18.8.12

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΜΥΜΕΡΙΝΗΣ ΤΡΕΛΑΣ

Μένω σε ένα σπίτι στην οδό Ιωάννη Ποδιά.Χάρηκα που βρήκα σπίτι σε εκείνη την οδό,είναι προτιμότερο από το να μένεις στην οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου κατά την προσωπική μου άποψη.
Έχω γείτονα έναν Αλβανό με λιγοστά έπιπλα στο σπίτι του,ένα κρεβάτι και ένα τραπέζι με μία καρέκλα.Κλείσαμε τα σπίτια μας με μία μέρα διαφορά.Εγώ μπήκα πρώτος και την επόμενη μέρα είχα γείτονα,γεγονός που μάλλον με άφηνε αδιάφορο καθώς δεν είχα σκοπό να αναπτύξω ιδιαίτερες σχέσεις με τη γειτονιά.

Στο νέο μου σπίτι εγκλιματίστηκα σχετικά γρήγορα καθώς είχα όλες τις ανέσεις από την πρώτη μέρα,μπορούσα να μπαίνω στο internet με τον λογαριασμό του σπιτονοικοκύρη μου αλλά και να παρακολουθώ συνδρομητικά κανάλια στην τηλεόραση μετά από την ενημέρωση καναλιών που έκανα,έτσι οι ώρες που περνούσα στο σπίτι ήταν λιγότερο βαρετές και μερικές φορές ξεχνούσα ακόμα και τις δουλειές που είχα να κάνω.

Μια μέρα βγαίνοντας να πετάξω τα σκουπίδια συνάντησα τον Αλβανό γείτονα στην αυλή του,
με χαιρέτησε ευγενικά και με ρώτησε αν ήθελα να πιω καφέ 
μαζί του.
Του απάντησα πως δεν είχα χρόνο για καφέ γιατί έπρεπε να πάω στη δουλειά μου και πως αν θέλει μπορούμε να πιούμε λίγο κρασί το βράδυ που θα γυρνούσα από τη δουλειά.

Όταν σχόλασα αισθανόμουν κάπως κουρασμένος και ευχόμουν να μην συναντούσα τον Αλβανό γείτονα  γιατί δεν είχα καμιά όρεξη για κουβέντες και κρασί.
Όταν πλησίαζα στο σπίτι πρόσεξα την φιγούρα του γείτονα στην αυλή του σπιτιού,φτάνοντας πιο κοντά είδα πως είχε ήδη στρώσει το τραπέζι και είχε ακουμπήσει πάνω ένα μπουκάλι κρασί και δύο ποτήρια "σωλήνες".Με φώναξε από μακρυά για να πάω να κάτσω μαζί του.

Για τις επόμενες 3 ώρες πίναμε κρασί και συζητούσαμε για την γειτονιά,την οικονομική κρίση,την Α.Ε.Κ και τον θάνατο.
Είχα πιει τόσο κρασί που δεν μπορούσα να σηκωθώ από την καρέκλα για να πάω σπίτι αν και  το σπίτι μου ήταν μόλις 10 μέτρα μακρυά.
Ο Αλβανός προσφέρθηκε να μου βάλει κι'άλλο,εγώ αρνήθηκα ευγενικά,με ρώτησε αν θέλω να επαναλάβουμε την παρέα μας και αύριο και αν θέλω να γίνουμε φίλοι.Εγώ τότε σκέφτηκα τον 'Ξένο' του Άλμπερ Καμύ που είχα ξεκινήσει να διαβάζω το προηγούμενο βράδυ και του απάντησα πως κάτι τέτοιο μου ήταν αδιάφορο και πως δεν ενδιαφέρομαι για φιλίες.
Ο Αλβανός γείτονας μου φάνηκε να ξαφνιάζεται από την απάντηση μου και για λίγα δευτερόλεπτα επικράτησε σιγή.
Έκανα κίνηση να σηκωθώ από την καρέκλα μου αλλά συνειδητοποίησα γρήγορα πως θα έπεφτα και τα παράτησα.
Ο γείτονας από την Αλβανία ξαναμίλησε μετά από ώρα
"Πιστεύεις στο Θεό;"Είπε.
Εγώ τότε σκέφτηκα πάλι το βιβλίο του Καμύ και πως αν είχα δυνάμεις θα τον σκότωνα τον πούστη σαν τον Άραβα από το βιβλίο μπας και σταματήσει τις ηλίθιες ερωτήσεις του.
"Όχι."Απάντησα.   
"Με αηδιάζουν αυτοί που δεν πιστεύουν στο Θεό."
Μου είπε ο Αλβανός γείτονας με αηδία στα μάτια.
"Αδιαφορώ για το τι σε αηδιάζει και τι όχι."
Απάντησα.
Σκέφτηκα μήπως το παρακάνω με τους απότομους τρόπους μου αλλά λίγο το κρασί λίγο ο Καμύ την είχα δει ζόρικος και ο άλλος ο μαλάκας στην ουσία μου είπε πως τον αηδιάζω.

Προσπάθησα να συγκεντρωθώ,έβαλα τα χέρια μου στα χερούλια της καρέκλας και με μια απότομη κίνηση σηκώθηκα όρθιος,χαιρέτησα τον γείτονα μου και τράβηξα για το σπίτι μου.
Το επόμενο λεπτό ήμουν σπίτι.Ξάπλωσα στο κρεβάτι μου και διάβασα το τελευταίο κεφάλαιο απο το "Ξένο"του Καμύ.

Την επόμενη μέρα δεν θυμόμουν τίποτα και αναγκάστηκα να το ξαναδιαβάσω.   


1 σχόλιο: