21.11.11

~


Κλειστά παράθυρα και κατεβασμένα παντζούρια

Από το δεξί μάτι δεν έβλεπε και πολύ καλά τα τελευταία πέντε χρόνια.
Η όρεξη του για οτιδήποτε είχε πιάσει το μηδέν εδώ και τρία χρόνια.
Ο Τάσος είχε να γαμήσει κανονική γυναίκα εδώ και τέσσερα χρόνια.
Είχε σκεφτεί πολλές φορές να πάει για καλόγερος αλλά μετά από λίγο άλλαζε γνώμη γιατί σκεφτόταν τους ιδρωμένους κώλους των καλογέρων, τις πρωινές καμπάνες και την μυρωδιά του λιβανιού.
Ο Τάσος πήγαινε μόνο σε πουτάνες, κάτω στο λιμάνι, τριάντα ευρώ η επίσκεψη, συνήθως τα βράδια που αισθανόταν  μία συγκεκριμένη μοναξιά, εαν είχε λεφτά.
Τις τελευταίες δέκα ημέρες υπέθετε πως έπασχε από το τελευταίο στάδιο της κατάθλιψης και πως το επόμενο βήμα ήταν η σχιζοφρένεια ή κάτι τέτοιο.
Δεν τον ένοιαζε και πολύ η προοπτική της τρέλας.
Και τα δύο του χέρια έπασχαν από τενοντίτιδα μιας και είχε βρει μία περιστασιακή δουλειά σαν αποθηκάριος και όλη μέρα σήκωνε βαριά κιβώτια γεμάτα κατσαρόλες και φλιτζάνια. Χτες ήταν η τελευταία του μέρα στη δουλειά. Το αφεντικό του είχε πει πως δεν ήταν αρκετά ενθουσιώδης και πως θα ήταν καλύτερο να βρει κάτι άλλο να κάνει.
Ο Τάσος δεν καταλάβαινε πως θα μπορούσε κανείς να είναι ενθουσιώδης κάνωντας εκείνη τη δουλειά.
Μιας και δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει, καθόταν στο σπίτι του όλη μέρα, ανοίγωντας καινούρια κουτάκια μπύρας και καπνίζοντας φτηνά πούρα με γεύση σοκολάτας από το περίπτερο.
Από τότε πέρασε ένας χρόνος και ο Τάσος είναι ακόμη άνεργος.
Παίρνει 400 ευρώ από το ταμείο ανεργίας αλλά σε ένα μήνα το επίδομα θα σταματήσει.
Έκανε αίτηση για κλητήρας σε μία εταιρία σαμπουάν από μία αγγελία που είχε δει στην εφημερίδα.
Η αίτηση εργασίας του απορρίφθηκε και ένας τύπος που άκουγε στο επώνυμο Καλότογλου πέταξε την αίτηση εργασίας του Τάσου στα σκουπίδια, σκουπίδια που ήταν γεμάτα με άλλες τριακόσιες ογδόντα εφτά αιτήσεις εργασίας που είχαν κι αυτές απορριφθεί.
Ο Τάσος ποτέ του δεν είχε κάποια συγκεκριμένη φιλοδοξία στη ζωή ή κάποια συγκεκριμένη κλίση.
Θεωρούσε την δουλειά καθαρή τρέλα.
Ήταν τεμπέλης, το είχε αποδεχτεί από καιρό.
Θα μπορούσε βέβαια να είχε γίνει συγγραφέας, από εκείνους που πεινάνε και στο τέλος κοιμούνται μέσα στα ίδια τους τα ξερατά.
Είχε όμως την ισχυρή πεποίθηση πως η χώρα του δεν θα δεχόταν τις  μη ευκολοχώνευτες απόψεις του για τον κόσμο και έτσι ποτέ του δεν είχε γράψει λέξη.
Ο Τάσος άρχισε να ονειρεύεται με ανοιχτά μάτια.
Γενικώς δεν τα πήγαινε και πολύ καλά με τους ανθρώπους, προτιμούσε τα ζώα, τις γάτες, τους σκύλους, τα ποντίκια και τις κατσαρίδες.
Κάθε συνάντηση με ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα είχε ως αποτέλεσμα μία τεράστια τόξινη έκρηξη μέσα στο κεφάλι του. Κάθε συνάντηση με ένα άλλο, οποιοδήποτε ζώο δεν είχε ποτέ τέτοια κατάληξη.
Ο Τάσος αποφασίζει να κάτσει στο σπίτι του, χωρίς να ξεπορτίσει, για δύο εβδομάδες σερί.
Σκέφτηκε πως ίσως μετά την απομόνωση του να γινόταν επιτέλους ένα πιο κοινωνικό ον.
Γέλασε από μέσα του με τις μαλακίες που σκεφτόταν.
Κλείνει τα παράθυρα, κατεβάζει τα παντζούρια και ξαπλώνει αμέσως στο κρεβάτι ανάσκελα κοιτάζωντας το ταβάνι σαν πεθαμένος.
Ανάβει ένα τσιγάρο.
Μέσα στο σκοτάδι του σπιτιού το μόνο φως που υπάρχει είναι η κάφτρα από το τσιγάρο.
Είναι ένα πολύ κατευναστικό φως.
Είχε καιρό να δει ένα τόσο κατευναστικό φως.
Για μια στιγμή ο Τάσος αισθάνθηκε όμορφα και έκλεισε τα μάτια του.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου