26.2.13




Η αγάπη πέθανε αλλά εμείς ακόμα ζούμε
   

    Ο Κώστας ήτανε έτοιμος να ντυθεί και να πάει στο πανεπιστήμιο. Την προηγούμενη νύχτα είχανε γεμίσει το σπίτι με ποτήρια, αποτσίγαρα και ηλίθια βιβλία. Τα ποτήρια μυρίζανε κρασί. Κάποιος είχε κανονίσει βραδιά ποίησης χωρίς να το πει στον Κώστα. Ποιος άραγε.
    Στο σπίτι του. Βραδιά ποίησης. Ο Κώστας δεν πήγε στη δουλειά τη νύχτα. Είχε κάτσει απογοητευμένος και κοίταζε τους νέους ποιητές να περιδιαβαίνουν το διαμέρισμα του. Εκείνος ήτανε αυτοφωράκιας και εργαζόταν σε ένα νυχτερινό μαγαζί στην Συγγρού. Το μαγαζί το λέγανε Μούσες. Ο Κώστας ήτανε και φοιτητής στο πολυτεχνείο και καλά.
    Μπήκε στο μετρό και άρχισε να παρενοχλεί το πάτωμα με το βλέμμα του. Όλα πάνω του ήτανε μαύρα. Τα ρούχα δηλαδή και τα παπούτσια, μαύρα. Ήθελε να κάνει λίγο εμετό να ξαλαφρώσει. Η λέξη ποίηση του προκαλούσε έλκος. Μπορεί να είχε έλκος στον εγκέφαλο. Είχε πιεί πολύ χτες για να αντέξει την παρωδία μέσα στο σπίτι του.
    Πήγαινε στο πανεπιστήμιο να συναντήσει τη Χριστίνα. Εκείνη ήτανε η κοπέλα του δήθεν. Αυτός δεν ήξερε τι ήτανε για εκείνη. Κάτι απροσδιόριστο ή κάτι σαν έπιπλο, σαν κομοδίνο ή σαν κερί που απλά έκαιγε όταν την έβλεπε να περπατάει. Όταν την έβλεπε να περπατάει ήτανε σαν μαγική παρέλαση μπρος στα μάτια του.
    Έγλυψε τα χείλη του και πόνεσε γιατί είχε γδαρθεί κάπου χτες. Έφτασε στη σχολή και έμοιαζε με ένα μαύρο πράγμα που περπατάει σαν να πετάει. Έκατσε σε ένα πεζουλάκι και άναψε τσιγάρο και άρχισε να σφίγγει έναν μυ στο σώμα του σαν να έκανε κάτι πολύ μυστικό που δεν ήθελε να το ξέρει κανένας.
    Έκανε λίγο εμετό σε ένα παρτέρι και ξαναάναψε το τσιγάρο του. Αγόρασε μία σόδα να πάει κάτω η ξυνίλα. Αν έβλεπε έναν ποιητή απο τους χτεσινούς ίσως να τον σκότωνε. Του άρεσε να σκοτώνει ποιητές. Θα σκότωνε με ευχαρίστηση και αλλοδαπούς ποιητές. Οι ποιητές ήτανε μαλάκες. Δεν τους γούσταρε. Χτες του είχανε γαμήσει το σπίτι. Κάποιος είχε κάνει κίτρινο εμετό πάνω στα μάτια της κουζίνας.
    Χτύπησε το τηλέφωνο του και ήταν ο Φιλανδός.
    «Που ήσουνα χτες;» ρώτησε ο Φιλανδός.
    «Έκανα εμετό» είπε ο Κώστας.
    «Κοβαλένκο θα σε γαμήσω» είπε ο Φιλανδός.
    «Είχα βραδιά ποίησης» είπε ο Κώστας.
    «Θα σας γαμήσω όλους, κωλοφοιτηταριό» είπε ο Φιλανδός.
    «Πρέπει να κλείσω, έχω μάθημα» είπε ο Κώστας.
    «Θα σε γαμήσω το βράδυ στο μαγαζί» είπε ο Φιλανδός.
    «Πες της Μαίρης να μου αγοράσει ντεπόν, τα δυνατά» είπε ο Κώστας.
   «Θα τη γαμήσω κι αυτήν» είπε ο Φιλανδός και έκλεισε.
    Ο Κώστας έσυρε τα πόδια του μέχρι την αίθουσα. Η Χριστίνα μιλούσε με κάποιον. Πρέπει να ήτανε ο χτεσινός ο ποιητής ο καριόλης που της κολλούσε σαν ματωμένη βδέλα. Ο Κώστας δεν της μίλησε και πήγε και έκατσε από την άλλη μεριά. Εκείνη τον είδε. Έβγαλε τα κλειδιά του και άρχισε να ξύνει στο θρανίο ΓΑΜΙΕΜΑΙ ΜΕ ΟΛΟΥΣ ΤΣΑΜΠΑ και δίπλα έγραψε το κινητό της Χριστίνας με στυλό γιατί κουράστηκε να ξύνει με το κωλόκλειδο και είχε πονέσει το χέρι του.
     Ο καθηγητής έλεγε συνέχεια λέξεις. Δεν καταλάβαινε και πολλά. Έκανε λίγο εμετό κάτω από το θρανίο, πιο πολύ σάλια ήτανε. Η διπλανή τύπισσα ξύνισε τα μούτρα της και πήγε και έκατσε αλλού. Κάποιοι τον έδειχναν με το δάχτυλο. Ο Κώστας σηκώθηκε και πήγε στην τουαλέτα. Κατέβασε το καπάκι και έκατσε. Άναψε τσιγάρο. Ήπιε λιγο νερό από τις βρύσες. Έπλυνε το πρόσωπο του. Σκέφτηκε τη μάνα του που ήτανε πεθαμένη πολύ καιρό τώρα και ξενέρωσε γιατί δεν την είχε κλάψει ακόμα, δεν του ‘βγαινε. Ήθελε να φάει το καπάκι της τουαλέτας με μία δαγκωνιά και μετά να είναι δυνατός σαν αρκούδα και να τους γαμάει όλους στο ξύλο και να ζει στο δάσος και να παρενοχλεί μαλάκες Ρώσους τουρίστες.
    Μπήκε στην τουαλέτα η Χριστίνα. Η Αυτού Μεγαλειότης.
    «Καλά είσαι;» ρώτησε.
    «Ναι, μια χαρά» είπε ο Κώστας.
    «Τι κάνεις εδώ;» ρώτησε η Χριστίνα.
   «Αράζω» είπε ο Κώστας.
    «Πως σου φάνηκε χτες;» είπε η Χριστίνα.
    «Για τον πούτσο ήτανε».
    «Αλήθεια;».
    «Ναι. Το σπίτι είναι πουτάνα» είπε ο Κώστας.
    «Έχεις ξενερώσει;» είπε η Χριστίνα.
    «Δεν γουστάρω τους ποιητές μέσα στο σπίτι μου» είπε ο Κώστας.
    «Πάω πίσω στο μάθημα» είπε η Χριστίνα τσαντισμένη. Η βραδιά ποίησης ήταν δική της ιδέα.
    Ο Κώστας δεν είπε τίποτα. Άναψε τσιγάρο και άραξε πάνω σε μία λεκάνη. Σκέφτηκε εαν  ο Φρανκ Σινάτρα είχε ποτέ τα ίδια προβλήματα με τις γυναίκες. Πιθανότατα, σκέφτηκε. Φαντασιώθηκε τον Φρανκ Σινάτρα να αράζει σε μία λεκάνη τουαλέτας καπνίζοντας το τσιγάρο του τραγουδώντας το Its A lonesome Old Town με φόντο τα σκατά στον τοίχο και τα συνθήματα.
    Ο επόμενος που μπήκε στην τουαλέτα ήταν εκείνος ο τύπος που μαζί του μιλούσε η Χριστίνα χτες όλη τη νύχτα, ο ποιητής ο καριόλης. Μπήκε σε ένα θάλαμο να κάνει το ψηλό του. Ήχοι από κατούρημα. Ο Κώστας βγήκε έξω και πήρε μία ξύλινη καρέκλα. Ξαναμπήκε μέσα και άνοιξε την πόρτα του θαλάμου που κατουρούσε ο μαλάκας ο ποιητής. Σήκωσε την καρέκλα και την έσκασε στα μούτρα του ποιητή με δύναμη.  Ο τύπος έπεσε με τη μούρη μέσα στη λεκάνη. Το αίμα είχε γεμίσει το νερό της λεκάνης.
    Ο Κώστας έψαξε και βρήκε στις τσέπες του 30 ευρώ. Τα πήρε. Πήρε και το κινητό του ποιητή. Βγήκε έξω από το πανεπιστήμιο. Πήγε απέναντι στην καφετέρια. Παράγγειλε καφέ. Άρχισε να ψάχνει τα μηνύματα του ποιητή. Δεν αναγνώριζε τον εαυτό του. Πόσο μαλάκας είχε καταντήσει. Ζήλευε τη Χριστίνα επειδή δεν είχε να κάνει κάτι πιο ενδιαφέρον αυτές τις μέρες. Δεν βρήκε τίποτα στο κινητό. Το πέταξε σε κάτι θάμνους. Ήπιε τον καφέ και την έκανε για το σπίτι.
    Έβαλε να ακούσει το Frank Sinatra Sings For Only The Lonely στον υπολογιστή. Η Χριστίνα δεν είχε γυρίσει και δεν είχε ιδέα που ήταν. Άνοιξε μία μπύρα και άναψε ένα τσιγάρο. Περίμενε. Στις 12 τη νύχτα έπιανε δουλειά. Τώρα ήταν 3 το μεσημέρι. Δεν είχε ύπνο. Έφτιαξε δύο αυγά στο τηγάνι. Έφαγε τα αυγά με μπαγιάτικο ψωμί. O Φρανκ τα έδινε όλα από τα ηχεία. Ξάπλωσε στο κρεβάτι. Τον πήρε ο ύπνος.
    Ξύπνησε από ένα βάρος πάνω στο σώμα του. Άνοιξε έντρομος τα μάτια του. Ήταν η Χριστίνα πάνω του, σχεδόν γυμνή, μόνο με μία μπλούζα και το κυλοτάκι της. Τα μάτια της έβγαζαν σπίθες, τα μαλλιά της κόκκινες φλόγες κόντρα στις ακτίνες του ήλιου που μπαίνανε από το παράθυρο.
    «Ρε παλιομαλάκα, εσύ χτύπησες τον Λίνο;» είπε νευριασμένη η Χριστίνα.
    «Ποιον;».
    «Λέγε ρε αρχίδι, εσύ το έκανες;» είπε η Χριστίνα και τα στήθη της ταρακουνήθηκαν ηδονικά.
    «Δεν ξέρω για τι πράγμα μιλάς».
    Η Χριστίνα του διηγήθηκε τη φάση με τον Λίνο και πως τον βρήκανε τάβλα στην τουαλέτα με το κεφάλι ανοιγμένο. Του κάνανε είκοσι ράμματα. Έγινε μήνυση κατά αγνωστού, πλάκωσαν οι μπάτσοι, ο Λίνος κατουρήθηκε πάνω του και βρωμούσε. Μια χαρά ήτανε τώρα ο Λίνος, ντάξει, όλα καλά. Μακάρι να το βρούνε το αρχίδι που το έκανε. Δεν είχε εχθρούς ο Λίνος, ήταν παιδί μάλαμα και πολύ καλός νέος ποιητής.
    Ο Κώστας δεν είπε τίποτα παρά μόνο έκανε νεύμα με το κεφάλι πως καταλάβαινε. Τα καταλάβαινε όλα ευτυχώς.
    Εκείνη τον φίλησε στο στόμα και τα δόντια τους συγκρουστήκανε και τα χείλη τους ματώσανε. Της έβαλε δάχτυλο. Μετά της έβαλε κι άλλο δάχτυλο και μετά άλλο ένα. Ήταν υγρή. Δεν υπήρχε μέλλον στην σχέση τους το ήξερε και αυτό τον έφτιαχνε περισσότερο απ’ ότι θα έπρεπε να τον φτιάχνει. Την γύρισε και της τον έβαλε. Εκείνη έσκουξε σαν χήνα. Τελείωσε μέσα της αμέσως.
    «Είσαι πολύ μαλάκας» του είπε η Χριστίνα.
    «Γιατί;» ρώτησε ο Κώστας.
    «Δεν ξέρω γιατί, απλά είσαι» είπε εκείνη και άναψε τσιγάρο.
    Εκείνος σκούπισε το πέος του στο μπούτι της και γέλασε. Εκείνη του έριξε μία σφαλιάρα στο πρόσωπο. Δεν μίλησαν για πολλή ώρα.
    «Χρειάζομαι διακοπές» είπε η Χριστίνα.
   «Κουράστηκες ε;» είπε ο Κώστας ειρωνικά.
   «Άντε ρε μαλάκα, σιγά τη δουλειά που κάνεις, όλη νύχτα κάθεσαι και δεν κάνεις τίποτα» είπε η Χριστίνα.
    «Φέρνω λεφτά σε αυτό το σπίτι» είπε ο Κώστας με ήφος.
    «Να τα βάλεις στον κώλο σου» είπε εκείνη.
    Ο Κώστας έφερε το λευκό κρασί από το ψυγείο. Έβαλε δύο ποτήρια και έκατσε στον υπολογιστή. Έβαλε να ακούσει Μπαχ.
     «Βγάλε αυτές τι μαλακίες» είπε η Χριστίνα.
    «Τι θες να ακούσεις» είπε εκείνος.
    «Τίποτα» είπε η Χριστίνα.
    «Η αγάπη πέθανε αλλά εμείς ακόμα ζούμε» είπε ο Κώστας στο πάτωμα.
    «Μπράβο, καλή μαλακία» είπε η Χριστίνα.
    Ο Κώστας της πέταξε το ασύρματο ποντίκι στο κεφάλι. Εκείνη έσκυψε και την γλίτωσε. Το ποντίκι έγινε κομμάτια.
    «Γαμώ το χριστό σου, δεν σκαμπάζεις τίποτα ε;» είπε ο Κώστας.
    «Είσαι γλύκας όταν νευριάζεις μωρό μου» είπε εκείνη γελώντας. Ήταν όμορφη κι αυτό έφτανε για όλους.
   Ο Κώστας έκλεισε τη μουσική και τώρα δεν άκουγαν τίποτα. Έμειναν έτσι για όλο το απόγευμα μέχρι που το κρασί τελείωσε. Ο Κώστας πήγε στη δουλειά και η Χριστίνα βγήκε και πήγε όπου ήθελε να πάει. Η ζωή συνεχιζόταν κανονικά και η αγάπη έκανε τις βόλτες της μέσα στην πόλη, ακόμα ζωντανή, ευτυχώς.
   
    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου