5.3.13






Τα αγάλματα


    Αισθανόμουν σκατά όπως συνήθως και ήταν ακόμα πρωί περίπου. Δώδεκα το μεσημέρι. Τέτοια ώρα ξυπνάω.  Χτες δεν είχα πιεί πολύ αλλά και πάλι αισθανόμουν σαν κάποιος να μου είχε πατήσει την ψυχή με οδοστρωτήρα και μετά να έχεσε πάνω στα απομεινάρια της.
    Δουλειά δεν υπήρχε ούτε για δείγμα αλλά και να υπήρχε δεν θα ήμουν χαρούμενος, απλά θα ήμουν υποχρεωμένος να πάω λόγω των χρημάτων.
    Περίμενα να με πάρουν από μία δουλειά αλλά το τηλέφωνο δεν χτυπούσε. Το μόνο που είχα να κάνω ήταν να γράφω στον υπολογιστή και να τσακώνομαι με τους γείτονες. Ήταν μία πλήρης απασχόληση και αυτό.
    Είχα αράξει και έπινα καφεδάρα και κάπνιζα τσιγάρο όταν επιτέλους το τηλέφωνο μου χτύπησε. Πετάχτηκα από την τρομάρα μου γιατί είχα ξεσυνηθίσει τον χαζό του ήχο. Δεν μπορούσα να τα μάθω με τίποτα τα κωλοτηλέφωνα.
    Πριν σηκώσω το τηλέφωνο, ένα δευτερόλεπτο πιο πριν, σκέφτηκα το θάνατο, δεν ήξερα γιατί σκεφτόμουν τον μαλάκα τον θάνατο. Ίσως έπασχα από κάποια μορφή υποχθόνιας κατάθλιψης που σε πιάνει πριν σηκώσεις το ακουστικό. Βέβαια, θα μου πεις, και ποιος δεν πάσχει από κατάθλιψη τη σήμερον ημέρα; Όλοι, απλά μερικοί το γνωρίζουν κιόλας, όπως εγώ.
    «Ναι;» είπα στο ακουστικό.
    «Γεια σας, σας τηλεφωνούμε από το ξενοδοχείο Sun Resorts στην Χερσόνησο. Μας είχατε στείλει ένα βιογραφικό σας» είπε μία γυναικεία φωνή.
    «Ναι» είπα αδιάφορα.
    «Θα θέλαμε να περάσετε από συνέντευξη, σήμερα στις 3 το μεσημέρι» είπε η φωνή.
    «Εντάξει» είπα και κλείσαμε το τηλέφωνο.
    Ξούρισα το μούσι και έκανα μπάνιο. Πατήκωσα τη μαλλούρα μου που ήτανε σαν θάμνος, έβαλα κάτι κυριλέ ρούχα και πήγα με τα πόδια στη στάση να πάρω το κωλολεωφορείο να πάω στη Χερσόνησο. Πρώτα πήρα το αστικό και πήγα κέντρο και μετά το κτελ για Χερσόνησο. Συνολικά έκανα μία και μισή ώρα. Είχα αργήσει. Η ώρα ήταν 3 και μισή. Έτρεχα σαν μαλάκας να προλάβω. Δεν είχα υπολογίσει σωστά την ώρα.
    Έφτασα σαν ξεμαλλιασμένη μαϊμού στην είσοδο της ρεσεψιόν.
    «Που είναι η συνέντευξη;» ρώτησα έναν τύπο που έμοιαζε να με μισεί από την πρώτη στιγμή που έριξε το βλέμμα του πάνω μου. Εγώ είχα υιοθετήσει την έκφραση σε γράφω στ’ αρχίδια μου.
    «Τρίτη πόρτα δεξιά» έφτυσε ο τύπος με μίσος.
    Κάποιος πρέπει να του είχε σκοτώσει το σκύλο ή κάτι τέτοιο.
    Το μέρος έμοιαζε με παλάτι. Αρχαιοελληνικά αγάλματα παντού, ασπίδες, ήλιοι της Βεργίνας και τέτοια. Σαν μουσείο ήτανε. Ανατρίχιασα και πήγα εκεί που μου είπε ο τύπος.
    Χτύπησα την πόρτα. Μία γυναικεία φωνή μου είπε να περιμένω. Περίμενα περίπου μία ολόκληρη ώρα όρθιος σαν αγγούρι. Το στομάχι μου έκανε θόρυβο και με είχε πιάσει και χέσιμο γιατί δεν είχα προλάβει να στείλω το γράμμα το πρωί. Άναψα τσιγάρο. Ο τύπος ξαναπέρασε από μπροστά μου. Στάθηκε εκεί που καθόμουν και περίμενα.
    «Σβήσε το τσιγάρο» είπε με μίσος και πάλι ο σάπιος.
    «Γιατί;» είπα εγώ με μαγκιά να τον ψαρώσω τον αρχίδα.
    «Τι γιατί ρε; Εδώ είναι Sun Resorts» είπε με περηφάνεια ο σκατιάρης.
    «Και τι έγινε;» είπα εγώ με άνεση μάδερφάκερ και τράβηξα βαθειά τζούρα.
    «Απαγορεύεται το κάπνισμα εδώ μέσα» είπε ο παπάρας.
    Εγώ έκανα πως κοιτάω τριγύρω.
    «Μμμ...δεν βλέπω καμία ταμπέλα πουθενά» είπα εγώ και χαμογέλασα χωρίς να σβήσω το τσιγάρο μου.
    Ο τύπος έκανε μεταβολή και έφυγε ηττημένος και νευριασμένος. Δεν θα τα πηγαίναμε καλά με αυτόν. Κάποιο σοβαρό πρόβλημα είχε ο τύπος.
    Μετά από λίγο ο τύπος ξαναήρθε και κρατούσε μαζί του μία εκτυπωμένη κόλλα Α4 που πάνω έγραφε με μεγάλα μαύρα γράμματα ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΚΑΠΝΙΣΜΑ – ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ SUN RESORTS και την κόλλησε με σελοτέιπ στον τοίχο απέναντι από εμένα. Κόντεψα να βάλω τα γέλια.
    Εγώ είχα ήδη πετάξει το τσιγάρο μου κάτω και το είχα καταχωνιάσει σε μία γωνία που δεν φαινόταν το αποτσίγαρο. Του την είχα φέρει του μαλάκα. Ήμουν χαρούμενος. Ακόμα περίμενα την πόρτα να ανοίξει. Τι γινόταν δεν ήξερα.
    «Μη σε ξαναδώ να ανάβεις τσιγάρο» είπε ο τρόμπας.
    «Άντε γαμήσου ρε φασίστα» του είπα αγριεμένος τώρα. Δεν γούσταρα να μου μιλάει έτσι ο κάθε τυχαίος υπάλληλος καριολόπουστας.
    Εκείνος έμεινε με ανοιχτό το στόμα, έκανε μεταβολή και έφυγε τρέχωντας σχεδόν. Εγώ είχα ανάψει και ήμουνα έτοιμος για καβγά. Τα είχα πάρει στο κρανίο. Άρχισα να χτυπάω την πόρτα.
    «Τι θα γίνει εκεί μέσα; Άντε έχουμε και δουλειές! Τόση ώρα περιμένω» ούρλιαξα και κοπάνησα με το πόδι μου τη πόρτα.
    Η πόρτα άνοιξε και από μέσα υπήρχε ένα όμορφο πλάσμα. Μάλλον ήταν εκείνη η γυναίκα που με πήρε τηλέφωνο.
    «Συγνώμη κ. Κοβαλένκο, είχα μία τηλεφωνική συνομιλία που δεν μπορούσε να διακοπεί, περάστε παρακαλώ» είπε η γυναικάρα και μπήκα μέσα με το σαγόνι στο πάτωμα να σέρνεται. Είχα ξεχάσει τον καβγά με τον μαλάκα για τα καλά.
    Έκατσα στην καρέκλα απέναντι από το γραφείο της. Έκατσε και εκείνη απέναντι μου. Φορούσε φούστα. Έκανα πως κάτι μου έπεσε και έσκυψα και είδα τα πόδια της. Πολύ ωραία, σκέφτηκα. Ήταν μελαχροινή και γύρω στα 30 χρόνια της. Πολύ καλή. Άναψα τσιγάρο.
    Εκείνη χαμογέλασε και μου έδωσε τασάκι.
    «Λοιπόν κ. Κοβαλένκο, εδώ βλέπω έχετε δουλέψει νυχτερινός στο Παρσιφάλ. Γιατί φύγατε;» με ρώτησε το μανούλι κοιτώντας μία εμένα και μία το βιογραφικό μου.
    «Δεν έδιναν ρεπό και ήταν όλοι χοντρομαλάκες εκεί μέσα και δεν τους άντεχα άλλο» είπα ψύχραιμα.
    Εκείνη είχε μείνει να με κοιτάει. Δεν ήταν συνηθισμένη σε συνεντευξιαζόμενους σαν και του λόγου μου. Είχα κάτι το σκληρό και το αμίληκτο, το παραδέχομαι. Έτσι ήμουν όμως τι να κάνω; Να προσποιούμαι; Δεν μπορούσα. Ήμουν σκληρός άντρας.
    «Δηλαδή δεν πήρατε ούτε ένα ρεπό ολόκληρη σεζόν;» είπε η τύπα.
    «Όχι. Ούτε ένα. Δούλεψα έξι μήνες σερί, μόνο νύχτα» είπα και τράβηξα τζούρα αλά Χάμφρει Μπόγκαρτ στο πιο αφανέξ και χωρίς καπέλο.
    «Μάλιστα. Ακούγεται απάνθρωπο» είπε εκείνη χωρίς ίχνος λύπησης στη φωνή της, απλά το είπε γιατί δεν ήξερε τι άλλο να πει. Άρχισα να βαριέμαι. Περίμενα να δω τι άλλο θα μου έλεγε.
    «Κοιτάξτε εμείς εδώ δίνουμε ρεπό. Τo ωράριο είναι σπαστό. Έρχεστε 9 το πρωί και φεύγετε 1 το μεσημέρι και μετά ξαναέρχεστε 5 το απόγευμα και σχολάτε στις 9 τη νύχτα. Σας χρειαζόμαστε για το πάρκινγκ. Θα βοηθάτε και στην ενοικίαση των αυτοκινήτων με τον Σούλη» είπε η τύπισσα.
    «Σπαστό ωράριο; Πόσα φράγκα;» είπα.
    «600 ευρώ ένα ρεπό το μήνα» είπε η τύπισσα.
    «Όχι ευχαριστώ» είπα εγώ και σηκώθηκα. Πέταξα το τσιγάρο στο τασάκι. Το έσβησα με το δάχτυλο και κάηκα αλλά δεν το έδειξα. Εκείνη με κοιτούσε αποχαυνωμένη.
    «Γιατί δεν σας άρεσε η πρόταση μου;» είπε η τύπισσα.
    «Γιατί εσείς δεν ψάχνετε υπάλληλο, μαλάκα ψάχνετε σαν και εκείνη τη μαϊμού εκεί έξω» είπα.
    «Είστε πολύ αγενής κ Κοβαλένκο, ο Σούλης είναι πολύ καλό παιδί» είπε εκείνη τσαντισμένη.
    «Ναι, τόσο καλό παιδί που κόντεψα να τον πλακώσω στα χαστούκια το μαλάκα» είπα και άφησα μία κλανιά. Έκανα μεταβολή και βγήκα χωρίς να κλείσω την πόρτα πίσω μου.
    Ο μαλάκας ο πριξαρχίδας ο Σούλης με περίμενε καραούλι απέξω. Πρέπει να είχε στήσει και αυτί και μάλλον τα είχε ακούσει όλα.
    Πήγε να απλώσει χέρι να με σταματήσει για κάποιον δικό του τρελό λόγο. Του έριξα μία σπρωξιά και τον σώριασα κάτω. Εκείνος δεν το περίμενε και έσκασε με την πλάτη στο μάρμαρο. Πήγα να περάσω από πάνω του αλλά το αρχιδάκι ο Σούλης μου έπιασε το πόδι και με έριξε και μένα κάτω. Πήρα παραμάζωμα κάτι αγάλματα και γαμήθηκε ο Δίας εκεί μέσα. Τα αγάλματα σπάσανε και εγώ είχα χτυπήσει τον καρπό μου από την πτώση. Είχα τσαντιστεί άγρια τώρα.
    Γύρισα και του κλώτσησα τη μούρη με το παπούτσι μου.
    Η γκόμενα είχε βγει έξω από το γραφείο και ούρλιαζε.
    «Το αγάλμα, μηηηη, τα αγάλματαααααααααα!!!».
    Το μόνο που την ένοιαζε τη καριόλα ήτανε τα αγάλματα. Χέστηκε για τον Σούλη που τις έτρωγε, χέστηκε και για μένα που είχα κατασκοτωθεί να πούμε και κυλιόμουν στα πατώματα σαν κάμπια.
    Ο Σούλης είχε ανέβει πάνω μου τώρα και μου κοπανούσε το κεφάλι με ένα κομμάτι αγάλματος. Την έφαγα στο κούτελο. Ζαλίστηκα. Γινόταν χαμός. Η γκόμενα μάζευε τα κομμάτια απο τα σπασμένα αγάλματα και έκλαιγε. Τι σκατά γινόταν ρε; Πως έμπλεξα έτσι. Απέκρουσα ένα χτύπημα του Σούλη και τον γύρισα με λαβή ανάποδα. Ήτανε και χοντρός ο μαλάκας ο κοιλαράς και δυσκολεύτηκα. Ήμουν όμως κι εγώ αλάνι και δεν μάσαγα από Σούληδες. Του άδειασα μία καλή μπουνιά στη μύτη και μάτωσε το σύμπαν. Πρέπει να του την είχα σπάσει.
    Ο Σούλης με το που είδε το αίμα στα χέρια του άρχισε να κάνει εμετό πάνω του. Εγώ αηδίασα και του έριξα μία κλωτσιά στα αρχίδια. Η γκόμενα άρχισε να με κοπανάει κι εκείνη με κάτι κομμάτια αγάλματος. Γαμώ την τύχη μου. Της έπιασα τα χέρια και την κόλλησα στον τοίχο. Δεν βαρούσα ποτέ γυναίκες, δεν ήταν του χαρακτήρα μου, ακόμα κι αν εκείνες με κοπανούσαν εγώ βράχος, δεν βαρούσα πίσω. Πάντα έλεγα πως από γυναίκα θα πήγαινα επειδή δεν θα αντιδρούσα εαν θα με σκότωνε με κανά τσεκούρι.
    Εκεί που την είχα κολλημένη δεν ήξερα πως να της κλείσω το στόμα για να μην ουρλιάζει και της έχωσα τη γλώσσα μου μέσα στο στόμα της για να σκάσει επιτέλους. Μου δάγκωσε τη γλώσσα και την ένιωθα που μάτωσε. Είχε γεμίσει αίμα το στόμα της και το δικό μου. Άναψα. Της έβαλα δάχτυλο αμέσως. Εκείνη τρελάθηκε. Έκανε σαν αφιονισμένη. Την φίλησα ξανά και αυτή τη φορά με φίλησε κι εκείνη πίσω. Άρχισα να δουλεύω δάχτυλο περιστροφικό και καρφωτό. Γινόταν γλέντι. Ήταν υγρή σαν πισίνα. Τρομερό. Είχα καβλώσει κι εγώ. Τον πεταξα έξω και είπα ότι γίνει θα γίνει τώρα, ή θα μου τον κόψει ή θα γαμηθούμε σαν σκυλιά κάτω στα μάρμαρα με το Σούλη να παίρνει μάτι και να ξερνάει τα άντερα του. Εκείνη φυσικά μου τον άρπαξε και τον έβαλε μέσα της. Άρχισα να αισθάνομαι γαμώ. Ήταν στενή. Δούλεψα βιδωτό και καρφωτό. Καμιά τριανταριά φορές από μπροστά και μετά τη γύρισα πίσω. Της τον ξαναέχωσα και εκείνη φώναζε:
    «Τα αγάλματαααααα, μηηηηη, μηηηηηηη, όχιιιιιι, μηηηηηηη, ναιιιιιιι, όχιιιιι, ναιιιιιι!».
    Δεν ήξερα τι να σκεφτώ. Συνέχιζα το μέσα έξω μέχρι που έχυσα μέσα της. Εκείνη τη στιγμή ο Σούλης ήρθε από πίσω μου και πήγε να μου τη χώσει. Ήταν ξεβράκωτος κι εκείνος και είχε μία τεράστια πούτσα αλόγου. Έκανα προσποίηση αλά Βαζέχα και την γλίτωσα. Του έριξα μία πολύ δυνατή άπερκατ και τον βρήκα στα σαγόνια. Έπεσε σαν ξύλο κάτω. Από τη λύσσα μου πήρα ένα σπασμένο χέρι από ένα άγαλμα και άρχισα να τον κοπανάω με δύναμη στο κεφάλι. Του έλιωσα το κρανίο. Τα μυαλά του χυθήκανε στο μάρμαρο και μύριζε παντού σπέρμα και θάνατος και αίμα και ιδρώτας.
    «Τι έκανες;;» είπε η γυναίκα από πίσω μου.
   «Του γάμησα τα πρέκια» είπα εγώ. Είχα ξενερώσει. Έπρεπε να τη σκοτώσω και αυτήν. Θα με δένανε αλλιώς. Έκανα κίνηση να τη χτυπήσω.
    «Μηηηηη! Σε παρακαλώ! Χέστηκα για το μαλάκα το Σούλη, ας τον θάψουμε κάπου στον κήπο. Δεν με νοιάζει» είπε εκείνη ξεμαλλιασμένη αλλά όμορφη σαν την αυγή.
    «Μα καλά δεν είναι κανείς άλλος εδώ πέρα;» είπα απορρημένος.
    «Έτυχε και λοίπουν όλοι, πάμε να τον θάψουμε» είπε εκείνη.
    Σύραμε το χοντρό πτώμα του Σούλη μέχρι τον κήπο. Μου έδειξε που υπήρχαν σύνεργα για σκάψιμο. Πήρα ένα φτυάρι και άρχισα να σκάβω. Ξεκωλώθηκα, έσκαβα δύο ώρες σχεδόν. Τα ρούχα μου είχαν γίνει σκατά. Πετάξαμε μέσα τον Σούλη και το πτώμα έκανε ένα υπόκωφο ΓΚΝΤΟΥΠ κόντρα στο χώμα. Εκείνη μου έφερε λίγο νερό. Έκλαιγε. Δεν ήξερα τι να κάνω, έπρεπε να την σκοτώσω αλλά τη λυπόμουνα γιατί ήταν ωραίο μωρό.
    «Κοίτα, δεν θα σε πειράξω αλλά έτσι και με δώσεις στους μπάτσους, να ξέρεις θα έρθει μία μέρα που θα σου κόψω το λαρύγγι όσα χρόνια και να περάσουν» είπα όσο πιο πειστικά μπορούσα.
    «Ναι, δεν θα πω τίποτα, μην ανησυχείς» είπε εκείνη και χώθηκε στην αγκαλιά μου.
    «Γιατί τόση πρεμούρα για τα αγάλματα;» την ρώτησα στο άσχετο.
    «Δεν ξέρω, έτσι μου βγήκε, δεν ήξερα τι να πω» είπε εκείνη. Εκείνη άρχισε να μου κάνει πίπα για να μου φύγει η ένταση του θαψίματος, όπως υποστήριξε. Όταν τελειώσαμε της είπα αντίο και της έκανα την κίνηση πως της κόβω το λαιμό και μετά το σήμα της σιωπής με το δάχτυλο στο στόμα μου. Εκείνη κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι.
   Πήρα το κωλοκτέλ και γύρισα σπίτι. Είχα σκοτώσει έναν άνθρωπο. Δεν αισθανόμουν τίποτα. Δεν με ένοιαζε και πολύ φαίνεται. Πάντως η πουστάρα ο Σούλης την είχε τεράστια. Πάει τώρα όμως, θα του τη φάνε τα σκουλίκια. Χαμογέλασα. Πιθανότατα κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά με την πάρτη μου. Δεν έδωσα σημασία στις ηλίθιες και καταθλιπτικές μου σκέψεις και άρχισα να χαζεύω έξω.
    Ακόμα περιμένω τους μπάτσους να μου σπάσουν την πόρτα. Έχει περάσει ένας μήνας και τίποτα ακόμη. Σκέφτομαι να της τηλεφωνήσω για να δω τι κάνει. Μου έλειψε. Θέλω να τη ρωτήσω γιατί δεν με έδωσε. Μου φαίνεται παράξενο. Ίσως κι εκείνη να είναι τρελή σαν και μένα, για δέσιμο και οι δύο. Μια χαρά. Έπιασα το τηλέφωνο και σχημάτισα τον αριθμό του ξενοδοχείου.
   
   
   
   
   
   toyita

   
   
    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου