σαν πεθαμένη φάλαινα με καρκίνο στη μήτρα μέσα σε μία λίμνη από πετρέλαιο στη μέση του ωκεανού.
    Τα πήρε και πήγε βόλτα στο πάρκο Γεωργιάδη. Κάθε Κυριακή το έκανε. Άραξε στο παγκάκι και εκείνα παίζανε. Άναψε τσιγάρο. Μετά από λίγο ήρθε η Μαρία. Η Μαρία είχε έναν εφτάχρονο γιο. Τον είχε φέρει μαζί της να παίξει κι εκείνος στην παιδική χαρά. Την ήξερε αρκετά καλά, φιλικά πάντα.
    Μιλούσανε για διάφορες μαλακίες. Μετά από λίγο ο Κώστας είπε:
    «Θέλεις να βρεθούμε καμιά νύχτα για καμιά μπύρα;».
    «Το ήξερα!» είπε η Μαρία.
    «Τι πράγμα;».
    «Θέλεις να με γαμήσεις» είπε η Μαρία.
    «Πως σου ήρθε αυτό;» είπε ο Κώστας.
    «Θέλεις ή δεν θέλεις;».
    «Εμ..ναι.δηλαδή..ναι..θέλω».
    «Θα πάρεις τ’ αρχίδια μου» είπε η Μαρία.
     «Γιατί;» είπε ο Κώστας.
    «Γιατί να θέλω να πηδηχτώ μαζί σου;» είπε η Μαρία.
    Η μικρή κόρη του Κώστα ήρθε και του ζήτησε αχλαδάκι. Εκείνος της έδωσε τη σακκούλα με τα αχλαδάκια και της είπε να τα μοιραστεί με την αδερφή της. Η μικρή έφυγε και πήγε πίσω στο παιχνίδι της.
    «Γιατί να θέλω να με γαμήσεις;» είπε πάλι η Μαρία.
    «Δεν ξέρω» είπε ο Κώστας, «γιατί...θέλω;».
    «Άθλιος, πω πω μαλάκα, άθλιος, άθλιος» είπε η Μαρία και άναψε τσιγάρο.
    Άναψε και ο Κώστας τσιγάρο.
    «Γιατί δεν δοκιμάζεις την τύχη σου με καμιά άλλη μαμά;» είπε η Μαρία.
    «Εκείνη εκεί η μαμά φαίνεται να χρειάζεται ένα χύσιμο στα μίζερα βυζιά της από το λερωμένο σου, μικρό και βρώμικο πουλί» είπε η Μαρία.
    Ο Κώστας γέλασε. Κοίταξε τη μαμά. Χάλια ήταν.
    «Να κι εκείνη εκεί καλή είναι, θα μπορούσε να σου πάρει και πίπα αν ήθελες, φαίνεται να παίρνει καλές πίπες» είπε η Μαρία δείχνωντας μία άλλη μαμά πιο πέρα.
    «Εσύ γιατί δεν τρίβεις το σάπιο σου μουνί σε κείνου κεί την καράφλα;» είπε ο Κώστας δείχνωντας έναν τύπο καραφλό με γυαλιά ηλίου που έμοιαζε με παιδεραστή και καθόταν στο πιο πέρα παγκάκι και του τρέχανε τα σάλια ή κάτι τέτοιο.
    «Το έχω ήδη τρίψει στην καράφλα του. Ήταν και γαμώ» είπε η Μαρία.
    Γελάσανε. Ήταν και οι δύο χωρισμένοι και μόνοι, καιρό τώρα.
    Το άλλο πρωί ο Κώστας άργησε να πάει τα παιδιά στο σχολείο. Η ώρα ήταν 9 παρά και το κουδούνι χτυπούσε στις 8 και μισή. Μόλις πήγε και τη μικρή στην τάξη της, βγήκε έξω και ξεφύσηξε σαν φώκια. Δίπλα του ήταν ένας άλλος μπαμπάς, πιο αδύνατος και πιο γυμνασμένος. Έμοιαζε μόλις να έχει βγει από το γυμναστήριο.
    «Δεν αντέχω άλλο αυτή τη ζωή» είπε ο Κώστας.
    «Γιατί φίλε μου;» είπε ο γυμνασμένος μπαμπάς.
    «Κάθε πρωί τα ίδια. Αργώ πάντα. Δεν μπορώ να ξυπνήσω. Είμαι άχρηστος. Γυρνάω σπίτι και τρώω ένα μπωλ γλυκό και ένα μπωλ παγωτό, βλέπω πρωινάδικα στην τηλεόραση και τραβάω καμιά μαλακία. Μετά πάει μεσημέρι και έρχομαι πάλι εδώ να τις πάρω όταν σχολάνε» είπε ο Κώστας.
    «Φίλε, ξέρω τι χρειάζεσαι» είπε ο γυμνασμένος.
    «Τι;».
    «Χρειάζεσαι να μπεις σε φόρμα. Να κάνεις πράματα, να τρέχεις, να γυμναστείς».
    «Ναι, ίσως έχεις δίκιο».
    «Έλα μαζί μου στο γυμναστήριο, θα σου δείξω».
    «Τώρα;» είπε ο Κώστας.
    «Τώρα».
    Στο γυμναστήριο έγινε της πουτάνας. Στην αρχή έκανε τρέξιμο. Ο τύπος τον έβαλε και έτρεχε στο φουλ το μηχάνημα. Γαμήθηκε. Μετά έκανε βάρη. 50 επαναλήψεις και κάμψεις. Μετά κι άλλο τρέξιμο. Ο Κώστας είχε να γυμναστεί από τότε που γεννήθηκε. Ήταν χοντρός, Γύρω στα 100 κιλά.
    Έπαθε κάτι σαν ανακοπή. Περίπου ανακοπή, λιποθύμισε, όλα μαύρισαν. Το ασθενοφόρο ήρθε και τον μάζεψε από το πάτωμα του γυμναστηρίου.
    Το κρεβάτι του νοσοκομείου ήταν άβολο.
    Ο γιατρός μπήκε μέσα και τον σκούντηξε. Εκείνος ξύπνησε.
    «Ξύπνα χοντρέ» είπε ο γιατρός.
    «Πάλι εσύ;» είπε ο Κώστας.
    «Θα με πληρώνεις μέχρι να πεθάνεις χοντρέ».
    Ήταν ο προσωπικός του γιατρός. Είχε καλή ασφάλεια.
    «Σου είπα να μην κάνεις γυμναστική» είπε ο γιατρός.
    «Είσαι απαίσιος» είπε ο Κώστας.
    «Είσαι μία μάζα από λάθη, λίπος και σάπια κόκαλα. Δεν πρέπει να κάνεις τίποτα. Πρέπει να τρως ότι θες, να πίνεις τόνους αλκοόλ, να μην κάνεις γυμναστική και να πεθάνεις» είπε ο γιατρός.
    «Γαμημένε πούστη» είπε ο Κώστας.
    «Θα πάρεις εξιτήριο σήμερα. Μπορεί να πεθάνεις όμως ανά πάσα στιγμή χοντρέ» είπε ο γιατρός.
    «Κωλογλύφτη» είπε ο Κώστας.
   Ο γιατρός γαμήθηκε στο γέλιο.
    Ο Κώστας σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε να πάρει τις κόρες του από το σχολείο. Ήταν ήδη μεσημέρι.
   
   
   blog 

28.3.13

http://ramonmaiden.tumblr.com/

Όραση στο γρασίδι

Κυλιόταν στο γρασίδι και δίπλα
Υπήρχαν ξεραμένα σκατά.
Ο ήλιος έμπαινε μέσα από τα μαλλιά της
Και έσκαγε στο πρόσωπο μου.
Μία πύρινη όαση
Μας κάλυπτε.
Δεν ξέρω πως γινόταν αυτό, αλλά
Γινόταν.
Προσπαθούσα να κοιτάξω
Όσο πιο δυνατά μου επέτρεπε
Η ανθρώπινη όραση
Για να θυμάμαι τη στιγμή αυτή
Μέσα από χιλιάδες άλλες στιγμές.
Οι μυρωδιές ήταν πολλές
Το παραδέχομαι,
Αλλά η δική της ήταν η πιο δυνατή.
Δεν υπήρχε τίποτα το φτιαχτό στις στάσεις
Των σωμάτων μας
Και στις στάσεις των
Εγκεφάλων μας.
Αυτό έπρεπε να το καταγράψει η ιστορία.
Ξέχασα όμως για μία στιγμή πως εγώ
Σιχαίνομαι την ιστορία.
Δεν θέλω να διδαχθώ από την ιστορία.
Θέλω να δω μόνο μέσα από εκείνη,
Ότι αυτή ξέρει
Να το ξέρω κι εγώ.
Κι ότι εγώ ξέρω..
Καταλαβαίνετε;

27.3.13

Ozric Tentacles Live at the Pongmasters Ball

Band's 2002 tour:
Part 1 of  2 at:    http://youtu.be/3G_74QnaNtc a x e .

Ficherelli, Felice - The Rape of Lucretia


Σουρεαλισμός Δευτέρα βράδυ


    Είχα πάει στον κινηματογράφο γιατί βαριόμουνα πάρα πολύ και ήθελα κάπως να σκοτώσω την ώρα μου. Πήρα το σαράβαλο μου το Μαρμπέλα και κατηφόρησα μέχρι την Αστόρια. Ο καιρός ήταν σκατά και έβρεχε ακόμα και μέσα στην ψυχή μου. Δεν γούσταρα κανέναν και τίποτα. Ήθελα απλά να βγω λίγο από το μπουντρούμι το δωμάτιο μου, αυτό ήταν όλο. Ο κινηματογράφος ποτέ δεν μου έκανε καμία εντύπωση.
    Πάρκαρα στην Ανάληψη και περπάτησα μέσα στη βροχή μέχρι την πλατεία Ελευθερίας. Ο κόσμος ήταν λιγοστός και οι περισσότερες φάτσες κατσουφιασμένες και μαγκωμένες μέσα στα μπουφάν. Αισθανόμουν λίγο καλύτερα όμως. Γούσταρα να τους βλέπω όλους καμπούρηδες  γιατί μπορούσα να ταυτιστώ, όταν όλοι χαμογελούσαν ήθελα να κάνω εμετό πάνω τους.
    Μπήκα μέσα στο σινεμά.
    «Ένα εισητήριο» είπα.
    «Τι;» είπε ο τύπος από μέσα στο γκισέ.
    «Ένα εισητήριο».
    «Φοιτητικό;».
    «Όχι» είπα.
    Μπήκα μέσα και κάποιοι περίμεναν και κάπνιζαν ή απλά κοιτούσαν το κενό στο φουαγιέ. Έτριψα τσιγάρο. Πήρα μία μπύρα από το μίνι μάρκετ του σινεμά.
    «Δεν επιτρέπεται να την πιείτε μέσα στην αίθουσα» με πληροφόρησε η τύπισσα από το μπαρ.
    Ήπια τη μπύρα με πέντε γουλιές μετρημένες. Αισθάνθηκα καλύτερα.
    Το έργο ήταν μαλακία. Κοιμήθηκα στα μισά. Άνοιξα τα μάτια μου και είδα πως ήταν ώρα για διάλειμμα γιατί κάποιος σκούντηξε το κάθισμα που καθόμουν. Πήγα στην τουαλέτα.
    Μία γυναίκα με στραπατσαρισμένο πρόσωπο περίμενε έξω από την πόρτα των γυναικείων. Εγώ περίμενα έξω από την πόρτα των αντρικών. Έπιασα να στρίβω τσιγάρο. Είχα σκοπό να φύγω. Δεν άντεχα να δω και το δεύτερο μέρος της ταινίας.
     «Μπορώ να σου κάνω μία τράκα;» ρώτησε η γυναίκα δίπλα μου.
    Της έδωσα τον καπνό μου και εκείνη τον πήρε και άρχισε να στρίβει.
    «Ευχαριστώ» είπε.
    Το σώμα της ήταν πολύ καλό. Ήταν γύρω στα 35. Καστανά μακρυά μαλλιά. Ήταν ταλαιπωρημένη αλλά καλή. Με κάβλωνε. Το πρόσωπο της είχε περάσει πολλά.
    «Θα πάω να πιω μια μπύρα. Δεν αντέχω άλλο την ταινία» της είπα.
    «Ναι, έχεις δίκιο, είναι λίγο βαρετή» είπε.
    «Έχω λεφτά για δύο μπύρες» είπα.
    «Θες να πεις πως δεν έχεις λεφτά για άλλες; Μόνο δύο;» είπε εκείνη κάπως έκπληκτη.
    Δεν ήξερα τι περίμενε. Δεν με ένοιαζε.
    «Ναι, ακριβώς αυτό θέλω να πω» είπα και γύρισα για να φύγω.
    «Κάτσε, να πάρω την τσάντα μου από τη θέση μου και φύγαμε» είπε.
    Είχε τρομερά οπίσθια. Τα κοιτούσα υπνωτισμένος. Φορούσε υφασμάτινο παντελόνι και αυτό κολάκευε τον κώλο της. Την ακολούθησα σαν ζόμπι. Αισθανόμουν εντάξει. Κάποιοι μας κοιτούσαν που φεύγαμε στη μέση της προβολής. Μάλλον εκείνοι δεν θα έκαναν ποτέ κάτι τέτοιο. Μας μισούσαν, το ένιωθα στο βλέμμα τους. Ήθελαν κι εκείνοι να φύγουν αλλά κάτι τους κρατούσε εκεί καρφωμένους.
    Βγήκαμε στο δρόμο και έβρεχε. Καλυφτήκαμε με τα χέρια μας και όπως αλλιώς μπορούσαμε. Εγώ είχα το πρόγραμμα των προβολών και το έβαλα πάνω από το κεφάλι μου αντί ομπρέλας, εκείνη είχε την τσάντα της. Πλατσουρίζαμε στα νερά και έκανε κρύο.
    Μπήκαμε στο πρώτο μπαρ που βρήκαμε μπροστά μας, κάπου στην Κοραή για να γλιτώσουμε από τη βροχή.
    Έπαιζε σάπια ελληνική μουσική αλλά ευτυχώς είχε λίγο κόσμο. Κάτσαμε σε κάτι σκαμνιά στο μπαρ.
    «Δύο μπύρες» είπα στον μπάρμαν.
    «Δεν μου φαίνεσαι να την πολυπαλεύεις» είπε εκείνη.
    «Έχεις καλό μάτι» είπα.
    «Με λένε Ελένη» είπε.
    «Κώστας» είπα και άρχισα να στρίβω. Μετά της έδωσα να στρίψει κι εκείνη.
    «Ξέχασα να πάρω τσιγάρα» είπε.
    Χάζευα λίγο το κενό. Το μπαρ ήταν αδιάφορο όπως και οι φάτσες που ήταν γύρω μας. Η μπύρα ήταν καλή και δροσερή.
    Ήπιαμε για λίγη ώρα χωρίς να λέμε πολλά. Εγώ τελείωσα τη δική μου. Μετά από λίγο τελείωσε κι εκείνη τη δική της.
    «Αυτό ήταν» είπα, «δεν έχω άλλα λεφτά».
    «Πάμε στο σπίτι μου» είπε η Ελένη.
    Πήγαμε μέχρι την Ανάληψη και πήραμε το Μαρμπέλα μου. Ευτυχώς η βροχή είχε κόψει. Έκανε λίγη ώρα μέχρι να πάρει μπροστά το κάρβουνο μου.
   Μου έδειξε το δρόμο. Έμενε κάπου στη Θέρισσο. Σταματήσαμε σε ένα μίνι μάρκετ.
    Η βροχή είχε σταματήσει πλέον τελείως αλλά στον αέρα πλανιόταν μία φαρμακερή υγρασία που σου τρυπούσε τα κόκαλα. Το Μαρμπέλα δεν είχε καλοριφέρ, είχε χαλάσει και έτσι τουρτουρίζαμε σαν ψάρια στη στεριά.
    Κατεβήκαμε από το Μαρμπέλα. Εγώ είχα σκαλώσει στα ζουμερά πισινά της Ελένης και η Ελένη οδηγούσε το δρόμο για το μίνι μάρκετ.
    Πήρε κωλόχαρτο, μία εξάδα μπύρες, 5 πούρα του ενός ευρώ, γαριδάκια και σοκολάτες. Είμασταν επισήμως καβατζωμένοι για τη νύχτα. Μου είπε πως στο σπίτι είχε και ένα μπουκάλι βότκα.
    Παρκάραμε κάπου κοντά στη Μίνωος. Το σπίτι της ήταν στο δεύτερο όροφο μίας παλιάς πολυκατοικίας. Έμενε μόνη.
    Αράξαμε στο σαλόνι. Απέναντι ακριβώς υπήρχε μία τεράστια πινακίδα νέον που έγραφε ΨΗΤΟΠΩΛΕΙΟ Ο ΓΙΩΡΓΟΣ. Μας φώτιζε τα πρόσωπα με πράσινο και κόκκινο χρώμα. Ήταν ωραία.
    Της είπα να βάλει στον υπολογιστή να ακούσουμε Beethoven, είχα όρεξη για τον γερμαναρά τον κουφό. Με κοίταξε κάπως περίεργα και γέλασε. Έκατσε στον καναπέ και σταύρωσε τα πόδια της μπροστά μου. Ήταν όμορφα πόδια. Φαινόντουσαν οι άκρες από τις κάλτσες της. Το στήθος της ήθελε να αναπνεύσει, το αισθανόμουν. Την πλησίασα και την αγκάλιασα. Στο άλλο χέρι μου είχα μία μπύρα και πήγα να το παίξω μάγκας και να την ανοίξω με τα δόντια. Δεν τα κατάφερα και παραλίγο να σπάσω το δόντι μου. Εκείνη γέλασε και με κοροϊδεψε. Γελάσαμε. Άναψα ένα πούρο. Ήταν φτηνιάρικο και βαρύ αλλά το γούσταρα. Εκείνη προτίμησε τα τσιγάρα της. Την περιποιήθηκα και της έβγαλα το ένα στήθος έξω από την μπλούζα και άρχισα να το πιπιλάω σαν μωρό. Εκείνη βόγκηξε.
    Έπιασα δουλειά. Της έβαλα χέρι και έκανα πέρα το κυλοτάκι της και της έχωσα τα δύο πρώτα δάχτυλα μου μέσα της. Τρελάθηκε. Η γυναίκα είχε καιρό να γαμηθεί. Έτσι φαινόταν ή εγώ δεν ήξερα να κρίνω. Πιάσαμε δουλειά, εκείνη με το πέος μου στο στόμα της και εγώ να της μπαινοβγάζω τα δάχτυλα μου και να γλύφω το στήθος της. Ήταν υγρή.
    Χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας.
    ΝΤΡΙΙΙΙΙΙΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝ!!
    Εκείνη πάγωσε και με κοίταξε. Εγώ ούτε καν το είχα ακούσει το κουδούνι από την κάβλα μου.
    «Μισό λεπτό να δω ποιος είναι» μου είπε η Ελένη.
    «Τώρα;» είπα εγώ και την κοίταξα σαστισμένος.
    Σηκώθηκε από τον καναπέ και με άφησε με την πούτσα έξω να κρέμεται σαν πεθαμένο κρέας.
    Άκουσα ομιλίες στο διάδρομο. Δεν καταλάβαινα τι έλεγαν.
    Σε μία φάση έσκασε στο σαλόνι η Ελένη μαζί με έναν μουσάτο, ψηλό τύπο.
    Εγώ είχα ακόμα το πουλί μου έξω και άρχισα να το μαζεύω όσο πιο αξιοπρεπώς γινόταν. Δεν περίμενα τέτοια εξέλιξη.
    Ο μουσάτος, ψηλός τύπος έκανε πως δεν είδε το πουλί μου. Δεν με ένοιαζε για τον μαλάκα. Είχα ξενερώσει.
     Έπιασα τη μπύρα και το πούρο μου.
    «Από εδώ ο Αλέξανδρος» είπε η Ελένη.
    Ο Αλέξανδρος έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι και έκατσε στην πολυθρόνα απέναντι μου.
    Έκανα κι εγώ ένα νεύμα χωρίς να πω τίποτα.
    Τι γινόταν ρε πούστη μου; Ποιος ήταν τώρα αυτός;
    «Ο Αλέξανδρος είναι μουσικός και ποιητής» μου είπε με στόμφο η Ελένη.
    «Μμμ» είπα εγώ και κοίταξα το πάτωμα.
    «Εσείς με τι ασχολείστε;» είπε ο Αλέξανδρος.
    «Στο Δήμο δουλεύω, σκουπιδιάρης» είπα.
    Η Ελένη με κοίταξε περίεργα. Ο Αλέξανδρος ένευσε πάλι με την κεφάλα του.
    «Ασχολείστε καθόλου με την τέχνη; Τα σκουπίδια έχουν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον...έχω φτιάξει μία ολόκληρη σειρά από μουσικά άλμπουμ που αναφέρονται στα πάσης φύσεως σκουπίδια της κοινωνίας μας, ξέρετε υποθέτω, σκουπίδια όπως λέμε...κοινωνία, χάος, κυβέρνηση και καπιταλισμός, πλαστικά, σίδερα, φλούδες και μουνιά» είπε ο Αλέξανδρος.
     «Μμμμ» μούγκρισα. Η Ελένη με κοίταξε και ψιλογέλασε. Έκλασα. Πρέπει να ακούστηκε αλλά ο Αλέξανδρος κοιτούσε το ταβάνι. Κοίταξα κι εγώ το ταβάνι. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί.
    Έβαλα μία βότκα σκέτη και χωρίς πάγο και κοιτούσα τα μπούτια της Ελένης.
    Η ώρα περνούσε και η Ελένη έλεγε διάφορες μαλακίες με τον Αλέξανδρο περί τέχνης και ποίησης και μουσικής. Με είχε πάρει ο ύπνος στον καναπέ όταν ένιωσα ένα τρομακτικό πόνο στο πέος.
    «ΑΑΑΑΑΑΡΓΓΓΚΚΚΚΚΚ!!!» φώναξα και άνοιξα τα μάτια μου.
    Η Ελένη ήταν στα πόδια μου και μου δάγκωνε το πουλί και μου χτυπούσε με μανία τα αρχίδια.
    «Τι κάνεις; Έχεις τρελαθεί;;;» είπα.
    «Έφυγε ο Αλέξανδρος. Σε θέλω» είπε.
    Εγώ την έσπρωξα και ανέβασα τα βρακιά μου. Έβαλα άλλη μία βότκα σκέτη. Η ώρα είχε πάει τρεις τη νύχτα. Άναψα ένα τσιγάρο.
    «Δεν θέλεις να με γαμήσεις;» είπε η Ελένη με παράπονο.
    «Σε λίγο, κάτσε λίγο να συνέλθω» είπα.
    «Μαλάκα!! Λαπά! Δεν μπορείς να γαμήσεις!!» φώναξε εκείνη με μίσος.
    Αισθάνθηκα πως είχαμε παραγνωριστεί. Το ξεπέρασα αμέσως όμως.
    Το ένα της στήθος πετάχτηκε έξω από την προσπάθεια της να σηκωθεί από τον καναπέ.
    Άναψα. Την άρπαξα από τα μπούτια.
    «Σκύλα! Έλα δω» είπα. Άρχισα να της δαγκώνω τα βυζιά. Τρελάθηκε. Μου πέταξε έξω το εργαλείο. Άρχισε να με μαλακίζει. Ήταν ωραία. Ήμουν έτοιμος να της τον χώσω όταν χτύπησε πάλι εκείνο το αναθεματισμένο το κουδούνι.
    ΝΤΡΡΡΡΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΝΝΝΝΝΝ!!!!!!
    Γαμώ τη τύχη μου ρε πούστη. Η Ελένη μου ξέφυγε πάλι και πήγε με τα βυζιά φόρα μόστρα χοροπηδηχτή να ανοίξει σαν κουνέλι την πόρτα.
    Ήτανε ότι πρέπει για θυρωρός.
    Η τύπισσα ήταν για δέσιμο. Ήπια μία γουλιά βότκα να συνέλθω από την ξενέρα.
    Μπήκε μέσα η Ελένη μαζί με μία γριά. Η γριά πρέπει να ήταν γύρω στα 80 και βάλε.
    «Από εδώ η γιαγιά μου η Λουίζα» είπε η Ελένη.
    Εγώ ήμουν με την πούτσα έξω. Δεν είχα κάνει τον κόπο να την βάλω μέσα στο παντελόνι πάλι. Ήμουν δαιμονισμένος και ήθελα να πεθάνω ή να σκοτώσω κάποιον. Η γριά με κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια, μία εμένα και μία το πουλί μου. Το έβαλα μέσα. Δεν άντεχα να με κοιτάει. Η Ελένη ψιλογελούσε. Ήταν για δέσιμο η γυναίκα πάει και τελείωσε.
    Έδωσα μία βότκα στη γριά γιατί δεν ήξερα τι άλλο να κάνω με τα χέρια μου. Εκείνη την πήρε και άρχισε να πίνει σαν παλιός μπεκρής. Ρεύτηκε. Εγώ άρχισα να γελάω σαν τρελός. Έπεσα κάτω από τον καναπέ από τα γέλια. Η Ελένη άρχισε να με μαλώνει. Η γριά τρελάθηκε και τραβούσε τα μαλλιά της Ελένης και της έλεγε να μη με μαλώνει και να κάτσει κάτω. Βρέθηκα να χωρίζω την Ελένη και τη γριά. Ξύλο κανονικό. Η μπάμπω δεν μασούσε. Ήταν δυνατή σαν παλαιστής.
    Με τα πολλά κάτσαμε πάλι κάτω.
    «Εσύ τι κάνεις παιδί μου;» με ρώτησε η γριά.
    «Γράφω» είπα.
    Εκείνη έκανε νεύμα θετικό. Η Ελένη είχε πάει στο μπάνιο. Η γριά ήταν μέσ’ το κόλπα. Η γριά ήξερε. Η γριά ήταν παλιά καραβάνα. Την γούσταρα.
    «Θέλεις να γαμήσεις έτσι;» είπε η γριά με πονηρό βλέμμα.
    «Ναι» είπα εγώ.
    «Τίποτα δεν γίνεται στο τσάμπα μάγκα μου, γίνε λίγο άντρας ρε σκατιάρη» είπε η γριά και μου έκλεισε το μάτι αφού πρώτα μου έδωσε μία μούτζα.
    Στην αρχή δεν κατάλαβα τι μου είπε η γριά. Είχε όμως δίκιο όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια.
    Η Ελένη γύρισε και μου είπε πως ήταν η ώρα να πάει τη γιαγιά της στο σπίτι. Είχε ξυπνήσει μεσ’ τη νύχτα και όταν γινόταν αυτό, της έκανε επίσκεψη ότι ώρα και να ήταν για να δει την αγαπημένη της εγγονή. Η γριά έμενε στον κάτω όροφο.
    Η γιαγιά άρχισε να βρίζει την Ελένη με τρομερές βρισιές. Δεν καταλάβαινα τι στον πούτσο γινόταν.
    Η φάση ήταν αρκετά σουρεαλιστική και άρχιζα να ξενερώνω γιατί εγώ απλά να γαμήσω ήθελα και να κοιμηθώ ή να πάω στο σπίτι μου. Ήμουν αρκετά απλός σαν άνθρωπος. Δεν μου άρεσε ο σουρεαλισμός καθόλου.
    Η γριά την έκανε και η Ελένη ήρθε και μου ανακοίνωσε πως νυστάζει με ήφος βασίλισσας Ελισάβετ και πάνω.
    Εγώ σηκώθηκα και της έριξα δύο χαστούκια ανάποδα στα μούτρα.
    Εκείνη σάστισε. Δεν το περίμενε. Σουρεαλισμό δεν ήθελε;
   Εγώ είχα να της δώσω μόνο ωμό ρεαλισμό.
    Πήγε να μου κατεβάσει το πρόσωπο με τα νύχια της. Την άφησα. Αίμα έτρεχε από το πρόσωπο μου αλλά δεν μάσησα.
    «Μπάσταρδε! Μπροστά στη γιαγιά μου ρε αρχίδι;; Να φαίνεται η ψωλή σου ρε βρωμιάρη; Δεν ντρέπεσαι λίγο ρε;; Έξω από το σπίτι μου ρε γουρούνι!» είπε εκείνη με μίσος.
    Της τράβηξα άλλη μία και ούρλιαξε. Δεν ήταν του στυλ μου να χτυπάω γυναίκες αλλά δεν μπορούσα να κρατηθώ. Τη γύρισα και της κατέβασα τη φούστα. Της άνοιξα τα πόδια και της τον έχωσα με δύναμη. Ούρλιαξε από κάβλα και μίσος. Γαμηθήκαμε σα σκυλιά στο πάτωμα. Έχυσα μέσα της και ξεψύχησα στην πλάτη της σαν σακί.
    «Μπάσταρδε, βιαστή, μουνόπανο, αρχίδι, κερατά θα φωνάξω την αστυνομία ρε» είπε σιγανά η Ελένη από κάτω μου.
    Τραβήχτηκα και έβαλα το παντελόνι μου. Έβγαλα από μέσα το πορτοφόλι. Είχα δύο ευρώ και κάτι σε ψηλά. Τα πέταξα πάνω στην Ελένη. Εκείνη με κοιτούσε με μεγάλα μάτια. Γύρισα και βγήκα από την πόρτα του σπιτιού της. Εκείνη με έβριζε συνέχεια και μου πετούσε πράγματα.
    Έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Κατέβηκα με τις σκάλες και η γιαγιά της Ελένης με περίμενε στην πόρτα της.
    «Γάμησες, ντάξει;» είπε η γριά.
    Εγώ έκανα νεύμα θετικό με το κεφάλι και η γριά μου έκλεισε το μάτι.
    «Να ξανάρθεις αύριο» είπε η γριά χαρούμενη.
    Εγώ βγήκα από την πολυκατοικία και έξω έβρεχε της πουτάνας και πάλι.


26.3.13

To εκπομπάκι μου του περασμένου Σαββάτου.

http://www.mixcloud.com/sofia-tziraki/soundpool-vol20-230313/

foSia

25.3.13




Αγία Φωτεινή


Δεν του άρεσε να γελάει. Καθόταν μόνος του στο μικρό σπίτι. Κάπνιζε ένα τσιγάρο. Η γυναίκα ήταν ξαπλωμένη στο μονό κρεβάτι στο δίπλα κτίριο.
Ηταν όμορφη αλλά δεν τον απασχολούσε. Εβαλε το μπουφάν του, πήρε το αλυσοπρίονο και βγήκε από την πόρτα.
Έξω έβρεχε γι' αυτό κουβαλούσε τα ξύλα κάτω από το λυόμενο και τα έκοβε. Μία πριονιά σε όλα.
Εκείνη πήγε και τον βρήκε εκεί που δούλευε.
"Τι κάνεις; Ηπιες καφέ;" τον ρώτησε.
"Ναι".
"Θα μαγειρέψω αρνί".
Εκείνος έγνεψε θετικά.
Τελείωσε με το κόψιμο και άναψε τσιγάρο. Κοίταξε την κορφή της Αγίας Φωτεινής. Μαύρα σύννεφα μαζευόντουσαν. Ο καιρός έδενε.
Εκεί πάνω τον είχανε βαπτισμένο. Ακροφοβία.
Δεν έβλεπε καλά από το ένα μάτι. Ο ήχος από το αλυσοπρίονο ήταν ωραίος.
Δεν ήξερε πότε πέρασε η ώρα.
Εκείνη του φώναξε να φάνε.
Άρχισε να βρέχει όταν μπήκε μέσα στο σπίτι.

24.3.13

PARTY ANIMALS 3




Η εκπομπή είναι αφιερωμένη στον Jason Molina

1973-2013



                                                                                                         





  Ο κύριος Ψ.

     Περίμενε να δει τι θα γίνει. Δεν του είχε μείνει τίποτε άλλο να κάνει. Απλά περίμενε. Φράγκο δεν υπήρχε, τα οικονομικά του έμοιαζαν να είναι συνέχεια στα όρια. Το νοίκι απλήρωτο και ήταν 16 του μήνα.
    Έπινε τη μία μπύρα μετά την άλλη τις νύχτες και κάπνιζε σαν τζάκι τα στριφτά τσιγάρα. Είχε γρίπη και πρόσφατα είχε χάσει 100 ευρώ στο στοίχημα, γαμώ το αργεντίνικο πρωτάθλημα.
     Καθόταν στο μικρό του δωμάτιο και χάζευε τον τοίχο καπνίζοντας ένα στραβό τσιγάρο.
    Ο υπολογιστής έπαιζε σιγανά Richard Strauss. Χτύπησε το τηλέφωνο, το κινητό. Σταθερό δεν είχε. Ακόμα δεν μπορούσε να συνηθίσει τον ήχο του. Τρόμαξε και η κάφτρα από το τσιγάρο του έπεσε στο πουκάμισο και το έκαψε.
    «Ναι;» είπε.
    «Σας τηλεφωνούμε από τη Cyta, θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε πως ο λογιασιασμός σας για τον μήνα Δεκέμβριο είναι ανεξόφλητος και...» είπε μία γυναικεία φωνή.
    Έκλεισε το τηλέφωνο. Τράβηξε τζούρα από το τσιγάρο. Η ώρα ήταν ακόμα 11 το πρωί. Πήγε μέχρι το νιπτήρα της μικρής κουζίνας και έριξε μία χλέπα. Ξέπλυνε το νιπτήρα. Έβαλε να βράζει καφές.
    Σκατά. Σε λίγο θα του κόβανε και το ίντερνετ. Πως σκατά θα άκουγε μουσική; Δεν κατέβαζε μουσική στο σκληρό δίσκο. Ήταν μαλάκας και τεμπέλης, τώρα το καταλάβαινε.
    Χτύπησε πάλι το τηλέφωνο.
    «Ναι;».
    «Καλημέρα σας, σας τηλεφωνούμε από την τράπεζα Πειραιώς για το καταναλωτικό δάνειο σας. Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε πως η τελευταία δόση του Ιανουαρίου είναι χρωστούμενη οπότε θα θέλαμε...» είπε ένας τύπος στο ακουστικό.
    Έκλεισε το τηλέφωνο. Πήγε στην τουαλέτα και έβγαλε τις μίξες του. Άρχισε να βήχει. Έριξε μερικές ακόμα χλέπες στην λεκάνη. Τράβηξε το καζανάκι. Σκέφτηκε τα παιδιά στην Αφρική που πεινούσαν και διψούσαν και κυλιόντουσαν στη λάσπη με τις πεταχτές κοιλιές τους. Δεν ήξερε γιατί θυμήθηκε τα παιδιά στην Αφρική. Μάλλον άρχιζω να τρελαίνομαι, σκέφτηκε.
        Έκατσε στον υπολογιστή και πάτησε ένα μπάνερ στα δεξιά της οθόνης που έλεγε ΓΝΩΡΙΣΕ ΜΙΑ ΑΛΗΘΙΝΗ ΡΩΣΙΔΑ ΓΥΝΑΙΚΑ και αναβόσβηνε δείχνωντας ένα τρελό μανούλι χωρίς ρούχα. Το λινκ τον έβγαλε σε ένα τσοντοσάιτ. Κοίταξε μερικούς κώλους και μερικά μουνιά. Τράβηξε μαλακία με μία μαύρη που έκανε μασάζ σε έναν Κινέζο με λάδια και τα ρέστα.
    Χτύπησε πάλι το μπουρδέλο το τηλέφωνο.
    «Ναι;» απάντησε με κατεβασμένα τα παντελόνια και τα χύσια στα χέρια.
    «Γεια χαρά, θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε για τις νέες προσφορές της Wind, με το πακέτο αυτό...» είπε μία γυναίκα.
    «Ευχαριστώ δεν θέλω» είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.
    Άνοιξε το θερμοσίφωνο. Περίμενε με κατεβασμένα τα παντελόνια, σκουπίστηκε με χαρτί κουζίνας και έστριψε ένα τσιγάρο και έβαλε καφέ.
    Χτύπησε ΠΑΛΙ το τηλέφωνο.
    Αποφάσισε πως αν ξαναχτυπούσε άλλη μία φορά θα το έσπαγε αμέσως.
    Του έδωσε μία τελευταία ευκαιρία και το σήκωσε.
    «Ναι;».
    «Ο κ. Κοβαλένκο;» είπε μία γυναικεία φωνή.
    «Ναι».
    «Είχατε στείλει το βιογραφικό σας στην εταιρία μας. Ετοιμάζουμε μία καινούρια ταινία και σας επιλέξαμε για μία συνέντευξη» είπε η τύπισσα.
    «Δεν είμαι ηθοποιός».
    «Το γνωρίζουμε. Στο βιογραφικό σας δηλώνετε συγγραφέας. Εμείς όμως ζητάμε κάποιον άνθρωπο για ένα δεύτερο ρόλο».
    «Δεν έχω ιδέα από υποκριτική» είπε ο Κοβαλένκο.
    «Μην ανυσηχείτε, περάστε από τα γραφεία μας. Εθνικής Αντιστάσεως 134. Στις 3 και μισή σήμερα» είπε η γυναίκα.
    «Εντάξει».
    Έκλεισε το τηλέφωνο και πήγε και κοίταξε τη φάτσα του στον καθρέπτη του μπάνιου. Άισχος και μαύρα χάλια. Αρχιδοσακούλες κάτω από τα μάτια, ρυτίδες, άσπρες τρίχες, σημάδια στο πρόσωπο από σπυράκια και μία μύτη σαν κοντάρι στραβό και μαλλί θάμνος αχτένιστο. Πως είναι δυνατόν να τον ήθελαν για ταινία με τέτοια μούρη; Σκέφτηκε πως μπορεί να γύριζαν την Παναγία των Παρισίων και τον ήθελαν για Κουασιμόδο ή κάτι τέτοιο τρελό.
    Έβαλε τα ρούχα του και πήρε το μηχανάκι. Στην αρχή δεν έπαιρνε μπροστά. Του έριξε μερικές χριστοπαναγίες και δύο κλωτσιές και τελικά πήρε. Η μανιβέλα έκανε θαύματα. Δεν γούσταρε τα μηχανάκια με μίζα και μαλακίες.
    Ο καιρός ήταν σκατά και έκανε κρύο. Ψιχάλες έπεφταν στο κεφάλι του. Δεν φορούσε ποτέ κράνος γιατί δεν το μπορούσε, όποτε έβαζε κράνος τον αποπροσανατόλιζε και πάντα ήταν στα πρόθυρα να στουκάρει με κάποιο δέντρο ή με κάποια γριά. Δεν ήταν αυτό που λέμε ένας αξιόπιστος οδηγός.
    Έφτασε στο ραντεβού του καθυστερημένος μισή ώρα. Ανέβηκε κάτι σκαλιά. Το ασανσέρ δεν λειτουργούσε. Χτύπησε το κουδούνι. Πάνω από την πόρτα υπήρχε κάμερα. Κοίταξε μέσα στην κάμερα. Ήλπιζε να έβλεπαν τη φάτσα του και να μην του άνοιγαν καθόλου.
    Άνοιξε η πόρτα και μία όμορφη γυναίκα γύρω στα τριάντα στεκόταν μπροστά του.
    «Ο κ. Κοβαλένκο;» είπε η γυναίκα. Ήταν μελαχροινή, αρκετά ψηλή, όμορφα πόδια και τακούνια που έκαναν τον κώλο της να πετάγεται σαν μαγικό μανιτάρι-ζελεδάκι από τον παράδεισο.
    «Ναι» είπε ο Κοβαλένκο.
    «Περάστε παρακαλώ, ο κύριος Ψ. σας περιμένει» είπε η γυναίκα και του έδειξε το γραφείο μέσα αριστερά. Παντού υπήρχαν αφίσες με τσόντες. Ελληνικές τσόντες, πρόσφατες κυκλοφορίες. Είχε έρθει σε τσοντάδικο. Προχώρησε προς το γραφείο του κυρίου Ψ.
    «Γειά σας κύριε Κοβαλένκο, καθίστε» είπε ο κύριος Ψ. Ένα τεράστιο πούρο κρεμόταν σαν συνέχεια του στόματος του. Το γραφείο μύριζε πούρο και σπέρμα. Ο κύριος Ψ. είχε μουστάκι και φορούσε κουστούμι. Έμοιαζε με...μα πως ήταν δυνατόν;
    Λες ρε μαλάκα;
    Ο Κοβαλένκο έκατσε. Δεν είπε τίποτα. Το έπαιζε σκληρός. Ήταν σκληρός. Άρχισε να φτιάχνει στριφτό. Δεν κοιτούσε καν προς το μέρος του κυρίου Ψ.
    «Τι ξέρεις από ταινίες;» είπε ο κύριος Ψ.
    «Δεν μου αρέσουν οι ταινίες» είπε ο Κοβαλένκο.
    «Εμείς δεν κάνουμε ταινίες, κάνουμε τέχνη» είπε ο κύριος Ψ.
    Ο Κοβαλένκο έγνεψε, δεν είπε τίποτα και απλά συνέχισε να στρίβει το τσιγάρο του. Όλοι οι καπνοί είχανε πέσει στο χαλί. Έμοιαζε να είναι γνήσιο περσικό. Από κάπου ακουγόταν μουσική. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι μουσική ήταν, έμοιαζε με κάποιου είδους rock.
    «Σου αρέσει το kraut rock Κοβαλένκο, οι Can, το Monster Movie;» είπε ο Ψ.
    «Όχι».
    «Μπορώ να διαβάσω τις σκέψεις σου ξέρεις» είπε ο Ψ.
     Ο Κοβαλένκο άναψε το τσιγάρο του. Δεν είπε τίποτα. Κοίταξε στα μάτια τον κύριο Ψ. Σκέφτηκε πως μοιάζει υπερβολικά με τον...
    «Δεν μοιάζω υπερβολικά. Είμαι αυτός που μόλις σκέφτηκες. Μόνο που αυτό το επώνυμο το έχω διαγράψει πλέον. Τώρα θα με ξέρεις σαν ο κύριος Ψ.» είπε ο κύριος Ψ.
    Ο Κοβαλένκο έγνεψε θετικά με αδιαφορία και έριξε κάτω τη στάχτη.
    Μπήκε μέσα η γυναίκα. Τους άφησε στο γραφείο δύο μπύρες, παγωμένες. Έμοιαζαν θεσπέσιες και σταγονίτσες έτρεχαν πάνω στον γυάλινο, πράσινο λαιμό τους.
    «Φέρε και μεζέ. Θες μεζέ Κοβαλένκο;» είπε ο Ψ.
    «Όχι» είπε ο Κοβαλένκο και άρπαξε με λαχτάρα τη μία μπύρα. Ήπιε τη πρώτη γουλιά και όλα ήρθανε στα ίσια τους. Η ώρα ήταν 4 και δέκα το μεσημέρι, ημέρα Παρασκευή. Δεν είχε φάει τίποτα όλη μέρα αλλά δεν πεινούσε. Το φαί τον άφηνε αδιάφορο. Έτρωγε γιατί έπρεπε να μένει ζωντανός. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν το ποτό και το γράψιμο.
    «Λοιπόν, για να ξηγιόμαστε, εδώ σε θέλω για να γράψεις ένα σενάριο για την καινούρια μου ταινία. Θα σου πω εγώ τη βασική ιδέα και εσύ θα γράψεις τις λεπτομέρειες. Επίσης σε χρειάζομαι για να κρατάς που και που το μικρόφωνο γιατί το παιδί που είχαμε πήγε φαντάρος» είπε ο Ψ. και άφησε ένα σύννεφο καπνού από το στόμα χωρίς να βγάλει το πούρο από το στόμα.
    «Εσύ πότε βγήκες από τη φυλακή;» είπε ο Κοβαλένκο.
    «Δεν μπήκα ποτέ. Έτσι το κάναμε να φανεί, ήταν όλα μία παραίσθηση, τίποτε άλλο. Μία τηλεοπτική  παραίσθηση μαζική, των μαζών, πως το λένε, ξέρεις..» είπε ο κύριος Ψ.
    «Μικρόφωνα εγώ δεν κρατάω. Επίσης η κοπέλα στο τηλέφωνο μου είπε πως με θέλατε για ηθοποιό και όχι για να γράψω σενάριο σε τσόντα» είπε ο Κοβαλένκο.
    Ο κύριος Ψ. χτύπησε με δύναμη το χέρι του στο γραφείο και άρχισε να ουρλιάζει. Έριξε άλλη μία με το πόδι του στο γραφείο και ξαναέκατσε. Ήταν σε καλή φόρμα ο πούστης.
    «Είπαμε δεν είναι τσόντα γαμώ την παναγία μου! Είναι ερωτική ταινία τέχνης, το είπαμε, δεν το είπαμε;» είπε ο Ψ. και στάχτες από το τεράστιο πούρο έπεσαν στο κουστούμι του.
    «Πόσα θα μου δώσεις;» είπε ο Κοβαλένκο.
    «500 ευρώ και το σενάριο το θέλω σε δύο εβδομάδες από σήμερα» είπε ο Ψ.
    «700 ευρώ και θα στο έχω έτοιμο σε μία εβδομάδα» είπε ο Κοβαλένκο.
    «600 ευρώ και θα μου το έχεις έτοιμο σε μία και μισή εβδομάδα» είπε ο Ψ.
    «Εντάξει, πόσες σελίδες να είναι;»
    «Δεν ξέρω. Να είναι καλό και να βάλεις μέσα και ποδοσφαιριστές. Ο αθλητισμός πουλάει. Να υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερις σκηνές και το φινάλε, γκραν φινάλε ε;» είπε ο Ψ.
    Ο Ψ. πήγε να δώσει το χέρι του στον Κοβαλένκο. Εκείνος δεν του έδωσε το δικό του.
    «Έχω ιδρωμένα χέρια» είπε ο Κοβαλένκο. Σηκώθηκε και την έκανε από εκεί μέσα.
    Η τύπισσα με τον ωραίο κώλο και τα όμορφα μαλλιά έτρεξε να τον προλάβει.
    «Θα σας πάρουμε τηλέφωνο» είπε η τύπισσα.
    Εκείνος έγνεψε. Σταμάτησε και την κοίταξε.
    «Έλα στο σπίτι μου απόψε» είπε ο Κοβαλένκο.
    «Δεν μπορώ. Είμαι δεσμευμένη» είπε η γυναίκα.
    «Δεν πειράζει. Δεν με ενοχλεί» είπε ο Κοβαλένκο.
    Εκείνη χαμογέλασε και εκείνος της έπιασε το στήθος. Του έριξε μία γροθιά στη μύτη.
    «Με γάμησες!» είπε ο Κοβαλένκο και έπιασε τη μύτη του. Ευτυχώς δεν έτρεξε αίμα.
    Χαλάλι σκέφτηκε, είχε τρομερό στήθος η τύπισσα. Χαλάλι το μπουκέτο. Η πρωινή προπόνηση του έκανε καλό πάντα.
    Καβάλησε το μηχανάκι και εκείνη την ώρα θυμήθηκε πως είχε ξεχάσει το θερμοσίφωνο ανοιχτό. Γαμήθηκε να τρέχει στο δρόμο. Παραλίγο να σκοτωθεί πάνω σε έναν γύφτο με μία καρότσα γεμάτη πορτοκάλια.
*
    Είχε περάσει μία εβδομάδα από την μεγάλη συνάντηση του Κοβαλένκο με τον κύριο Ψ. Ο Κοβαλένκο ήταν ως συνήθως στο σπίτι του, στον υπολογιστή και έγραφε πίνοντας ένα μπαγιάτικο λευκό κρασί. Είχε γράψει σχεδόν το μισό σενάριο της τσόντας. Ήταν απόγευμα.
    Το στόρυ ήταν και καλά μέσα σε ένα γήπεδο ποδοσφαίρου. Μετά στα αποδυτήρια γινόταν της πουτάνας. Θα σκάγανε κάτι γκόμενες με αθλητικές φόρμες και θα πηδιόντουσαν με τους παίχτες. Υπερπαραγωγή. Η τελική σκηνή θα ήταν παρτούζα με 11 παίχτες και 11 γκόμενες. Το φινάλε θα ήταν πως οι γκόμενες ήταν εξωγήινες και θα απήγαγαν τους παίχτες για να κάνουν μία τρομερή ομάδα ποδοσφαίρου στον πλανήτη τους, επειδή εκεί δεν είχαν ποδόσφαιρο ποτέ και το γουστάρανε οι εξωγήινοι το ποδόσφαιρο.
    Έβαλε τις τελευταίες πινελιές στο σενάριο. Ήξερε πως ήταν για τα σκουπίδια αλλά δεν τον ένοιαζε. Ήθελε τα φράγκα. Του άρεσε το κακό γράψιμο. Άλλωστε κι εκείνα που έγραφε κι αυτός τέτοια ήτανε. Σαπίλες και ψιλοτσόντες. Λογοτεχνία για την τουαλέτα. Το γούσταρε. Άλλωστε στην τουαλέτα περνούσαμε το μισό μέρος της ζωής μας και το άλλο μισό στο κρεβάτι. Η τουαλέτα ήταν ένα σημαντικό μέρος στις ζωές των ανθρώπων και κάποιος έπρεπε να το τιμήσει με λίγη λογοτεχνία, δεν υπήρχαν πολλοί που το έκαναν αυτό.
    Χτύπησε το τηλέφωνο.
    Τρόμαξε και το μπουκάλι το κρασί έπεσε πάνω στην ποδιά του και τον έκανε πουτάνα. Έβρισε ένα γρήγορο χριστοπανάγιο και σήκωσε το τηλέφωνο.
    «Σας  τηλεφωνούμε από το αστυνομικό μέγαρο Ηρακλείου. Πρέπει να περάσετε από εδώ στις 5. Έχουμε κάποιες ερωτήσεις να σας κάνουμε σχετικά με ένα συγκεκριμένο άτομο» είπε ο μπάτσος.
    «Με κοροϊδεύετε;».
    «Στις 5 στο Μέγαρο. Μην με αναγκάσετε να στείλω περιπολικό» είπε αγριεμένος ο μπάτσος.
    Ο Κοβαλένκο αναρωτήθηκε από πότε είχε ξαναγυρίσει η χούντα. Τι γινόταν, που ήταν τα τανκς; Δεν καταλάβαινε τίποτα ρε πούστη. Η ώρα ήταν 3. Έφαγε κάτι λουκάνικα από το Λιντλ στο τηγάνι. Δεν θα πήγαινε πουθενά. Μάλλον κάποιος του έκανε πλάκα. Πήρε τηλέφωνο το νούμερο από την κάρτα που του είχε δώσει ο κύριος Ψ.
     Ψ. – ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ ΤΑΙΝΙΩΝ ΤΕΧΝΗΣ ΜΕ ΕΡΩΤΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ – 6974356725 – ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΩΣ 134 – ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ, EMAIL MAKPSI@GMAIL.COM
    Άφησε να χτυπήσει δέκα φορές και μετά το έκλεισε. Δεν το σήκωσε κανείς.
    Κατά τις 10 τη νύχτα το είχε ξεχάσει. Είχε γίνει στουπί στο μεθύσι με τη ρακή που του είχαν φέρει για δώρο κάτι γείτονες. Κάτι έγραφε στον υπολογιστή όταν η πόρτα έσπασε και μπήκαν μέσα κάτι γορίλες με πολιτικά. Τρία άτομα. Τον άρπαξαν αστραπιαία από την καρέκλα και τον έριξαν στο πάτωμα.
    «ΛΕΓΕ ΡΕ ΜΟΥΝΙ!!! ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΡΕ;;; ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ;;; ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΧΕΙΣ ΚΡΥΜΜΕΝΟ;;;» ούρλιαξε ο γορίλας νούμερο ένα από πάνω του. Σάλια τον βρήκαν στο πρόσωπο.
    Κάποιος του έριξε μία κλωτσιά στο γόνατο. Γαμήθηκε στον πόνο.
    «ΛΕΓΕ ΡΕ ΑΡΧΙΔΙ!!! ΤΙ ΕΧΕΙΣ ΕΣΥ ΜΕ ΤΟΝ Ψ. ΡΕ; ΛΕΓΕ ΡΕ ΜΟΥΝΙ!» είπε ο γορίλας νούμερο ένα.
    Δεν πρόλαβε να ανοίξει το στόμα του ο Κοβαλένκο για να αρθρώσει λέξη και κάποιος τον χτύπησε στο κεφάλι με κάτι σκληρό και έχασε τον κόσμο. Λιποθύμησε.
    Ξύπνησε μετά από πολλή ώρα. Η εξώπορτα ήταν ανοιχτή, το σπίτι πουτάνα. Του είχαν διαλύσει το διαμέρισμα. Κάτι έψαχναν. Η μύτη του πρέπει να ήταν σπασμένη, είχε ένα τεράστιο φούσκωμα στο κεφάλι και το γόνατο του τον πονούσε φρικτά. Σηκώθηκε με τα χίλια ζόρια. Έκανε εμετό στο χαλί. Ξανασηκώθηκε. Το πουκάμισο του ήταν γεμάτο αίμα. Πήγε μέχρι το γραφείο. Ο υπολογιστής σπασμένος και ο σκληρός του άφαντος. Το σενάριο είχε κάνει φτερά. Δεν το είχε σώσει πουθενά αλλού.
    Χτύπησε το τηλέφωνο του.
    «Ναι;».
    «Είναι έτοιμο;» είπε ο κύριος Ψ.
    «Άντε γαμήσου ρε αρχίδι» είπε ο Κοβαλένκο.
    «Τι έπαθες αγόρι μου;».
    «Με γαμήσανε κάτι μπάτσοι και μου σπάσανε το σπίτι. Το σενάριο το πήρανε» είπε ο Κοβαλένκο.
    «Μην ανυσηχείς αγόρι μου. Σου στέλνω από εκεί τη Σίσσυ να σε καλμάρει» είπε ο κύριος Ψ.
    «Πες της να φέρει ουίσκι και μπεταντίν και ντεπόν και τίποτα να φάμε γιατί πεθαίνω» είπε ο Κοβαλένκο.
    Έκλεισαν.
    Η Σίσσυ ήταν η τύπισσα από το γραφείο. Του έφερε ένα σωρό πράγματα και φαγητά.
    Ήπιανε μαζί ουίσκι και φάγανε και η Σίσσυ άρχισε να του συμμαζεύει λίγο το δωμάτιο από την καταστροφή που άφησαν πίσω τους οι μπάτσοι.
    «Μωρό μου σε θέλω» είπε ο Κοβαλένκο.
    «Δεν μπορώ, είμαι παντρεμένη» είπε η Σίσσυ.
    «Τουλάχιστον δώσε μου το τηλέφωνο σου» είπε ο Κοβαλένκο.
    «Εντάξει, αλλά να μην με πάρεις τηλέφωνο» είπε η Σίσσυ.
    «Ποτέ».
    Την έπιασε τον κώλο και εκείνη του έριξε μία γροθιά στην ήδη σπασμένη του μύτη. Έπεσε ξερός από τον πόνο. Άνοιξε τα μάτια του και από πάνω του στεκόταν ο κύριος Ψ.
    «Μην φοβάσαι. Εγώ είμαι εδώ» είπε ο κύριος Ψ.
    Έκατσαν στον ξεσκισμένο καναπέ.
    «Σε πόσο καιρό νομίζεις πως θα μπορέσεις να ξαναγράψεις το σενάριο;» είπε ο κύριος Ψ.
    «Θέλω να γαμήσω τη Σίσσυ, χέστηκα για το σενάριο» είπε ο Κοβαλένκο.
    «Θα γίνει κι αυτό. Όλα θα γίνουν. Πες μου για το σενάριο» είπε ο κύριος Ψ.
    «Γαμώ τα κωλοσενάρια».
    «Ορκίστηκα πως θα αλλάξω ζωή. Θα γίνω τίμιος» είπε ο κύριος Ψ.
    «Κι εγώ τι φταίω;».
    «Θα οσυ δώσω 1000 ευρώ».
    «Δεν έχω υπολογιστή».
    «Σου πήρα καινούριο» είπε ο κύριος Ψ.
    «Που είναι;» ρώτησε ο Κοβαλένκο.
    «Στο αμάξι τον έχω. Κάτσε να στον φέρω» είπε ο κύριος Ψ. και σηκώθηκε. Πλησίασε την μπαταρισμένη πόρτα του διαμερίσματος. Η πρώτη πιστολιά έπεσε όταν άνοιξε την πόρτα ο κύριος Ψ. Ο Ψ. την έφαγε στο χέρι αλλά δεν μάσησε. Έπιασε το δικό του πιστόλι και άρχισε να ρίχνει βολές στους μπάτσους που του την είχανε στημένη απ’ έξω. Γινόταν της πουτάνας. Το πούρο πάντα στο στόμα του να καπνίζει.
    Ο κύριος Ψ. έφαγε δύο μπάτσους. Ο τρίτος την έκανε και πήγε να φωνάξει ενισχύσεις μάλλον. Ο κύριος Ψ. ήταν νεκρός. Ο Κοβαλένκο έπιασε σφιγμό αλλά τίποτα. Νεκρός για πάντα. Πήρε τα κλειδιά από την τσέπη του κουστουμιού του. Το πούρο του έκαιγε ακόμα στο στόμα. Δεν το ακούμπησε το πούρο. Ήταν ιερωσυλία να κάνει κάτι τέτοιο. Του ευχήθηκε σιωπηλά καλό ταξίδι. Πήγε στο αυτοκίνητο, μία ακριβή μπέμπα, καινούρια, ασημί, και έβαλε μπρος. Στο κάθισμα του συνοδηγού υπήρχε ένα ολοκαίνουργιο λάπτοπ από εκείνα τα ακριβά.
    Έψαξε στις τσέπες του παντελονιού του και βρήκε το χαρτάκι με το τηλέφωνο της Σίσσυ. Την πήρε τηλέφωνο. Του είπε να πάει από το σπίτι της. Του είπε πως δεν ήταν παντρεμένη και πως τόσο καιρό τον τέσταρε για να δει τι άνθρωπος ήταν. Εκείνος της έριξε μια χριστοπαναγία και κλείσανε.
    Έφτασε στις Πατέλες και πάρκαρε μακρυά. Πήγε με τα πόδια στο σπίτι της στον Πόρο. Είχε μαζί του το λάπτοπ. Της εξήγησε όλη την ιστορία. Εκείνη του έφερε μία μπύρα και ένα τεράστιο πούρο.
    Έβαλε στη πρίζα το λάπτοπ.
    Μύριζε καινουργίλα.
    Άρχισε να γράφει, άνοιξε τη μπύρα και άναψε το πούρο. Κοίταξε τα σταυρωμένα μπούτια της Σίσσυ απέναντι του και αισθάνθηκε καλύτερα.
    Σκέφτηκε να αφήσει μουστάκι.

22.3.13



Πόλεμος


Η καθημερινότητα του αποτελούνταν από
Σύνολα δυστοπίας
Τα οποία μεταλλάσονταν
Κάθε ώρα σχεδόν.
Σύνολα δυστοπίας
Ίσως να τα ονόμαζαν
Οι ειδικοί.
Υπήρχαν τουλάχιστον
Τρία μέτωπα
Πόνου
Μέσα στο σώμα του.
Δεν μπορούσε να
Ξεφορτωθεί
Μαζικά
Την κακοτυχία
Του.
Έπρεπε να
Παλεύει
Να στέκεται ζωντανός
Και στα τρία μέτωπα
Συγχρόνως,
Λες και υπήρχαν
Τρεις άνθρωποι
Ξεχωριστοί.
Τρεις βετεράνοι
Με μουτζουρωμένες,
Ανεμοδαρμένες,
Και λασπωμένες
Φάτσες.
Κάποιος
Πόλεμος θα έπαυε
Για λίγες ημέρες στο ένα μέτωπο
και
Κάποιος άλλος θα μαινόταν
Σήμερα
Στο άλλο.
Όταν ένας πόλεμος
Μέσα στο σώμα του
Έπαυε
Κάποιος άλλος
Ξεκινούσε
Από εκεί που είχε σταματήσει
Την τελευταία φορά.
Η κίνηση των πνευμόνων
Ήταν το βασικότερο
Μαζί με το χτύπημα
Του μυοκαρδίου.
Οι βασικές λειτουργίες
Του σώματος έπρεπε
Να συνεχιστούν.
Η φωτιά δεν
Έσβηνε ποτέ από
Τα μέτωπα
Του πολέμου
Των ημερών του.
Ο θάνατος ήταν βαρετός
Και η ζωή ήταν
Πόλεμος.
Ήχοι
Από μάχη και
Κραυγές αγωνίας
Κάθε νύχτα
Ήταν το ηχόστρωμα
Των ονείρων του.