11.1.13




σπίτι στο αδιέξοδο




σαράντα δύο λεπτά μέσα στο αυτοκίνητο με το ρολόι. ο ξάδερφος περιμένει να κατέβει και να πάει στο κρεοπωλείο και να γυρίσει ένα dvd που έχει καθυστερήσει 5 μέρες και μας έχει πιάσει όλους ψυχολογικό σοκ γιατί δεν έχουμε λεφτά.

έβγαλε νοτιά και πάει και βράζει κρεμμύδι και σκόρδο μέσα στο μεγάλο μπρίκι, βάζει κίμινο και πιπέρι και λάδι και αλάτι και το βάζει πάνω στη φωτιά στο γκαζάκι και στο κλιμακοστάσιο στη σκάλα που είναι άβαφτη εδώ και 20 χρόνια και μυρίζει κάτουρο γάτας μόνιμα.

ανοίγει ένα καινούριο πακέτο, μαλακό μάρλμπορο lights ή golden, πως τα λένε τώρα δεν ξέρει και κοιτάει να δει στο κουτάκι. ανάβει με τον αναπτήρα το κίτρινο και εισπνέει καπνό και του αρέσει η ζεστασιά στο στήθος.

η γάτα κάνει μπάνιο μπροστά από το τζάκι και το μηχάνημα βουίζει που βγάζει ζεστασιά, εκείνο το καινούριο που πήρε. 

βγάζει στο σκορδοζούμι και το στραγγίζει και αρχίζει και το φυσάει και τα ωμά κρεμμύδια τα βάζει σε ένα πιατάκι που έχει πάνω πράσινα σχεδιάκια.

πηγαίνει στο αποθηκάκι και φοράει μια ζακέτα, μπλούζα από μέσα και μπουφάν αντιανεμικό. ψάχνει να αλλάξει μπαταριάκι στο κοντρόλ της γκαραζόπορτας αλλά δεν φταίει τελικά η μπαταρία έχει χαλάσει το κοντρολάκι.

το σπίτι βρωμάει σκόρδο και κρεμμύδι και ο ξάδερφος του λέει κάτι.

"τα λεφτά τελειώνουνε" είπε ο ξάδερφος.

"θα μπούμε στο σπίτι στις Βασιλιές σήμερα" είπε εκείνος.

"έχω μάθημα πρώτα και μετά".

"εγώ μπαίνω εσύ περιμένεις στο αμάξι και αν γίνει κάτι αναπάντητη θα το έχω αθόρυβο αλλά θα το κρατάω στα χέρια να δω το φωτάκι".

*

Το σπίτι το ξέρει από μια φίλη. Είχανε πάει μια φορά και πίνανε και από τότε το στάμπαρε και είπε να το μπουκάρει.

Λείπανε σήμερα και μπήκε σπάζωντας με ένα σφυρί τυλιγμένο με πετσέτα τη τζαμόπορτα τη βορινή που βλέπει τη θέα στο Ηράκλειο τη γαμάτη.

Σκύλο δεν είχανε ευτυχώς και το είχε σίγουρο.

Η μόνη ιστορία ήτανε που το σπίτι ήταν σε δρόμο αδιέξοδο και άμα σε πιάνανε έπρεπε να πηδάς τα χωράφια και τους βάτους.

Είχε παντού μάρμαρο άσπρο που είχε λίγο κιτρινίσει από λεκέδες του χρόνου. Άνοιξε τα φώτα κανονικά γιατί γείτονες δεν είχανε πιο κοντά από τα 200 μέτρα. Έβαλε και μουσική να ακούει από το λάπτοπ που βρήκε Μαρινέλλα - με πνίγει τούτη η σιωπή. Άναψε ένα τσιγάρο και άρχισε να βάζει μέσα στη τσάντα ώμου.

Φωτογραφική μηχανή nikon καλή από τις μεγάλες, ένα μικρό νέτμπουκ, dvd player και playstation 3.

Άνοιξε συρτάρια και βρήκε 470 ευρώ.

Αράζει λίγο και κατουράει γιατί είχε να κατουρήσει από πριν φύγουνε.

Κοιτάει λίγο το κινητό από συνήθεια και είχε αναπάντητη.

"μαλακία".

Ανοίγει η πόρτα η κεντρική και μπαίνει μέσα μία γυναίκα, μάλλον λέει από μέσα του  γιατί ακουγόντουσαν τακούνια στο μάρμαρο.

Καθισμένος στην τουαλέτα, κλειδώνει μόνο τη πόρτα και σβήνει το τσιγάρο στο νιπτήρα.

Ακούει για λίγο το τίποτα, ούτε τακούνια ούτε γυναίκα ούτε τίποτα, νέκρα.

Στέλνει μήνυμα στο ξάδερφο και του λέει να φύγει, μαλακία, θα δει πως θα βγει και τα λένε στο σπίτι αν τα πούνε.

Ξεκλειδώνει πόρτα και βγαίνει.

Η γυναίκα καθότανε μόνη της με σκυμμένο κεφάλι και έκλαιγε σιγανά στον καναπέ τον πράσινο δίπλα στο τζάκι μόλις μπαίνεις στο καθιστικό.

Πλησιάζει εκείνος σιγά σιγά σα τη γάτα και λέει από μέσα του τι μαλακίες κάνω ρε ο μαλάκας.

Εκείνη σηκώνει το κεφάλι και τον κοιτάει με κόκκινα μάτια και δεν λέει τίποτα ούτε και αντιδράει.

Δεν λένε τίποτα παρά μόνο κοιτάζονται σαν αγάλματα. 

Εκείνη σκύβει πάλι και σκουπίζεται με ένα μαντιλάκι άσπρο και κλαίει πάλι.

"μαλακία τώρα που με πέτυχες εδώ αλλά ξέρεις δεν είχαμε λεφτά και..." πήγε να πει εκείνος.

"δεν με νοιάζει" είπε εκείνη και άρχισε να κλαίει πιο δυνατά και έσκυψε να ακουμπήσει το κεφάλι της στο μπράτσο του καναπέ.

"δε με θυμάσαι;" ρώτησε εκείνος.

Εκείνη σκούπισε πάλι το πρόσωπο της και τον κοίταξε πιο προσεκτικά αυτή τη φορά.

"νομίζω ναι".

"τι έπαθες" τη ρώτησε και έκατσε δίπλα της.

"δεν είμαι καλά" απάντησε και κοίταξε το κενό στο τζάκι.

"εμένα δεν μου αρέσει να μην έχω λεφτά" είπε εκείνος.

"τα λεφτά είναι κάτι που δεν με ενδιαφέρει τώρα".

"είσαι χαμένη στο κύκλο του έρωτα ε;" τη ρώτησε.

"ναι μάλλον είμαι εκεί".

"περαστικά...είναι δύσκολη φάση"

"ευχαριστώ".

"να σου ανοίξω το παράθυρο να πάρεις λίγο αέρα;" τη ρώτησε.

"ναι, ξέρω γω" είπε.

Ο ξάδερφος έπαιρνε τηλέφωνο το σήκωσε και είπε όλα καλά έρχομαι δεν έγινε τίποτα αλλά δεν είχε και πολλά το σπίτι.

"εμένα θολώνει το μάτι μου" είπε μετά που άνοιξε το παράθυρο.

"εγώ δουλέυω στο Μάκρο" είπε εκείνη.

"ωραία ντύνεσαι" .

"φχαριστώ".

"να πάρετε σκύλο, είναι πιο καλό να υπάρχει σκύλος εδώ μέσα, για τους κλέφτες, ξέρεις".

Εκείνη τον κοίταξε και γέλασε. Μετά γέλασε κι εκείνος. Τα μάτια της ήτανε μεγάλα και λαμπερά.






1 σχόλιο: