7.12.12





Η Βόλτα 



Άκουγε Κατερίνα Στανίση το "Σ' έχω κάνει θεό", το πλαστικό ηλεκτρονικό ρολόι έδειχνε 05:45 με κόκκινα γράμματα digital δίπλα από το μικρό άσπρο κομοδίνο που το είχε πάρει από το Zara Home και η μάνα του έλεγε να μην το πάρει και είχε το σομπάκι στα μισά γιατί κρύωνε. 

Σηκώθηκε από την καρέκλα που ήτανε μαύρη και γυριστή, από αυτές δηλαδή που έχουνε στα γραφεία  και κάθονται και έχουνε και μοχλουδάκι και τις κάνεις σαν κούνια και την είχε τρία χρόνια τώρα και δεν την άλλαζε με τίποτα στο κόσμο. 

Το πήρε απόφαση, έκλεισε το laptop και έβαλε το τζην μπουφάν το levi's πάνω από το φουτεράκι champion, κοτλέ παντελόνι γκρι καμπάνα και έβαλε τα adidas τα μαύρα και τις κάλτσες του στρατού και πήρε δυο μπισκοτάκια Spar του σκύλου να του δώσει να φάει κάτι το ζωντανό που περίμενε απαίξω και συνέχεια κουτουλούσε επίτηδες την πόρτα για να του δώσει σημασία το αφεντικό του.

*

Πήγανε μαζί με το σκύλο στο χωράφι κάτω από το σπίτι του γιατρού και μπροστά από το σπίτι που έμενε εκείνη η κοπέλα που την είχε δει μια φορά να οδηγάει το αμάξι της και τον κοίταξε, μια ομορφούλα ήτανε.

Δεν υπήρχε ψυχή γεννημένη τριγύρω, μήτε πουλάκια δεν κελαϋδάγανε ακόμα καλά καλά.


Κρατούσε το βαρύ ξύλο μαζί του που το είχε κόψει από μία μουριά μια φορά, χοντρό ξύλο σαν ρόπαλο, και ο σκύλος κάτι έκανε μέσα σε κάτι χόρτα και ήτανε ολόβρεχτος γιατί είχε βρέξει το πρωί ή χτες και εκείνος σκέφτηκε πως καλό του κάνει του σκύλου η βόλτα.


 Ένα άντρας καραφλός ήτανε πιο κάτω σε ένα λιόφυτο και μιλούσε στο τηλέφωνο και κάτι έλεγε για τις ελιές πως ήτανε λέει φορτωμένες αλλά φορούσε ρούχα γραφείου και όχι ρούχα εργάτη και το πρόσωπο του ήτανε λιγάκι αντιπαθητικό.


Ο καραφλός άντρας ήτανε εντελώς παράταιρος με το περιβάλλον της εξοχής γύρω.


Ο σκύλος όρμηξε στον καραφλό άντρα και του έσκισε το πόδι με τα σαγόνια του και ο άντρας έβγαλε έναν ήχο σαν "μπργγφφφ" και έπεσε κάτω και του έπεσε και το τηλέφωνο από το χέρι και άνοιξε το καπάκι και βγήκε και η μπαταρία έξω και έκανε πατ πατ στο χώμα.


Εκείνος δεν έκανε τίποτα παρα μόνο κοιτούσε το σκύλο να μασάει το πόδι του καραφλού άντρα.


"Κάνε κάτι σε παρακαλώ" είπε ο καραφλός άντρας με αγωνία στη φωνή του και μερικές σταγόνες ιδρώτα φάνηκαν από τους πόρους του καραφλού κεφαλιού του.


"Δεν μπορώ" είπε εκείνος.


"Θα σε γαμ...." πήγε να φωνάξει ο καραφλός άντρας αλλά δεν πρόλαβε γιατί εκείνος του έλιωσε το κεφάλι με το ξύλο της μουριάς και ο σκύλος ξέσκιζε ότι είχε απομείνει από τον αστράγαλο του καραφλού άντρα.


Έσυρε το πτώμα του καραφλού άντρα στα χόρτα και γύρισε με το σκύλο στο σπίτι.


Άφησε το σκύλο στην αυλή και του έδωσε άλλα δύο μπισκοτάκια Spar και πήρε μαζί του το αλυσοπρίονο που είχε πάνω στη λεπίδα κομμάτια κλαδιών ελιάς από το περσινό κλάδεμα και το μαχαίρι μέσα από το συρτάρι του.


Έβαλε λάδι Mobil στο αλυσοπρίονο και βενζίνη. Έβαλε σε όλο του το σώμα σκουπιδοσακούλες μαύρες Champion που μυρίζανε λεβάντα και τις κόλλησε με μονωτική ταινία άσπρη μεταξύ τους για να μην φύγουν από τα πόδια και τα παπούτσια. Πήρε μαζί του το μπιτονάκι το πλαστικό με τη βενζίνη και ένα ζευγάρι εργατικά γάντια που μύριζαν σκυλίλα και γράσο και είχανε κοκαλώσει από το κρύο.


Πήγε στο σημείο που ήταν το πτώμα του καραφλού άντρα. Άναψε ένα τσιγάρο Silk Cut κίτρινο με έναν αναπτήρα Hondos Center και κοίταξε γύρω. Δεν ήταν κανένας. Έβαλε τα ακουστικά του ipod να ακούσει Κατερίνα Στανίση - "Το τηλέφωνο μου". 


Έβαλε μπροστά το αλυσοπρίονο και έπιασε να τεμαχίζει  με αυτό τον καραφλό άντρα.




*


Όταν τελείωσε, έκλεισε το αλυσοπρίονο, έβγαλε δέκα σακούλες Champion με άρωμα λεβάντα από το τζην μπουφάν του και έβαλε τη μία μέσα στην άλλη και έτσι τώρα είχε πέντε διπλές σακούλες.


Έσκισε με το μαχαίρι την κοιλιά του καραφλού άντρα και τράβηξε έξω τα εντόσθια σιγά σιγά και τα έβαλε στην άκρη.


Σκούπισε το μαχαίρι στα χόρτα μέχρι που δεν υπήρχε τίποτα πάνω στο μαχαίρι παρά μόνο μαύρο ατσάλι.


Σκούπισε τα γάντια στα χόρτα.
 Έβαλε μέσα στις πέντε διπλές σακούλες τα κομμάτια του καραφλού άντρα.

Έβρισε λίγο κάτι σαν "γαμώτο" και ξανασκούπιζε τα γάντια στα χόρτα.

 Τα ρούχα, τα εντόσθια, το τηλέφωνο του καραφλού άντρα μαζί με τη μπαταρία, τις σακούλες που φορούσε στα ρούχα του και το κεφάλι του καραφλού άντρα τα έκανε ένα σωρό και τα έκαψε μέσα σε ένα λάκκο που έσκαψε με τα χέρια και τον έλουσε με βενζίνη.


 Όταν η φωτιά έσβησε μετά από μισή ώρα, έριξε χώμα και την βούλωσε και την πάτησε και ήταν σαν να μην υπήρχε τίποτα εκεί. 

Πήρε το αλυσοπρίονο, το μπιτονάκι, το μαχαίρι και 3 σακκούλες και γύρισε στο σπίτι. Έβαλε το αλυσοπρίονο και το μπιτονάκι τη βενζίνη στη θέση τους στο αποθηκάκι και τις σακούλες τις έδεσε με άσπρο σπάγγο και τις έβαλε στον καταψύκτη στο υπόγειο. Γύρισε στο χωράφι και πήρε και τις άλλες δύο σακκούλες και έκανε το ίδιο και με αυτές. Καθάρισε πολύ καλά το αλυσοπρίνονο και το λάδωσε, όπως και το μαχαίρι το λάδωσε και το ακόνισε και το έβαλε στη θέση του στο συρτάρι.



*

Μπήκε στο σπίτι και άναψε το θερμοσίφωνο για δέκα λεπτά.

Μέχρι να ζεσταθεί το νερό εκείνος στεκόταν με το παντελόνι κατεβασμένο μέχρι τους μηρούς και κάτι έκανε με ένα μυ του σώματος του και μετρούσε μέχρι το εκατό μπροστά στον καθρέπτη.


Έκανε μπάνιο με αφρόλουτρο με άρωμα σανδαλόξυλου αλλά χωρίς σφουγγάρι, με τα χέρια, βγήκε γυμνός από το μπάνιο και έβαλε τα ρούχα στα άπλυτα.


Έκοψε τα νύχια των χεριών του μέσα στο νεροχύτη, ξύρισε όλες τις τρίχες του σώματος του, εκτός του κεφαλιού και του προσώπου. Έβαλε κρέμα σώματος. Έπλυνε τα δόντια του. Στέγνωσε το σώμα του με μία πετσέτα άσπρη.


 Ντύθηκε με μία φόρμα μπλε που δεν είχε λάστιχο στη μέση και συνεχώς του έπεφτε, καινούρια εσώρουχα και κάλτσες. Έβαλε να βράζει ένας καφές ελληνικός στο μάτι το μικρό. Έκατσε στο laptop και το άνοιξε. 


Η ώρα στο πλαστικό ρολόι με τα κόκκινα digital γράμματα ήτανε 07:56.


Έβαλε να ακούσει "Είσαι αρρώστεια" από Κατερίνα Στανίση στο YouTube.


Ακούστηκε ένας συριστικός ήχος και ήτανε ο καφές που χύθηκε  και εκείνος έβρισε λίγο σιγανά και έπιασε να καθαρίζει το μάτι με το βέτεξ το κίτρινο και το μάτι έκανε τσσσσ τσσσσ γιατί ήτανε ακόμα καυτό.








2 σχόλια:

  1. Αλλιώτικη περίπτωση η δική σου
    με πλήγωσες κι εγώ σ`αναζητώ
    με τίποτα δε σβήνει η θύμηση σου
    δε βρίσκω τρόπο για να γιατρευτώ

    Είσαι αρρώστια που δε γίνεται καλά
    είσαι δάκρυ που όσο θα υπάρχω θα κυλά
    τέτοια αγάπη δε σου άξιζε αλλά
    Είσαι αρρώστια που δε γίνεται καλά

    Πληγή ο χωρισμός που με πεθαίνει
    αρρώστια που με σέρνει στο χαμό
    κι ακόμα η καρδιά μου επιμένει
    να λιώνει στο δικό σου τον καημό

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. εσενα που σε ξερω τοσο λιγο
    εσενα που αγαπω τοσο πολυ
    για πες μου να μεινω η να φυγω?
    για πες μου πριν μας εβρει το πρωι..

    ΑπάντησηΔιαγραφή