20.1.12

.




Ο Μπέκετ φοβόταν να φάει το καρότο που βρισκόταν μέσα στην μικρή φουσκωτή πισίνα γιατί έπασχε από τύψεις φυτοψυχής.

                                                                     από στέλιος παπαγρηγορίου


    Στην αρχή ο Μπέκετ ήταν «κανονικός» και έτρωγε όλα τα φαγητά. «Κρέας, κρέας, και κρέας και λίγο ψάρι και μετά κρέας πάλι κλπ». Αυτή την περίοδο της ζωής του, δηλαδή την περίοδο που τα έτρωγε όλα, την είχε σηματοδοτήσει με την φράση της μητέρας του που κάθε φορά που εκείνη ήθελε να πετάξει τα σκουπίδια του έλεγε «πάω να πετάξω τα σκουπίδια» και ο Μπέκετ πάντα αναρωτιόταν «γιατί μου το λέει;».
    Πριν γίνει γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους, πάντα έτρωγε μοσχάρι στιφάδο με μεγάλα κομμάτια πιπεριού. Μετά που έγινε γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους σταμάτησε να τρώει κρέας και έτρωγε μόνο χόρτα και ψάρι.
   Μία περίοδο έκανε θελήματα σε έναν φίλο του προγραμματιστή και προσπαθούσε να τον πείσει να του φτιάξει μία μηχάνη που να δουλεύει με arduino και να μετατρέπει την αγκινάρα σε ζαμπόν χωρίς όμως να αλλάζει εξωτερικά η μορφή της αγκινάρας και όλοι να νομίζουν πως είναι χορτοφάγος αλλά εκείνος δεν θα ήταν και θα απολάμβανε όλη τη «γεύση» του ζαμπόν.
    Μετά αισθάνθηκε «κάπως» τιποτένιος και σταμάτησε να κάνει θελήματα στον φίλο του τον προγραμματιστή γιατί θεώρησε «φτηνό» το να εξαπατά τους άλλους με το «κόλπο της αγκινάρας» και το θεώρησε επίσης «κάπως» χωρίς νόημα να λέει πως ήταν χορτοφάγος ενώ δεν ήταν αλλά στην ουσία ήθελε να ήταν.
    Η μητέρα του, ακόμη και μετά που έγινε γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους, ακόμη του ανακοίνωνε όταν ήταν να πετάξει τα σκουπίδια, «πάω να πετάξω τα σκουπίδια», μόνο που αυτή τη φορά του το έλεγε μέσω τηλεφώνου διότι τώρα ο Μπέκετ έμενε μόνος του, σε δικό του σπίτι, ενοίκιο, περίπου 350 ευρώ το μήνα, χωρίς κοινόχρηστα, σε καλή περιοχή, μιας και ήταν αρκετά γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους.
    Σταμάτησε ολοκληρωτικά να τρώει κρέας όταν κέρδισε το πρώτο του «επαγγελματικό» βραβείο το οποίο το πέταξε αμέσως μόλις το πήρε σε ένα συντριβάνι και μετά το μετάνιωσε αλλά ντράπηκε να πάει να το μαζέψει μέσα από το συντριβάνι και επίσης φοβήθηκε να μην κολλήσει κάποια ασθένεια από το νερό του συντριβιανιού γιατί συνήθως έκαναν μπάνιο εκεί μέσα κάτι ενοχλητικά μικρά γυφτάκια.
    Όταν έγινε «πολύ» γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους άρχισε να φοράει μπλουζάκια με το νούμερο 666 και συνήθιζε να ακούει lo-fi και americana μέσω itunes και YouTube και κάθε μέρα επισκεφτόταν το Pitchfork στον φορητό του.
    Σήμερα (αν θυμόταν καλά πρέπει να ήταν Τρίτη αλλά δεν είχε σημασία ότι μέρα και να ήταν) είχε πέσει σε δίλλημα γιατί το μυαλό του υποτροπίαζε και του έδειχνε πως ακόμη και τα καρότα, τα φυτά γενικότερα, έχουν μάτια, ψυχή, σώμα και χέρια και πόδια και ίσως να έχουν και μικροσκοπικά γεννητικά όργανα και ίσως τις νύχτες που οι άνθρωποι κοιμούνται, τα φυτά να συγκεντρώνονται σε ποιητικές βραδιές, παρουσιάσεις βιβλίων και να κάνουν μπάρμπεκιου και να παίζουν πόκερ σε γειτονικά παρτέρια ή πολυπαρτέρια ή παρτέρια/μεζονέτες ή ακόμη και παρτέρια/τσαντήρια ή παρτέρια/γκαρσονιέρες.
    Ο Μπέκετ ήταν καθισμένος, γυμνός από τη μέση και κάτω για να δροσίζονται τα γεννητικά του όργανα, μέσα στην φουσκωτή του πισίνα (μέσα στην οποία είχε αδειάσει ένα μπουκάλι άσπρο οινόπνευμα για τα μικρόβια) και δίπλα του επέπλεε το καρότο που θα έτρωγε για πρωινό για να πάρει δυνάμεις (μετά που είχε γράψει λίγο από το καινούριο του μυθιστόρημα).
    Το καρότο είχε βρεθεί εκεί μέτα που ο Μπέκετ το είχε πετάξει νομίζοντας πως είχε δει πάνω στο καρότο (μετά από μία στιγμή κλασμάτων δευτερολέπτου, σαν μίνι όραμα) δύο ανθρώπινα μάτια να τον κοιτάνε χωρίς κανένα συναίσθημα και ίσως με λίγο μίσος και αποστροφή και υπαρξιακή απελπισία.
   Ο Μπέκετ πήρε τριάντα βαθειές αναπνοές και κουνήθηκε σε κύκλο καθώς καθόταν οκλαδόν μέσα στο νερό για να ξυπνήσει την Κουνταλίνι μέσα του και μετά τηλεφώνησε με το iphone στην κοπέλα του την Μαριλένα και της είπε για το καρότο κι εκείνη του είπε πως μάλλον του φάνηκε και πως τα καρότα δεν έχουν ψυχή, συνήθως, απ’ ότι ήξερε.
    Ο Μπέκετ έκλεισε το τηλέφωνο και μετά σκέφτηκε πως αν όλες οι τροφές είχαν ψυχή τότε πιθανότατα θα πέθαινε από ασιτία μιας και δεν θα μπορούσε να φάει τίποτα, παρά μόνο γάλα και μέλι και νερό, γιατί θα αισθανόταν την ψυχή τους να κουνάει μέσα στο στομάχι του.
    Ο Μπέκετ σκέφτηκε μία ζωή μόνο με γάλα και μέλι και μετά αισθάνθηκε «κάπως» καταθλιπτικός και υπαρξιακά απελπισμένος και αυθαίρετος/τυχαίος.
   Μετά φόρεσε την κίτρινη μπλούζα του που πάνω έγραφε 666 και αισθάνθηκε κάπως καλύτερα γιατί θυμήθηκε κάτι «ωραίο» που είχε πει για τον «θεό» και την αντίδραση μιας όμορφης κοπέλας στην πρώτη σειρά του ακροατηρίου του πανεπιστημίου που έδινε διάλεξη και μετά σκέφτηκε πως θα ήταν να έβαζε το πέος του μέσα της και πως θα έδειχνε γυμνή ξαπλωμένη μέσα στην μικρή πισίνα και αν τα γεννητικά της όργανα έτσουζαν από το άσπρο οινόπνευμα και αν θα μάλωναν με τον Μπέκετ για το αν ήταν καλό ή όχι να χύνει άσπρο οινόπνευμα μέσα στην μικρή φουσκωτή πισίνα πριν κάνουν μπάνιο μέσα της.
       Μετά αισθάνθηκε τύψεις για την Μαριλένα που ήταν η «κανονική» «σχέση» του και μετά δεν αισθάνθηκε καμία τύψη για το καρότο και υπέθεσε πως η συγκεκριμένη τύψη που τον τυραννούσε τόση ώρα απλά είχε μετατοπιστεί από το καρότο στην Μαριλένα και υπέθεσε πως όλα ήταν θέμα μετατόπισης (μπορούσες απλά να μετατοπίσεις τα πάντα εκεί που σε βολεύανε) και τελικά πήρε το καρότο μέσα από το νερό και το έφαγε με δεκαεφτά μπουκιές. Το καρότο μύριζε «κάπως» σαν οινόπνευμα αλλά το έφαγε παρόλα αυτά.

1 σχόλιο:

  1. Nomizo eimai eroteumenos me ton Mpeket, Nomizo me ligi agapi 8a kseperasei tis diatrofikes diataraxes pou ton talaiporoun

    ΑπάντησηΔιαγραφή