20.10.11

~

           
   *                                                    διχασμένη γρανίτα



 *                                                                                                                στέλιος παπαγρηγορίου



    Ο Γιάννης ήταν διχασμένος και του άρεσε να μην είναι διχασμένος αλλά ήταν παρόλα αυτά.
    Σκέφτηκε ένα λιοντάρι και ένα χάμστερ ενωμένα σε ένα σώμα.
    Ξύπνησε και ήταν μεσημέρι.
    Έγραψε στο μαξιλάρι του με μπλε στυλό : ΔΕΝ ΕΧΩ ΚΕΦΑΛΙ.
    Άκουγε Brutal Truth από το Macbook και έκοβε τα νύχια του όταν η κοπέλα του του τηλεφώνησε κι εκείνος σήκωσε το iphone και της είπε: «Εντάξει στις τρεις».
    Ο Γιάννης βγήκε από το σπίτι του και κοιτούσε γύρω του γιατί νόμιζε πως κάποιος τον παρακολουθούσε αλλά μετά υπέθεσε πως πρέπει να έφταιγε που σήμερα δεν είχε πάρει βαλεριάνα. Το είχε ξεχάσει να πάρει βελαριάνα και είχε σταματήσει να είναι χορτοφάγος τώρα και μία εβδομάδα αλλά παρόλα αυτά ανέβαζε φωτογραφίες από σοκαριστικές αφίσες της WWF στο facebook και πολλοί φίλοι του του έκαναν like, ακόμη και μερικοί άγνωστοι και ήταν «κάπως» περήφανος γι’ αυτό.
    Επίσης είχε αρχίσει πάλι να καπνίζει και να παρακολουθεί ποδόσφαιρο, κάτι που μισούσε να κάνει πριν από μία εβδομάδα.
    Σήμερα δεν ήξερε τι να αισθανθεί.
    Η Ελιάνα ήταν η καινούρια του κοπέλα και αν συνέχιζε να είναι η κοπέλα του μετά από δύο μήνες, τότε θα έλεγε πως είναι η «μόνιμη σχέση του» και όχι μόνο η κοπέλα του.
    Η Ελιάνα του είχε πει πως το Ελιάνα έβγαινε από το Ελένη και το Άννα αλλά το έγραφες με ένα ν.
    Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που του άρεσε η κοπέλα του.
    Του Γιάννη του άρεσαν τα ονόματα που τα έγραφες με ένα ν.
    Βγήκε έξω στην λεωφόρο. Δεν του άρεσε η λεωφόρος γιατί ήταν γεμάτη από ανθρώπους που κάπνιζαν και έβλεπαν ποδόσφαιρο κι εκείνος ήθελε να είναι από αυτούς που δεν περπατάνε στη λεωφόρο και σκέφτηκε αν θα μπορούσε να πετάει έτσι ώστε να μην πατάει το τσιμέντο αλλά μετά σταμάτησε να το σκέφτεται γιατί έπρεπε να περάσει το δρόμο και φοβήθηκε να μην τον πατήσει κανένα αυτοκίνητο.
    Όταν έβγαινε έξω, ο εαυτός του τον εξανάγκαζε να μεταμορφώνεται σε μία τίγρη που καπνίζει στριφτά αλλά όταν ήταν μέσα στο σπίτι του ήταν ένα μικρό αντικαπνιστικό άσπρο χάμστερ που έκανε κύκλους πάνω στη ροδέλα του.
    Περίμενε την Ελιάνα στο μέρος τους πίσω από την εκκλησία.
    Ο Γιάννης είχε φτάσει εκεί μία ώρα νωρίτερα γιατί είχε αγχωθεί που δεν είχε αποφασίσει τι θα ένιωθε σήμερα και πως θα «ήταν» σήμερα.
    Αποφάσισε γρήγορα πως θα ήταν ένας πρώην χορτοφάγος που μόλις είχε αρχίσει πάλι το κρέας και το κάπνισμα και το ποδόσφαιρο αλλά το σιχαινόταν που δεν μπορούσε να είναι κανονικός χορτοφάγος και κανονικός αντικαπνιστής και να μην του αρέσει το ποδόσφαιρο.
    Επίσης αποφάσισε να ρίξει όλο το φταίξιμο της ψυχαναγκαστικής του προσωπικότητας στην Ελιάνα, υποστηρίζοντας, πάντα μόνο στον εαυτό του γιατί ποτέ δεν το έλεγε στην Ελιάνα, πως η Ελιάνα ήταν ο λόγος που εκείνος κάπνιζε, έτρωγε κρέας και έβλεπε ποδόσφαιρο.
   Για πέντε με δέκα δευτερόλεπτα αισθάνθηκε «άχρηστος» και «φυγόπονος» και υπαρξιακά απελπισμένος σε σημείο φθοράς με κρούσματα ισχυρής αυτολύπησης αλλά μετά από λίγο το ξέχασε γιατί πέρασε από μπροστά του ένα μηχανάκι που έκανε εκκωφαντικό θόρυβο και πόνεσε το αυτί του.
    Ίσα, ίσα που πρόλαβε να συνέλθει από το σοκ της συνειδητοποίησης της απόφασης που πήρε για το τι θα «ήταν» σήμερα, όταν έφτασε η Ελιάνα.
    Κάθισαν σε ένα καφέ χωρίς να έχουν αγγίξει ακόμη ο ένας τον άλλο.
    Η Ελιάνα ήταν κανονική και ποτέ δεν είχε κόψει το κρέας και ήταν αντικαπνίστρια αλλά κατά βάθος εκτιμούσε όσους κάπνιζαν και όσους έβλεπαν ποδόσφαιρό ακόμη κι αν εκείνη έλεγε πως το σιχαινόταν και πως δεν θα την ένοιαζε εαν όλοι οι ποδοσφαιρίστες πέθαιναν ξαφνικά από μαζική γάγραινα ή από μαζική αναρρόφηση της γλώσσας τους ή από μαζική καρδιακή ανακοπή.
    «Ξέρεις πως οι καρχαρίες ταξιδεύουν χιλιάδες μίλια μέσα στη θάλασσα για να βρουν τη λεία τους;» τον ρώτησε η Ελιάνα όταν πλέον είχαν καθίσει και έπιναν παγωμένους καφέδες με γεύση μόκα και βανίλια.
    «Όχι» είπε ο Γιάννης και αισθάνθηκε κάπως έξυπνος αλλά ήταν ένα οξύμωρο.
    «Τώρα το ξέρεις» είπε η Ελιάνα.
    Ήπιαν λίγο παγωμένο καφέ και έφτιαξαν τα ρούχα τους από αμηχανία.
    «Ξέρεις γιατί οι καρχαρίες είναι στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας;» ρώτησε η Ελιάνα καθώς έβαζε Lipozan με γεύση πεπόνι στα χείλη της.
    «Γιατί έχουν τρεις σειρές δόντια και δεν κάνουν καμία τροφική διάκριση και δεν παθαίνουν ποτέ τροφική δηλητηρίαση» είπε ο Γιάννης και αισθάνθηκε χαζός και σιχαμερά εγωκεντρικός και καθόλου «γαμάτο άτομο» αλλά ήταν ένα οξύμωρο.
    «Όχι» είπε η Ελιάνα.
    «Γιατί;» ρώτησε ο Γιάννης.
    «Γιατί δεν καπνίζουν και δεν κάνουν ναρκωτικά» είπε η Ελιάνα.
    «Δεν κάπνισα σήμερα» είπε ψέματα ο Γιάννης και αισθάνθηκε πως είχε μούσι αλλά δεν είχε μούσι και μετά αισθάνθηκε εντελώς χαζός που σκέφτηκε αυτή τη μαλακία με το μούσι και μετά θυμήθηκε το σακουλάκι με την μεταμφεταμίνη που είχε πετάξει στον κάδο της τουαλέτας, άδειο.
    «Δεν το είπα γι’ αυτό αν και δεν σε πιστεύω» είπε η Ελιάνα.
    «Γιατί δεν με ακουμπάς;» ρώτησε ο Γιάννης και αισθάνθηκε κανονικός και άντρας.
     Η Ελιάνα τον ακούμπησε με το μεσαίο δάχτυλο του δεξιού χεριού της.
    «Σε ακούμπησα» είπε η Ελιάνα και γέλασε.
    «Δεν εννοώ έτσι, εννοώ πως δεν με έχεις αγκαλιάσει και δεν με έχεις φιλήσει ακόμη» είπε ο Γιάννης και κοίταξε το τραπέζι για τρία δευτερόλεπτα και αναρωτήθηκε από τι ξύλο να ήταν αυτό το τραπέζι και αν θα έσπαγε αν το χτύπαγε με το χέρι του αλλά μετά το μετάνιωσε και αποφάσισε πως πιθανότατα ότι ξύλο και να ήταν θα έσπαγε μόνο το χέρι του και όχι το τραπέζι.
    «Σήμερα δεν έχω όρεξη. Αισθάνομαι υπαρξιακά απελπισμένη και οι τύχεις ύπαρξης μου είναι αρκετά ανεβασμένες. Ο γιατρός είπε πως ο Πόρκι έχει καρκίνο του δέρματος» είπε η Ελιάνα.
    Ο Πόρκι είναι ο σκύλος της Ελιάνας αν και κανονικά θα έπρεπε να πω ήταν αλλά είπα είναι λόγω ευγένειας και επειδή θέλω να είμαι σωστός και καλός.
    «Λυπάμαι» είπε ο Γιάννης με μερική ανακούφηση γιατί η Ελιάνα δεν του είπε να χωρίσουν αλλά απλά του είπε πως έχει καρκίνο ο Πόρκι.
    «Θέλω να δαγκώσω ένα φρέσκο καρότο, να πιω φυσικό χυμό πορτοκάλι με ένα παγάκι και να εμφανιστούν στην εσωτερική τσέπη της τσάντας μου 15.000 ευρώ» είπε η Ελιάνα.
    «Εγώ θέλω να φάω ωμό σέλινο και μαϊντανό και να εκδοθούν τα δύο μου πρώτα μυθιστορήματα από έναν πολύ καλό εκδοτικό οίκο και να μου δώσουν 30.000 προκαταβολή για τα δικαιώματα και να με αφήσουν να σχεδιάσω μόνος μου το εξώφυλλο» είπε ο Γιάννης.
    «Είσαι διχασμένος» είπε η Ελιάνα.
    «Είμαι διχασμένος» είπε ο Γιάννης.
    «Κι εγώ είμαι διχασμένη αλλά το κρύβω καλά» είπε η Ελιάνα.
    «Κι εγώ το κρύβω καλά» είπε ο Γιάννης.
    «Εσύ δεν το κρύβεις καλά» είπε η Ελιάνα.
    Η Ελιάνα φίλησε το Γιάννη στο στόμα και οι γλώσσες τους ακούμπησαν ανεπαίσθητα. Η γλώσσα της Ελιάνας ήταν δροσερή σαν γρανίτα και μύριζε βανίλια και οδοντόκρεμα.
    «Η γλώσσα σου είναι σαν γρανίτα οδοντόκρεμας» είπε ο Γιάννης μετά που τραβήχτηκε.
    «Αισθάνομαι σαν μία διχασμένη γρανίτα οδοντόκρεμας» είπε η Ελιάνα.
    Μετά δεν μιλήσανε για δύο λεπτά και ο Γιάννης σκέφτηκε: τάβλι, σκατά, βαριέμαι, σκατά, τάβλι, έγκυος, τάβλι, σκατά, βαριέμαι, σκάκι, βαριέμαι, σκάκι, δεν ξέρω.
    «Ποιο είναι το χειρότερο πράγμα που έχεις πει ποτέ στη μαμά σου;» ρώτησε η Ελιάνα.
    «Της είχα πει να μην μου διπλώνει το σεντόνι γιατί μετά βαριέμαι να το ξεδιπλώνω και αναγκάζομαι να το ξεδιπλώνω με τα πόδια μου λίγο πριν κοιμηθώ και αυτό με κάνει καταθλιπτικό και με κάνει να πονάω στον αυχένα και νομίζω πως η μητέρα μου αισθάνθηκε κάπως υπαρξιακά απελπισμένη και ακόμη και τώρα νομίζει πως είμαι εντελώς άχρηστος και εκ γενετής κουρασμένος» είπε ο Γιάννης.
    «Νομίζω πως γεννηθήκαμε κουρασμένοι» είπε η Ελιάνα που αισθάνθηκε «κάπως» χαζή με αυτό που είπε και κάπως κλέφτρα γιατί το είχε ακούσει να το λένε κάπου αλλού.
    «Νομίζω πως έχεις δίκιο. Γεννηθήκαμε κουρασμένοι» είπε ο Γιάννης που αισθάνθηκε «κάπως» υπαρξιακά κορεσμένος και υποψιάστηκε πως στην επόμενη του ζωή, εαν υπήρχε τέτοιο πράγμα,  ίσως να γεννιόταν ξανά σαν τάβλι.
    Μετά δεν είπαν τίποτα για δέκα λεπτά. Τα δέκα λεπτά ήταν πολύ ώρα και ο Γιάννης νόμιζε πως η Ελιάνα ήθελε να του πει να χωρίσουν αλλά τελικά δεν του είπε τίποτα για άλλο ένα λεπτό.
    «Όταν σκέφτομαι τον Παναθηναϊκό με πιάνει κατάθλιψη και τύψεις ύπαρξης γιατί θα ήθελα να φοράνε μωβ φανέλες όπως εκείνοι της Φιορεντίνα και όχι πράσινες φανέλες γιατί μου προκαλούν αναγούλα και ζάλη και μου θυμίζουν κάτι σχολικό ή κάτι από το δημοτικό» είπε ο Γιάννης με μία ουδέτερη έκφραση στο πρόσωπο.
    «Εγώ όταν βλέπω άλλους ανθρώπους να βλέπουν ποδόσφαιρο νομίζω πως παίζουν Pro με αόρατα χειριστήρια στο Playstation 3 και εγώ τους χειρίζομαι με ένα άλλο χειριστήριο Playstation 3 και έχω μία ουδέτερη έκφραση στο πρόσωπο καθισμένη οκλαδόν» είπε η Ελιάνα και αισθάνθηκε πως είπε σαχλαμάρα και μετά υιοθέτησε μία ουδέτερη έκφραση στο πρόσωπο σαν εκείνη του Γιάννη.
    «Δεν μπορείς να το ξεχωρίσεις;» ρώτησε ο Γιάννης.
    «Δεν μπορώ να το ξεχωρίσω» είπε η Ελιάνα.
    «Ναι αλλά είσαι «κάπως» περήφανη γι’ αυτό» είπε ο Γιάννης.
    «Υποθέτω πως είμαι κάπως περήφανη γι’ αυτό» είπε η Ελιάνα.
    «Πάμε σπίτι να παίξουμε League of Legends;» ρώτησε ο Γιάννης.
    «Δεν θα κάνουμε καθόλου σεξ;» ρώτησε η Ελιάνα.
    «Δεν ξέρω. Ίσως να κάνουμε και λίγο σεξ» είπε ο Γιάννης.
    «Νομίζω πως την έχουμε πουτσίσει για τα καλά» είπε η Ελιάνα.
    «Κι έγω έτσι νομίζω. Την έχουμε πουτσίσει για τα καλά» είπε ο Γιάννης.
    Μετά πήγαν στο σπίτι του Γιάννη και κοιμήθηκαν αγκαλιασμένοι χωρίς να κάνουν σεξ και όταν ξύπνησαν έπαιξαν League of Legends με τους φορητούς τους στο ίδιο game αλλά αντίπαλοι και μετά πήγαν για φαγητό σε ένα vegan raw food εστιατόριο στο κέντρο και αισθάνθηκαν και οι δύο «κάπως» καλύτερα.
   
   
     
    

4 σχόλια:

  1. Tου Γιαννη του αρεσαν τα ονοματα που γραφονται με ενα 'ν' επειδη τον λενε Γιαννη?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. xaxa. dn xero. dn to iha skeftei. isos, pithanotata, tha mporouse.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ana Karenina8:26 μ.μ.

    Ais8anomai yparxiaka dixasmeni meta tin anagnosi. 8a ftiakso mia mprizola mipos syneltho

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. νομίζω πως σου άρεσε ανακαρενινα. αισθάνομαι πως σου άρεσε με έναν μη-συγκεκριμένο τρόπο.

      Διαγραφή