21.2.13





Η νύχτα που ξύρισα την ψυχή μου


    Είχα ξενερώσει τόσο πολύ με τη ζωή μου που έπεσα για ύπνο και ξύπνησα μετά από δύο μέρες.
    Δεν είναι να πεις πως αυτή εδώ η κοινωνία σε πιέζει (όχι άμεσα τουλάχιστον) να κάνεις κάτι που θέλει αυτή, όχι δεν είναι να το πεις, γιατί όλοι πιθανότατα θα σε πουν μαλάκα. Κι όμως εγώ ένας τέτοιος μαλάκας είμαι. Πιστεύω πως η κοινωνία σε βάζει να κάνεις πράγματα που θέλει αυτή.
    Με κυνηγάνε τα χρέη σαν ύαινες μέσα στη νύχτα. Χρωστάω παντού. Χρωστάω σε κάρτες, σε τράπεζες, σε ανθρώπους κρυμμένους πίσω από λαμπερά ονόματα εταιριών που σου υπόσχονται διάφορες παπαριές, στον ΟΤΕ, στη ΔΕΗ, στο Δήμο Ηρακλείου, στην πουτάνα την εφορία, στον περιπτερά, στο σούπερ μάρκετ, στο βίντεο κλαμπ, χρωστάω στις πέτρες, στους νεκρούς και σε αυτούς που θα έρθουν, αν θα έρθουν ποτέ.
    Με κυνηγάνε όπου και να σταθώ. Να τώρα αυτή τη στιγμή που σας μιλάω είμαι κρυμμένος σε ένα χωριό κάπου νότια της Κρήτης και δεν τολμάω να φανερωθώ πιο έξω γιατί θα με κλείσουν μέσα χειροπόδαρα και θα με πετάξουν σε κανά σκοτεινό κελί να μην με βλέπει μήτε ο ήλιος. 
    Για όλα φταίει η μάνα μου που της έχω αδυναμία.
    Αν δεν ήταν η μάνα μου τώρα δεν θα υπήρχα, κάπως έτσι το βλέπω και έτσι είμαι καταδικασμένος αιωνίως μέσα στην αστεία και γκροτέσκα μοίρα του μαμάκια.
    Πήγα που λέτε κι εγώ να βρω μία γαμημένη κωλοδουλειά για να μην μου τα πρίζει η μάνα μου που όλη μέρα λέει κάθομαι στο σπίτι και δεν κάνω τίποτα και όλο γράφω αυτές τις αηδίες που γράφω και πως πρέπει επιτέλους να κάνω κάτι με την ζωή μου κλπ κλπ. Τα ξέρετε, τα έχετε ακούσει, τι να λέμε τώρα.
    Πήγα λοιπόν και έγινα υπάλληλος σε ένα λογιστήριο, στην αρχή χωρίς λεφτά και μετά σιγά σιγά μου δίνανε κάτι ψίχουλα εκεί και μετά από καμιά πενταετία χαμάλης έπαιρνα 650 ευρώ και τους έγλειφα και τα αρχίδια από την ευγνωμοσύνη.
    Θα μου πείτε, ρε φίλε, όλοι έτσι δεν είμαστε; Γλυψαρχίδες και κακομοίρηδες; Πως αλλιώς θα φας ψωμάκι γλυκό; Έτσι είναι, δεν διαφωνώ, απλά εγώ δεν ήμουνα για τέτοια καραγκιοζιλίκια και έτσι μια μέρα παρασύρθηκα και βρέθηκα χρεωμένος μέχρι την κωλοτρυπίδα.
    Έπιασα λοιπόν δουλειά σαν καλό παιδάκι της μαμάς κι εγώ και άρχισα να επηρεάζομαι από το εργασιακό μου περιβάλλον πάρα πολύ, όπως όλα τα φυσιολογικά ανθρώπινα πλάσματα θα έκαναν στη θέση μου.
    Εμείς εκεί στο γραφείο είχαμε ένα τύπο, τον Μάνο, πολύ πριξοπούλη (όπως όλες οι δουλειές έχουνε τον πριξοπούλη τους κι αν η δικιά σου δεν έχει τέτοιον σημαίνει πως μάλλον εσύ είσαι αυτός ο πριξοπούλης), ο οποίος ήτανε σαν αφεντικός και καλά αλλά δεν ήτανε δικό του το λογιστήριο απλά ήτανε αυτό που λέμε ο αρχιμαλάκας του γραφείου και έδινε και διαταγές άμα λάχαινε.
    «Ρε συ Σταύρο, γιατί ντύνεσαι έτσι ρε συ Σταύρο, συγγνώμη δηλαδή κιόλας αλλά τι κουρέλια είναι αυτά που φοράς; Πάρε κανά ρουχαλάκι μοντέρνο, ωραίο μπας και ανοίξει λίγο η τύχη σου ρε με τις γκόμενες» μου είπε μια μέρα και καλά στην πλάκα ο πριξοπούλης αλλά δεν ήτανε καθόλου στην πλάκα όπως αποδείχτηκε πιο μετά.
    Τον είχε βάλει το μεγάλο αφεντικό να μου το πει γιατί εγώ είχα μια εμφάνιση πολύ χυμαδιό και σταρχιδιστάν και φορούσα και κάτι σκουλαρίκια στα αυτιά και είχα και μαλλί αφάνα ατημέλητο ωραίο.
    «Αυτά μ’αρέσουνε» του λέω κοφτά κι εγώ πειραγμένος.
    «Κοίτα, βασικά, εμένα δεν με νοιάζει και να μην φοράς και τίποτα ρε συ, με ξέρεις πόσο χύμα είμαι, απλά να σου πω την αλήθεια ο Γιάννης ψηλοτσινάει επειδή λέει είσαι πολύ χύμα» μου είπε ο Μάνος ο πριξοπούλης, ο προσωπικός ρουφιάνος του αφεντικού του Γιάννη.
    Εγώ δεν είπα τίποτα παρά μόνο σκέφτηκα πάλι τη μάνα μου τη καημένη που θα έβλεπε το γιο της πάλι άνεργο. Έτσι κατάπια τη γλώσσα μου και ξεκίνησα να ντύνομαι σαν κολλεγιόπαιδο με πουλοβεράκια, παντελονάκια υφασμάτινα, πουκαμισάκια με τετραγωνάκια, παπουτσάκια  κυριλάτα σκαρπινάτα  και πουτσικλίκια τέτοια και μαλακίες.
    Φυσικά για να το κάνω αυτό έπρεπε να αγοράσω τις πουτάνας τα ρούχα γιατί εγώ μια ζωή σαν λέτσος κυκλοφορούσα και είχα μία καρταρόμπα πιο παλιά κι από του παππού μου του συγχωρεμένου.
    Φύγανε λεφτά πολλά εκεί που λέτε. Όλο στα GAP ήμουνα, στα Ζάρα και στου Μαρούδα και να σου και τη μάνα μου να μου λέει μπράβο παιδί μου είσαι πολύ καλός τώρα και έκοψες και το μαλλί που ήτανε χάλια, μπράβο, μπράβο, ανθρώπισες επιτέλους, φτου, φτου!
    Ε αισθανόμουνα και γω καλά γιατί η μάνα μου ήτανε ευχαριστημένη μαζί μου και ντάξει, συνέχιζα να κάνω το μαλάκα και το έθαβα το μίσος μου μέσα στην ψυχούλα μου την καλοξυρισμένη.
    Μια μέρα πάω στο γραφείο το πρωί και έρχεται εκείνο το απολίθωμα ο Μάνος και μου λέει:
    «Καλά ρε συ Σταύρο μα δεν έχεις φλατ τηλεόραση μεγάλη να βλέπεις ματσάρες; Έλεος ρε συ Σταύρο βάλε καμιά καρτούλα ρε νταξ που ζεις ρε δικέ μου να πούμε στον Μεσαίωνα ρε συ».
    Τι να κάνω κι εγώ, έχουμε και έναν εγωισμό έτσι. Δεν είχα εγώ ποτέ μου τηλεοράσεις και υπολογιστές και ps3 και τέτοια, με ένα ξερό λαπτοπάκι την έβγαζα και αυτό έφτανε. Πήγα λοιπόν και γω ο μαλάκας το θύμα να πούμε και έβαλα κάρτα πιστωτική με όριο 4.000 ευρώ και αγόρασα της Παναγιάς τα μάτια και τ’ αυτιά και κάτι παραπάνω από του Κωτσόβολου. Τηλεόραση μεγάλη να βλέπουνε 50 νωματαίοι και να μην τελειώνει η οθόνη, υπολογιστάρα τελευταίας τεχνολογίας, παιχνιδομηχανές, φωτογραφικές μηχανές, εσπρεσσιέρες, πλυντήριο καινούριο της μάνας μου, φραπεδιέρες, κουνουπιέρες, μπλου ρέι, άι ποντ κλπ. Την γάμησα τη κάρτα, της άλλαξα την πίστη. Φταίει κι εκείνο το σύνδρομο της κατωτερότητας και της στέρησης της γαμιόλας που με βασανίζει εδώ και χρόνια και δεν ήθελα και πολύ να πάρω την κατηφόρα.
    Μετά δεν φτάνανε όλα αυτά που είχα φορτώσει στην πλάτη μου πήγα και αγόρασα και αμαξάρα ακριβή γιατί μου είχε γυαλίσει μια γκόμενα από το γραφείο, η Σοφία, που ήτανε τρελό μωρό αλλά και πολύ ακριβό σπορ διότι αυτή όταν ήθελε να πάει να πιεί κανά καφέ στο κέντρο έπρεπε να έχει μαζί της από πίσω και την τράπεζα της Ελλάδος να πληρώνει τα σπασμένα και τους λογαριασμούς που μοιάζανε με αρχαίους πάπυρους της Μεσοποταμίας και όλο ξεδίπλωνες και όλο είχανε κι άλλο.
    Δάγκωσα λοιπόν τη λαμαρίνα με τη μουνάρα τη Σοφία και πήγα και πήρα το audi το ΤΤ το ακριβό μοντέλο με τα έξτρα με 3.000.000 δόσεις, να έχουνε να πληρώνουνε και τα τρισέγγονα μου τους Γερμανούς και την γαμημένη την τεχνολογία τους, γιατί την είχα δει κι εγώ τρελός εραστής και δεν μπορούσα να κυκλοφοράω άλλο με το σαράβαλο το Φιατάκι μου. Τη βρίσκω που λέτε με τη γκόμενα τη Σοφία, φασωνόμαστε, βγάζουμε τα μάτια μας και τα απωθημένα μας και τις ανωμαλίες μας αλλά μετά φίλοι μου άρχισε ο τρόμος ο πραγματικός.
    Η Σοφία δεν ήθελε άντρα, μηχανή ATM ήθελε. Πηγαίναμε στα πιο ακριβά μαγαζιά, μπουζούκια, ρούχα ολόκληρους λόφους με κάρτες και δόσεις, ταξίδια πάλι με κάρτες, κάθε μέρα τρώγαμε έξω, δώρα ο ένας στον άλλο κάθε τρεις και λίγο και πάει λέγωντας. Για να μην σας τα πολυλογώ η Σοφία με στέγνωσε και με ρούφηξε και βρέθηκα να δουλεύω  όλη μέρα κι όλη νύχτα σαν τον σκλάβο στο Άμισταντ και λεφτά να μην έχω στην τσέπη ποτέ.
     Και πάνω σε όλη αυτή την τούρτα έσκασε και το κερασάκι!
     Μου στούκαρε το audi το γαμημένο η χαζή η Σοφία μια μέρα που την εμπιστεύτηκα και της το έδωσα να πάει να βγει με κάτι φίλες της και μου το έφερε σαν το κουτάλι της σούπας. Εγώ εξαγριώθηκα και έκανα σαν τον ταρζάν και χτυπούσα το κεφάλι μου σε κάτι τοίχους και εκείνη απλά με χώρισε και τα έφτιαξε με τον Μάνο τον πριξοπούλη από το γραφείο.
   Γάμησε τα!
    Και τώρα πάνω σε όλα αυτά, το αρχιδάκι ο Μάνος, ο ρουφιάνος του γραφείου μας, μου έριξε στην πλάτη μου ένα ηλίθιο λάθος του το οποίο ήταν η αιτία για να χάσουμε από πελάτη μία μεγάλη εταιρία πλαστικών και έτσι το αφεντικό με απέλυσε την επομένη με την δικαιολογία πως δεν ήμουν συγκεντρωμένος αρκετά για την δουλειά.
    «Δεν φταίω εγώ για το λάθος» είπα στην επίσημη απολογία μου μπροστά στο μεγάλο αφεντικό τον Γιάννη.
    «Μην προσπαθείς να τα ρίξεις σε κάποιον άλλο» είπε ο Μάνος από δίπλα η κουράδα.
    Του έριξα ένα βλέμμα που θα σκότωνε βούβαλο. Εκείνος μου χαμογέλασε χαιρέκακα.
    Την επόμενη μέρα ήμουνα άνεργος και επισήμως πλέον. Η μάνα μου άρχισε την γκρίνια αμέσως. Εγώ πήρα ανάποδες στροφές και της είπα  εύχομαι να πεθάνεις για να ξεμπλέξω  πράγμα το οποίο το μετάνιωσα αμέσως αλλά δεν άντεχα άλλο να μου σπάει τα αρχίδια η μάνα μου, ήμουνα 35 χρονών μαλάκας και μου άρεσε που ήμουνα μαλάκας πως να το κάνουμε δηλαδή. Η μάνα μου άρχισε να κλαίει κι εγώ πήρα το τρακαρισμένο μου αυτοκίνητο που χρωστούσα ακόμα και πήγα στο χωριό μόνος μου σαν την καλαμιά με 100 ευρώ στην τσέπη και μια ψυχή κουρεμένη με την ψηλή.
    Και κάπου εδώ φτάνουμε στο τώρα. ξύπνησα μετά από έναν πολύ καλό ύπνο δύο ημερών. Αισθανόμουν πολύ καλά. Αποφάσισα να κάνω μία βόλτα στο χωριό. Έβλεπα παντού μετανάστες ταλαιπωρημένους και κάτι γέρους με τα δύο πόδια στον τάφο. Έκανα μία βόλτα στα χωράφια. Η φύση ήτανε τρομερά βαρετή. Ξάπλωσα κάτω από μία ελιά. Έφαγα ένα πορτοκάλι. Ξαναγύρισα στο σπίτι του παππού μου. Πήγα στο καφενείο του χωριού.
    Κάποιος είχε ανάψει τη σόμπα και μύριζε καπνίλα. Ήτανε ζεστά όμως. Πίσω από τον πάγκο ήτανε μία γυναίκα. Ξανθιά, νταβραντισμένη, πιθανότατα από κάποια χώρα του παλιού Ανατολικού μπλοκ. Δεν είχα όρεξη να κάνω τίποτα και ήμουν σαν κλαμένο μουνί.
    «Θέλεις καφέ;» με ρώτησε.
    «Μπα, ένα ουίσκι καλύτερα» είπα.
    Εκείνη με σέρβιρε το ποτό μου. Το οινόπνευμα κατέβηκε στο λαιμό μου σαν υγρός παράδεισος.
    «Έχεις πολλά προβλήματα έτσι;» με ρώτησε.
    «Έχω μερικά» είπα και τράβηξα τζούρα από το τσιγάρο μου.
    «Από το Ηράκλειο είσαι;».
    «Ναι».
    «Και τι κάνεις από τα μέρη μας;».
    «Δεν ξέρω» είπα.
    «Έχεις κανέναν εδώ;».
    «Μπα, οι παππούδες μου έχουν πεθάνει, έχω τη μάνα μου στο Ηράκλειο».
    «Αν θες μπορείς να έρθεις στο σπίτι μου, σου κάνω το τραπέζι, έχω ψήσει γεμιστά» είπε η γυναίκα.
    «Καλά πότε προλαβαίνεις;» ρώτησα.
    «Η ζωή εδώ είναι πιο χαλαρή, καμιά φορά φεύγω και πάω και μαγειρεύω, δεν έχουμε πάντα κόσμο το πρωί» είπε.
    «Εγώ έχω βαρεθεί να ακούω τη φωνή μου» είπα χωρίς αυτό να κολλάει με την συζήτηση.
    «Ξέρω τι χρειάζεσαι» είπε.
    Πήγαμε στο σπίτι της. Την κοιτούσα από πίσω και δεν ήταν άσχημη για την ηλικία της. Πρέπει να με περνούσε δυο-τρία χρόνια. Το σώμα της ήταν καλοδιατηρημένο.
    Φάγαμε γεμιστά στο τραπέζι της κουζίνας και ανάψαμε και οι δύο τσιγάρα. Δεν μιλούσαμε και πολύ. Μου έκανε νόημα να πάμε μέσα στο κρεβάτι. Έσβησα το τσιγάρο μου και την ακολούθησα. Άρχισε να γδύνεται. Είχε τεράστιες βυζάρες και όχι πεσμένες. Άρχισα να φτιάχνομαι και τον έβγαλα έξω. Εκείνη μου τον έπιασε και άρχισε να με πιπώνει με αργές κινήσει γεμάτες αυτοπεποίθηση. Η γυναίκα αυτή ήταν της παλιάς σχολής. Τελείωσα μέσα στο στόμα της. Ξαπλώσαμε γυμνοί κάτω από τα σκεπάσματα και καπνίσαμε.
    «Έχεις καιρό να πας με γυναίκα;» με ρώτησε.
    «Εντάξει, όχι και πολύ» είπα.
    «Έχεις δουλειά;».
    «Μπα, άνεργος είμαι».
    «Μπορεί να θέλει βοήθεια στο κλάδεμα ο Μάνθος, ο γιος του αφεντικού μου, θέλεις να του πω; Θέλει κάποιον να καίει τα κλαδιά» είπε.
    «Ναι» είπα.
    «Είναι σκληρή δουλειά και δεν πληρώνει καλά, 20 ευρώ» είπε.
    «Είμαι σκληρός άντρας» είπα και τράβηξα τζούρα.
    Εκείνη γέλασε και μου έπιασε τον πούτσο. Αρχίσαμε πάλι να παλεύουμε στο κρεβάτι σαν άγρια ζώα. Ήταν καλή φάση. Μετά από λίγο χτύπησε το κινητό μου. Ήταν από την τράπεζα. Δεν το σήκωσα. Αποκοιμήθηκα στο κρεβάτι της. Αύριο με περιμένει το κλάδεμα και είναι σκληρή δουλειά.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου