17.3.13




24 ώρες

   
     Ήταν αργά και όλοι οι θαμμώνες είχαν ξεβραστεί στα σπίτια τους σαν αδέσποτες φώκιες γιατί τους είχαν τελειώσει τα φράγκα και δεν μπορούσαν να αγοράσουν άλλα ποτά.
    Ο μπεκρής όσα λεφτά είχε θα τα έπινε. Δεν γινόταν αλλιώς. Έτσι ήταν ο κανόνας.
    Ο Κώστας καθότανε και περίμενε να δει αν θα σχολάσει επιτέλους. Η ορχήστρα μάζευε τα όργανα αλλά εκείνο το ραμολί ο γέρος με τα άσπρα μαλλιά δεν έλεγε να ξεκολλήσει από το μπαρ.
    «Σου είπα, όταν θα πεθάνεις, τέλος, δεν έχει άλλο, μηδέν, φινίτο λα μούζικα, μαυρίλα ρεεε» είπε ο γέρος.
    «Εντάξει ρε συ, το είπαμε, δεν έχει άλλο, δεν πάμε στο σπίτι σιγά, σιγά τώρα..» είπε ο μπάρμαν ο Μάνος στο γέρο.
    «Δεν μπορώ να πάω σπίτι μου, η γυναίκα μου είναι πολύ άσχημη. Όταν τη βλέπω θέλω να πεθάνω» είπε ο γέρος.
    «Ρε συ Κώστα, δεν τον πας στο σπίτι ρε μαλάκα, να κλείσουμε εμείς εδώ και μετά πάνε και συ σπίτι σου να ξεκουραστείς» είπε ο Μάνος ο μπάρμαν.
    Ο Κώστας έπιασε παραμάσχαλα το γέρο και τον κατέβασε από το σκαμνί. Ο γέρος έκανε να του χώσει μία σφαλιάρα αλλά ήταν πολύ μεθυσμένος για να τα καταφέρει.
    «Σιγά θείο, σιγά, άντε θα σε πάω σπίτι να κοιμηθείς και τα λέμε πάλι αύριο» είπε ο Κώστας. Ο γέρος μύριζε μία απαίσια μυρωδιά απλησιάς και οινοπνεύματος.
    Έξω φυσούσε ένας βοριάς του Μάρτη, βαρύς και ασήκωτος, από εκείνους που σε ξεγελάνε όλη τη μέρα με τον ήλιο ντάλα και τη νύχτα τουρτουρίζεις σαν ψάρι στο βουνό.
    Ο Κώστας έμπασε το γέρο με τα χίλια ζόρια στο αυτοκίνητο και πήγε από την άλλη να μπει στη θέση του οδηγού. Δεν πρόλαβε να μπει μέσα στο αμάξι και ο γέρος ξέρασε μία ρουκέτα στο πατάκι του συνοδηγού.
    Ο Κώστας δεν είπε τίποτα. Ο γέρος έγυρε και τον πήρε ο ύπνος στο τζάμι.
     Άναψε τη μηχανή και το άφησε να ζεσταθεί. Το παλιό Φιατάκι δεν σήκωνε πολλά, πολλά, ήθελε καλό ζέσταμα. Άναψε τσιγάρο και περίμενε.
    Ο Κώστας έψαξε τις τσέπες του γέρου. Τίποτα. Βρήκε ένα πορτοφόλι μαύρο από δερματίνη, χιλιοσκισμένο, άδειο και κακόμοιρο. Μέσα υπήρχε μία φωτογραφία μίας κοπέλας, νέας, γύρω στα 20. Όμορφη κοπέλα. Μάλλον η κόρη του γέρου θα ήτανε.
    Ξεκίνησε και πήγε το γέρο στο σπίτι. Ο Μάνος του είχε εξηγήσει που μένει. Πίσω από την Παναγίτσα, στου Κορώνη Μαγαρά την κατηφόρα μετά το βενζινάδικο το φτηνό. Ο δρόμος ήταν άδειος. Η πόλη κοιμότανε. Τρίτη πρωί και η ώρα να έχει πάει 5.
    Έφτασε στο σπίτι του γέρου, μία μονοκατοικία παλιά με κήπο μπροστά. Τον έβγαλε από το αυτοκίνητο και τον έσυρε μέχρι την πόρτα. Χτύπησε αλλά κανείς δεν απάντησε. Κλειδιά ο γέρος δεν είχε. Άφησε το γέρο να ξαπλώνεται στο χαλάκι της πόρτας. Την έκανε και μπήκε πάλι στο αυτοκίνητο.
    Οδήγησε μέχρι το σπίτι του στη Φορτέτσα. Άνοιξε τη πόρτα και μπήκε μέσα. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και έβγαλε τα παπούτσια του. Άνοιξε μία μπύρα από το ψυγείο και έστριψε τσιγάρο. Η δουλειά του ήταν βαρετή. Ποιος ήθελε να κάνει τον αυτοφωράκια; Κανένας. Πληρωνότανε για να πηγαίνει αυτόφωρο αντί του αφεντικού του. Μαλακία δουλειά. Όλη νύχτα τίποτα δεν έκανε. Καθότανε και έπινε καφέ ή καμιά μπύρα και χασμουριότανε. Απόλυτα μη παραγωγικός. Χέστηκε. Δεν νοιαζόταν.
    Άνοιξε τον υπολογιστή και άρχισε να γράφει ένα ποίημα. Δεν το έλεγε σε κανένα πως γράφει ποιήματα. Ντρεπότανε. Θα τον λέγανε αδερφή ή μαλάκα. Του αρέσανε τα ποιήματα που έγραφε. Τον ξαλαφρώνανε κατά κάποιο τρόπο. Είδε μερικές μαλακίες στο YouTube. Βαρέθηκε και έκλεισε τον υπολογιστή. Κάπνισε άλλο ένα τσιγάρο και την έπεσε στο κρύο στρώμα.
    Είδε όνειρο πως ήτανε με την πρώην γυναίκα του σε ένα καράβι και κάτι κάνανε στο κατάστρωμα και μετά είδανε ένα μαύρο χταπόδι μέσα σε μία δεξαμενή. Μετά δεν θυμόταν. Ξύπνησε και είχε πονοκέφαλο. Πήγε στην τουαλέτα και έπλυνε τα δόντια του. Ξέρασε. Έριξε ένα χέσιμο και ξαναξέρασε. Έβαλε να φτιάχνει καφέ γαλλικό. Δεν είχε φίλτρα και έβαλε χαρτί  κουζίνας.
    Άνοιξε τον υπολογιστή και έβαλε να ακούσει Schumann. Ήταν ότι πρέπει για το πρωί. Έστριψε τσιγάρο και όλοι οι καπνοί του πέσανε στο πάτωμα και ξενέρωσε. Δεν ήξερε να στρίβει καλά γιατί ήταν άγαρμπος. Έβαλε καφέ και ήπιε. Έγραψε άλλο ένα ποιήμα αλλά το έσβησε γιατί ήταν μαλακία και δεν του άρεσε.
    Χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν η πρώην γυναίκα του η Σίσσυ.
    «Να έρθεις να πάρεις τα πράγματα σου σήμερα» είπε νευριασμένη.
    «Τι ώρα;» είπε εκείνος.
    «Τώρα».
    «Σε καμιά ώρα θα έρθω».
    «Τώρα γιατί έχω δουλειά μετά» είπε εκείνη και του το έκλεισε στη μούρη.
    Εκείνος ήπιε τον καφέ του και έβαλε κάτι παλιόρουχα και τα παπούτσια του.
    Μπήκε στο Φίατ και το άφησε να ζεσταθεί. Έκανε κρύο. Ο ήλιος είχε κρυφτεί. Αισθανόταν σκατά. Πεινούσε.
    Έβαλε Τρίτο Πρόγραμμα στο ράδιο.
    Έφτασε στο σπίτι της Σίσσυ σε δέκα λεπτά. Εκείνη έμενε στον Κατσαμπά πίσω από το Κότο Νέον, στο παρκάκι.
    Πάρκαρε παράνομα και χτύπησε το κουδούνι της. Εκείνη του άνοιξε και ανέβηκε τις σκάλες.
    «Πως είσαι έτσι;» τον ρώτησε η Σίσσυ με απαξίωση μόλις άνοιξε την πόρτα και τον αντίκρυσε.
    «Έχεις τίποτα να φάμε;» ρώτησε ο Κώστας.
    «Τοστ μόνο».
    «Ναι ντάξει».
    Εκείνος πήγε στην κρεβατοκάμαρα και εκείνη πήγε στην κουζίνα.
    Μάζεψε κάτι ρούχα και κάτι βιβλία του. Δεν είχε που να τα βάλει.
    «Έχεις καμιά σακούλα;» ρώτησε εκείνος.
    «Όχι..δεν ξέρω...κάτσε να δω» είπε η Σίσσυ. Έψαξε σε ένα ντουλάπι και του έδωσε μία σακούλα πλαστική σούπερ μάρκετ.
    Του έδωσε και το τοστ και εκείνος το έφαγε στο τραπέζι της κουζίνας. Ήπιε ένα ποτήρι νερό. Δεν είπαν τίποτα. Η Σίσσυ έκανε κάτι δουλειές στο σαλόνι.
    «Δεν αισθάνομαι και πολύ καλά τελευταία» είπε ο Κώστας και άφησε το ποτήρι στο τραπέζι.
    «Τι έχεις δηλαδή;» είπε η Σίσσυ επιθετικά.
    «Τίποτα..κάτι ζαλάδες» είπε ο Κώστας και έκανε να στρίψει τσιγάρο.
    «Όχι εδώ μέσα» είπε η Σίσσυ και ο Κώστας έκανε να σηκωθεί και να πάει στο μπαλκόνι.
    «Βασικά έχω κάτι δουλειές, μήπως να την έκανες γιατί δεν θα προλάβω» είπε η Σίσσυ.
    Εκείνος την κοίταξε για λίγο και μετά πήρε την πλαστική σακούλα και πήγε στην πόρτα.
    «Ευχαριστώ για το τοστ» είπε ο Κώστας και έκλεισε τη πόρτα πίσω του.
    Πήρε το αυτοκίνητο και πήγε στο κέντρο. Το πάρκαρε παράνομα και πάλι, πίσω από το μουσείο. Έκανε μία βόλτα με τα πόδια. Κοιτούσε τους ανθρώπους που περπατούσανε πάνω κάτω και βιαζόντουσαν. Η ώρα ήτανε 5 το απόγευμα. Πήρε πάλι το αμάξι και πήγε σπίτι του.
    Άνοιξε μία μπύρα και έκατσε στον υπολογιστή. Άρχισε να γράφει μία ιστορία με έναν δολοφόνο που αγαπούσε παράφορα μία γλάστρα με βασιλικό και την φρόντιζε κάθε μέρα σαν τα μάτια του και της μιλούσε. Η ώρα πήγε 9 το βράδυ. Έστειλε την ιστορία με email σε ένα διαδικτυακό περιοδικό. Σε δύο ώρες έπιανε δουλειά. Έψησε τρία αυγά και έφαγε, στο τηγάνι. Ήπιε άλλη μία μπύρα και την έκανε για τη δουλειά.
    Το μαγαζί ήταν άδειο. Ο γέρος καθότανε στη θέση του, ακόμα ξεμέθυστος γιατί ήτανε νωρίς.
    «Σου είπα, όταν είναι να πεθάνεις, θα το καταλάβεις, θα το δεις να έρχεται, αλλά τόσο γρήγορα που δεν θα προλάβεις να κάνεις τίποτα, τίποτα απολύτως» είπε στον Μάνο το μπάρμαν. Εκείνος σκούπιζε με απάθεια κάτι ποτήρια με μία πετσέτα και έγνεφε θετικά με το κεφάλι, κάπως βαριεστημένα, στο γέρο.
    Ο γέρος σύχναζε εκεί πολλά χρόνια. Ο Κώστας ποτέ δεν ρώτησε το όνομα του γέρου. Δεν ήξερε πως τον λένε. Ο γέρος ήτανε πιο παλιός από τον Κώστα εκεί.
    Ο Δημήτρης ο ντράμερ του είχε πει μια φορά πως ο γέρος ήτανε κι εκείνος κάποτε αυτοφωράκιας. Ο Κώστας όμως δεν τον είχε πιστέψει. Ο Δημήτρης ήτανε πλακατζής και του άρεσε να παίζει με το μυαλό των ανθρώπων. Ο Μάνος ο μπάρμαν του είχε πει πως ο Δημήτρης έλεγε μαλακίες όπως συνήθως.
    Η βραδιά δεν ήταν και πολύ καλή, οι εισπράξεις λίγες. Η ορχήστρα έπαιξε τα ίδια όπως κάθε βράδυ. Οι μπάτσοι δεν ήρθαν ούτε και απόψε και ο Κώστας ήπιε τρεις μπύρες και ένα καφέ και κάπνισε δεκατρία τσιγάρα. Κατούρησε τρεις φορές και έφαγε ένα κρύο σάντουιτς από το μπαρ κάτω από το παράξενο βλέμμα του γέρου.
    Η ώρα είχε πάει 3 και μισή και η ορχήστρα ήδη τα μάζευε.
    «Όταν πεθάνεις, τέλος φίλε μου, τέλος, όλα μαύρα, μηδέν, τίποταααα, δεν έχει άλλο, τέλος, τέλος, αυτό ήταν σου λέω, μαυρίλα και σιωπή» είπε ο γέρος στο Μάνο και ο Μάνος έκανε νόημα στον Κώστα να πάρει το γέρο, να τον πάει σπίτι και να σχολάσει.
   Τώρα τελευταία τα νυχτοκάματα δεν ήταν και τόσο καλά. Τα μισά τους έδινε το αφεντικό γιατί είχε κόψει πολύ η κίνηση στο μαγαζί.
   Ο Κώστας σηκώθηκε βαριεστημένος από το σκαμπώ του και πήρε αγκαζέ το γέρο και τον έβαλε στο αυτοκίνητο.
   Ο γέρος ξέρασε και πάλι στο χαλάκι πάνω από τα χθεσινά.
    Ο Κώστας δεν είπε τίποτα. Το αμάξι έζεχνε. Έπρεπε κάποια στιγμή να το πλύνει και να καθαρίσει τον εμετό.
    Άναψε τσιγάρο και ζέστανε τη μηχανή.
    Οδήγησε μέχρι το σπίτι του γέρου. Ο γέρος κοιμότανε σε όλη τη διαδρομή με το κεφάλι ακουμπισμένο στο τζάμι.
    Όταν έφτασε στο σπίτι του γέρου ο Κώστας τον έβγαλε έξω με τα χίλια ζόρια. Ήταν βαρύς ο πούστης. Τον έσυρε μέχρι το χαλάκι και τον άφησε εκεί κατάχαμα. Ο γέρος ξύπνησε και άνοιξε τα μάτια του. Κοίταξε τον Κώστα.
    «Πως σε λένε;» ρώτησε ο Κώστας.
    «Άντε και γαμήσου ρε μαλάκα» είπε ο γέρος και μερικά σάλια του φύγανε από το στόμα.
   Ο Κώστας δεν είπε τίποτα. Γύρισε τη πλάτη του στο γέρο και μπήκε στο αυτοκίνητο. Ξεκίνησε, αλλά λίγο πιο κάτω από το σπίτι του γέρου σταμάτησε ξανά, τράβηξε χειρόφρενο και έβαλε νεκρό.
    Άρχισε να κλαίει με αναφιλητά.
   Μετά από κάμποση ώρα σταμάτησε και πήρε το δρόμο για το σπίτι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου