31.3.13



Μπαμπά, μπαμπά, μπαμπά!
   

    «Αύριο ο καιρός θα είναι αίθριος, με σποραδικές νεφώσεις στα πελάγη δυτικά της Κρήτης. Το μουνί μου είναι τόσο υγρό όσο ένα σφουγγάρι και θα ήθελα τον πρωθυπουργό να μου το στύψει με το καβλί του» άκουσε να λέει η τύπισσα με το ταγιέρ στην τηλεόραση που έλεγε τον καιρό στην ΕΤ1.
    Κούνησε το κεφάλι του για να δει αν άκουσε καλά. Έβλεπε κρατική τηλεόραση, ειδήσεις, τον καιρό. Πως ήταν δυνατόν;
    «Ίσως να υπάρξουν βροχοπτώσεις στα βόρεια της χώρας αλλά σταδιακά θα εξασθανήσουν γιατί τα βυζιά μου είναι τόσο μεγάλα που ο γείτονας θέλει να κάνει πάνω τους μπάρμπεκιου» είπε η παρουσιάστρια με το ταγιέρ.
    Κούνησε πάλι το κεφάλι του και άφησε τη μπύρα στο κομοδίνο. Ήταν ξαπλωμένος και κάπνιζε ένα τσιγάρο. Ανασηκώθηκε και κοίταξε γύρω. Όλα καλά. Σκότωσε μία μύγα με ένα παλιό μπλε τετράδιο. Η μύγα πέθανε και έπεσε κάπου στα σεντόνια και άφησε ένα κόκκινο σημάδι στον τοίχο. Υπήρχαν πολλά. Δεν έψαξε να βρει τη μύγα.
    Έπιασε ένα μπωλ  με γλυκό σουφλέ σοκολάτας. Έφαγε.
    «Την Τρίτη ο καιρός θα είναι  μπουρδέλο τελείως και όποιος μαλάκας ξανακοιτάξει τον κώλο μου θα του γαμήσω τη μάνα» είπε η παρουσιάστρια. Κάτι δεν πήγαινε καλά.
    «Τι κοιτάς ρε μαλάκα; Ε;; ΜΠΑΜΠΑ, ΜΠΑΜΠΑ, ΜΠΑΜΠΑ, ΜΠΑΜΠΑ!» είπε η παρουσιάστρια μέσα από την τηλεόραση προς το μέρος του κρατώντας τα βυζιά της.
    Ξύπνησε και είδε την κόρη του τη μικρή να του φωνάζει ΜΠΑΜΠΑ και να τον σκουντάει.
    «Μπαμπά, θέλω κι εγώ γλυκό, εσύ γιατί μπορείς να τρως γλυκό κι εγώ όχι;» είπε η μικρή.
    Η ώρα ήταν 2 τη νύχτα. Η μικρή είχε ξυπνήσει.
    «Δεν κάνει να τρώτε συνέχεια γλυκά» είπε εκείνος.
    «Μα γιατί εσύ κάνει να τρως;» είπε η μικρή.
    «Είμαι μεγάλος».
    «Μα γιατί δεν κάνει να τρώω;» είπε η μικρή.
    Εκείνος έβγαλε έναν αναστεναγμό και της έδωσε το μπωλ με το γλυκό. Η μικρή το πήρε και πήγε στο δωμάτιο της τρέχωντας.
    Το πρωί ξύπνησαν πρώτα τα παιδιά. Δεν  μπορούσε να σηκωθεί με τίποτα. Αισθανόταν σαν πεθαμένη φάλαινα με καρκίνο στη μήτρα μέσα σε μία λίμνη από πετρέλαιο στη μέση του ωκεανού.
    Τα πήρε και πήγε βόλτα στο πάρκο Γεωργιάδη. Κάθε Κυριακή το έκανε. Άραξε στο παγκάκι και εκείνα παίζανε. Άναψε τσιγάρο. Μετά από λίγο ήρθε η Μαρία. Η Μαρία είχε έναν εφτάχρονο γιο. Τον είχε φέρει μαζί της να παίξει κι εκείνος στην παιδική χαρά. Την ήξερε αρκετά καλά, φιλικά πάντα.
    Μιλούσανε για διάφορες μαλακίες. Μετά από λίγο ο Κώστας είπε:
    «Θέλεις να βρεθούμε καμιά νύχτα για καμιά μπύρα;».
    «Το ήξερα!» είπε η Μαρία.
    «Τι πράγμα;».
    «Θέλεις να με γαμήσεις» είπε η Μαρία.
    «Πως σου ήρθε αυτό;» είπε ο Κώστας.
    «Θέλεις ή δεν θέλεις;».
    «Εμ..ναι.δηλαδή..ναι..θέλω».
    «Θα πάρεις τ’ αρχίδια μου» είπε η Μαρία.
     «Γιατί;» είπε ο Κώστας.
    «Γιατί να θέλω να πηδηχτώ μαζί σου;» είπε η Μαρία.
    Η μικρή κόρη του Κώστα ήρθε και του ζήτησε αχλαδάκι. Εκείνος της έδωσε τη σακκούλα με τα αχλαδάκια και της είπε να τα μοιραστεί με την αδερφή της. Η μικρή έφυγε και πήγε πίσω στο παιχνίδι της.
    «Γιατί να θέλω να με γαμήσεις;» είπε πάλι η Μαρία.
    «Δεν ξέρω» είπε ο Κώστας, «γιατί...θέλω;».
    «Άθλιος, πω πω μαλάκα, άθλιος, άθλιος» είπε η Μαρία και άναψε τσιγάρο.
    Άναψε και ο Κώστας τσιγάρο.
    «Γιατί δεν δοκιμάζεις την τύχη σου με καμιά άλλη μαμά;» είπε η Μαρία.
    «Εκείνη εκεί η μαμά φαίνεται να χρειάζεται ένα χύσιμο στα μίζερα βυζιά της από το λερωμένο σου, μικρό και βρώμικο πουλί» είπε η Μαρία.
    Ο Κώστας γέλασε. Κοίταξε τη μαμά. Χάλια ήταν.
    «Να κι εκείνη εκεί καλή είναι, θα μπορούσε να σου πάρει και πίπα αν ήθελες, φαίνεται να παίρνει καλές πίπες» είπε η Μαρία δείχνωντας μία άλλη μαμά πιο πέρα.
    «Εσύ γιατί δεν τρίβεις το σάπιο σου μουνί σε κείνου κεί την καράφλα;» είπε ο Κώστας δείχνωντας έναν τύπο καραφλό με γυαλιά ηλίου που έμοιαζε με παιδεραστή και καθόταν στο πιο πέρα παγκάκι και του τρέχανε τα σάλια ή κάτι τέτοιο.
    «Το έχω ήδη τρίψει στην καράφλα του. Ήταν και γαμώ» είπε η Μαρία.
    Γελάσανε. Ήταν και οι δύο χωρισμένοι και μόνοι, καιρό τώρα.
    Το άλλο πρωί ο Κώστας άργησε να πάει τα παιδιά στο σχολείο. Η ώρα ήταν 9 παρά και το κουδούνι χτυπούσε στις 8 και μισή. Μόλις πήγε και τη μικρή στην τάξη της, βγήκε έξω και ξεφύσηξε σαν φώκια. Δίπλα του ήταν ένας άλλος μπαμπάς, πιο αδύνατος και πιο γυμνασμένος. Έμοιαζε μόλις να έχει βγει από το γυμναστήριο.
    «Δεν αντέχω άλλο αυτή τη ζωή» είπε ο Κώστας.
    «Γιατί φίλε μου;» είπε ο γυμνασμένος μπαμπάς.
    «Κάθε πρωί τα ίδια. Αργώ πάντα. Δεν μπορώ να ξυπνήσω. Είμαι άχρηστος. Γυρνάω σπίτι και τρώω ένα μπωλ γλυκό και ένα μπωλ παγωτό, βλέπω πρωινάδικα στην τηλεόραση και τραβάω καμιά μαλακία. Μετά πάει μεσημέρι και έρχομαι πάλι εδώ να τις πάρω όταν σχολάνε» είπε ο Κώστας.
    «Φίλε, ξέρω τι χρειάζεσαι» είπε ο γυμνασμένος.
    «Τι;».
    «Χρειάζεσαι να μπεις σε φόρμα. Να κάνεις πράματα, να τρέχεις, να γυμναστείς».
    «Ναι, ίσως έχεις δίκιο».
    «Έλα μαζί μου στο γυμναστήριο, θα σου δείξω».
    «Τώρα;» είπε ο Κώστας.
    «Τώρα».
    Στο γυμναστήριο έγινε της πουτάνας. Στην αρχή έκανε τρέξιμο. Ο τύπος τον έβαλε και έτρεχε στο φουλ το μηχάνημα. Γαμήθηκε. Μετά έκανε βάρη. 50 επαναλήψεις και κάμψεις. Μετά κι άλλο τρέξιμο. Ο Κώστας είχε να γυμναστεί από τότε που γεννήθηκε. Ήταν χοντρός, Γύρω στα 100 κιλά.
    Έπαθε κάτι σαν ανακοπή. Περίπου ανακοπή, λιποθύμισε, όλα μαύρισαν. Το ασθενοφόρο ήρθε και τον μάζεψε από το πάτωμα του γυμναστηρίου.
    Το κρεβάτι του νοσοκομείου ήταν άβολο.
    Ο γιατρός μπήκε μέσα και τον σκούντηξε. Εκείνος ξύπνησε.
    «Ξύπνα χοντρέ» είπε ο γιατρός.
    «Πάλι εσύ;» είπε ο Κώστας.
    «Θα με πληρώνεις μέχρι να πεθάνεις χοντρέ».
    Ήταν ο προσωπικός του γιατρός. Είχε καλή ασφάλεια.
    «Σου είπα να μην κάνεις γυμναστική» είπε ο γιατρός.
    «Είσαι απαίσιος» είπε ο Κώστας.
    «Είσαι μία μάζα από λάθη, λίπος και σάπια κόκαλα. Δεν πρέπει να κάνεις τίποτα. Πρέπει να τρως ότι θες, να πίνεις τόνους αλκοόλ, να μην κάνεις γυμναστική και να πεθάνεις» είπε ο γιατρός.
    «Γαμημένε πούστη» είπε ο Κώστας.
    «Θα πάρεις εξιτήριο σήμερα. Μπορεί να πεθάνεις όμως ανά πάσα στιγμή χοντρέ» είπε ο γιατρός.
    «Κωλογλύφτη» είπε ο Κώστας.
   Ο γιατρός γαμήθηκε στο γέλιο.
    Ο Κώστας σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε να πάρει τις κόρες του από το σχολείο. Ήταν ήδη μεσημέρι.
   
   
   blog 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου