17.2.13






Είχα να περάσω τόσο καλά από τότε που οι Βιετκόνγκ βιάσανε το χάμστερ μου


    Δεν είχα τι να κάνω στο σπίτι, είχα γράψει ότι είχα να γράψω για την τελευταία μου συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Κοίτα μωρό μου! Μια μύγα στη ρώγα μου» και το μόνο που έμενε ήταν να κάθομαι στην γυριστή μου καρέκλα μπροστά από το facebook και το προσωπικό μου blog και να χαζεύω σαν μαλάκας την οθόνη ακούγωντας τα μπραντεμπούργκια κονσέρτα του κολλητού μου του Bach. Καθόλου άσχημα θα έλεγα, σήμερα όμως ήμουν πεινασμένος  για κοινωνική συναναστροφή και έτσι το πήρα απόφαση, έβγαλα τις πιτζάμες μου και έβαλα κάτι παλιόρουχα, έπλυνα λίγο τη μάπα μου, χτένισα το μαλλί θάμνο μου, έπλυνα τα δόντια μου, τσέκαρα τα λιγοστά μου ευρώ, έβαλα τα παπούτσια και την έκανα για το κέντρο με το αμάξι, μια παλιά γαλλική σακαράκα που όλο έτριζε και όλο μου παραπονιόταν πως θέλει σέρβις.
    Ήμουν λιγάκι στεναχωρημένος γιατί μόλις μου είχε πει ο κτηνίατρος πως ο σκύλος μου ήταν άρρωστος και πως δεν θα την έβγαζε καθαρή. Τον είχα πληρώσει 80 ευρώ για να μου το πει. Του είχε κατεβάσει στο λαιμό κάτι σωλήνες και κάτι κάμερες και μου ανακοίνωσε πως το σκυλί πάσχει από μεγαλοοισοφαγίτιδα και θα ξερνάει για μια ζωή το φαί του σαν καμιά ανορεξικιά. Τουλάχιστον ο σκύλος τα ξαναέτρωγε και έτσι δεν πέθαινε από πείνα.
     Ήθελα να ξεχαστώ απ’ όλα αυτά κι έτσι κατηφόρησα προς τα μπάρια της συμφοράς, στο κέντρο του Ηρακλείου.
    Μετά από τόσα χρόνια μοναξιάς και ασκητικού αστικού βίου, πλέον είχα συνηθίσει να βγαίνω μόνος μου για ξύδια κι έτσι δεν μου φαινόταν και τόσο περίεργο πια. Ίσα, ίσα που το προτιμούσα από το να βγαίνω με άλλους, γιατί μόνος σου μπορούσες να κάνεις ότι θέλεις, ότι ώρα το θέλεις, να πας όπου θες και να πεις ότι θες με όποιον θες.
    Μπήκα στο πρώτο μπαρ τουρτουρίζοντας σαν πρωτάρα παρθένα γιατί έκανε κρύο μιας και ήταν Φλεβάρης και όλο έβρεχε και φυσούσε βορριάς. Το μαγαζί το λέγανε «Τρύπα» και ήταν το πλέον γνωστό στέκι για τους νυχτόβιους φοιτητές και τους ολίγοντι ψαγμένους, μουσάτους μπαμπουίνους και των χαριτωμένων ταγαριών αυτής της πόλης.  Έκατσα στο μπαρ και όλοι άρχισαν να με κοιτάνε αποδοκιμαστικά επειδή ήμουν μόνος μου.
    «Έλα, τι θέλεις;» ρώτησε ο βλάχος ο μπάρμαν.
    «Κάιζερ».
    Άρχισα να στρίβω τσιγάρο και ήταν λες και είχα καμιά ταμπέλα πάνω μου που έλεγε ΜΑΛΑΚΑΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟΣ. Όλοι με κοιτούσαν. Δεν έδωσα σημασία και συνέχισα να κοιτάω τη φάτσα μου στον καθρέπτη πίσω από το μπαρ. Έμοιαζα να είμαι δέκα χρόνια μεγαλύτερος. Είχα ρυτίδες και μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια. Έπινα τη μπύρα μου σιγά, σιγά. Άρχισα να ζαλίζομαι από το άγχος που με κοιτούσαν όλοι. Νόμιζα πως θα πέσω κάτω. Ήπια τη μπύρα μου μονορούφι. Έριξα μια ματιά γύρω. Παντού ψωλές. Καμία γυναίκα. Ήταν φοβερό. Που ήταν οι γυναίκες; Πλήρωσα τον μπάρμαν με εικοσάρικο.
    «Τίποτα σε πιο ψιλό δεν έχεις;» με ρωτάει εκνευρισμένος δήθεν.
    «Όχι».
    Μου φέρνει τα ρέστα και μου φάνηκε πως άκουσα κάποιον να λέει τι καραγκιόζης καθώς έβγαινα από την «Τρύπα» και κάποιους να γελάνε. Δεν με ένοιαζε.
    Έξω έκανε ψωλόκρυο και έριχνε ψιλόβροχο. Τυλίχτηκα την κασκολάρα μου και έμοιαζα με τρομοκράτη βιαστή ζαπατίστα μπακούρι.
    Είχα τρομερές καύλες. Στο δρόμο με πιάσανε οι γαμημένες. Είχα σηκωμάρες. Μπορεί να έφταιγε η μπύρα που ήπια, σκέφτηκα. Στο δρόμο έβλεπα γυναίκες και ήθελα να τις γαμήσω αμέσως εκεί στα όρθια στο τσιμέντο με τα κωλαρίνια μας να κρυώνουν. Μετά σκέφτηκα τους βιαστές και αναρωτήθηκα εαν είμαι ένας από αυτούς που βιάζουν γυναίκες στο δρόμο και αποφάσισα πως μάλλον δεν ήταν του στυλ μου.
    Φορούσα ένα πουκάμισο κάτω από το χοντρό μου παλτό που ήταν ένα νούμερο πιο μεγάλο μου και με έκανε να δείχνω γελοίος. Δεν με ένοιαζε. Μπήκα στο επόμενο μπαρ. Αυτό λεγόταν «Ballhouse». Έπαιζε μεταλιές και μου έπαιρνε τα αυτιά ο θόρυβος. Έβαλα τις ωτοασπίδες μου. Έκατσα στο μπαρ. Ο μπάρμαν ήτανε ένα θηρίο δύο μέτρα με μακρυά μαλλιά και μούσια και έκανε πως δεν με είδε για κανά δεκάλεπτο πριν αποφασίσει να ασχοληθεί.
    «Τι θες;» με ρώτησε και σκούπισε τα τερατώδης χέρια του σε μία βρώμικη πετσέτα.
    «Κάιζερ».
    Εδώ υπήρχε μία και μόνο γυναίκα και καθόταν δίπλα μου. Την κοίταξα και με κοίταξε με ξινισμένο βλέμμα. Είχε ωραία πόδια.
    «Σ’ αρέσουνε;» με ρώτησε ουρλιάζοντας.
    «Καλά είναι» είπα ουρλιάζοντας.
   Η μέταλ ηχορύπανση που έβγαινε από τα ηχεία ήταν τρομερή.
    «Μην τα πολυκοιτάς όμως γιατί δεν είναι για του λόγου σου» μου ξαναούρλιαξε εκείνη και μου χαμογέλασε χαιρέκακα. Η τύπισσα καθότανε πλαί-πλάι με έναν τεράστιο τύπο που φανόταν να έχει αηδιαστική ακμή στη μάπα και με κοιτούσε περίεργα.
    Δεν είπα τίποτα και συνέχισα να κοιτάω το κενό πίνοντας τη μπύρα μου. Αυτός ο κόσμος ήταν στραβός. Δεν ξέρω τι έφταιγε και συμπεριφερόμασταν με αυτόν τον τρόπο ο ένας στον άλλο. Κάτι ήταν στραβό σίγουρα. Η μουσική άρχιζε να μου δημιουργεί καρκίνο στα αυτιά κι έτσι αποτελείωσα το τσιγάρο μου και την έκανα κι από εκεί μέσα χωρίς να ξαναμιλήσω σε εκείνη τη γυναίκα με τα ωραία πόδια. Εκείνη μου έδωσε μία μούτζα καθώς έφευγα, έτσι για αποχαιρετιστήριο, την είδα με την άκρη του ματιού μου. Μάλλον δεν ήταν η νύχτα μου σήμερα, σκέφτηκα.
    Περπατούσα μέσα στη βροχή και στο κρύο και αναρωτήθηκα γιατί το έκανα αυτό και δεν τα παρατούσα και να πάω σπίτι να κοιμηθώ ή να τραβήξω καμιά μαλακία να ξαλαφρώσω στο youjizz. Ο εκδότης μου με είχε ολοκληρωτικά ξεγραμμένο μιας και το τελευταίο μου βιβλίο «Ο Εμπρηστής και η Παρθένα» είχε πατώσει και δεν πουλούσε καθόλου κι έτσι εγώ είχα αρχίσει να στέλνω βρώμικες ιστορίες σε πορνοπεριοδικά και κουτσομπολίστικα έντυπα για να βγάζω ένα μεροκάματο της πλάκας.
    Έφτασα στο επόμενο μπαράκι με το εφάνταστο όνομα «Διαβολάκος». Μέσα ήτανε τίγκα στους ψωλαραίους και βαρούσε ελέκτρο μουσική, μία μουσική που (επίσης) μου έσπαγε τα νεύρα γιατί είχα πρόβλημα στα αυτιά μου και οι δυνατοί ήχοι με πειράζανε πολύ. Έβαλα τις ωτοασπίδες μου και έκατσα δίπλα από ένα ψεύτικο, πλαστικό δέντρο το οποίο το είχαν (πιθανότατα) για διακόσμηση. Κάποιος είχε φέρει μαζί του ένα τεράστιο μαύρο σταυρό με τρύπες και μέσα του είχανε βάλει κόκκινα λαμπάκια. Το μέρος θύμιζε μπουρδέλο επιστημονικής φαντασίας χωρίς πουτάνες αλλά με γκέι μουσάτους ευνούχους.  
    Ακουμπούσα στο καφέ, ψεύτικο δέντρο και έπινα φτηνή βαρελίσια μπύρα. Άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα η προηγούμενη τύπισσα με τα ωραία πόδια και δίπλα της κουβαλούσε το τέρας με την ακμή. Η γκόμενα ήρθε και έκατσε δίπλα μου. Κάποιο πρόβλημα στο μυαλό πρέπει να είχε, δεν εξηγόταν αλλιώς. Ο τύπος με την ακμή έκατσε και χασκογελούσε σαν αρκούδα με κάτι άλλους λιμασμένους πιο πέρα.
    «Σου έχω μία πρόταση» μου λέει. Η φάτσα της ήταν κάπως στραπατσαρισμένη αλλά από σώμα αστέρι.
    «Τι;» ρώτησα.
    «Αν κάνεις αυτό που θα σου πω θα σε αφήσω να γλύψεις το μουνάκι μου» μου λέει και μένω  Κολοκοτρώνης να την κοιτάω.
    «Τι;» ψέλλισα.
    «Κωλώνεις να κατεβάσεις το παντελόνι σου εδώ μπροστά σε όλους και να φωνάζεις ΕΛΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ ΘΑ ΕΙΜΑΙ ΑΠΟΨΕ ΜΟΝΗ – ΜΠΑΤΣΟΙ ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ!!» είπε με πάθος.
    Δεν είχα περιθώρια. Δεν έπρεπε να φανώ κότα. Ήταν μία κρίσιμη στιγμή για τη σχέση μας. Άφησα το ποτήρι μου στον πάγκο και κατέβασα το παντελόνι μου.
    «ΕΛΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ ΘΑ ΕΙΜΑΙ ΑΠΟΨΕ ΜΟΝΗ – ΜΠΑΤΣΟΙ ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ!!!» ούρλιαξα με όλη μου τη δύναμη.
    Όλοι σταμάτησαν να μιλάνε και γύρισαν να με κοιτάνε με μάτια που στάζανε αίματα.
    «Τι είπες ρε αρχίδι;» είπε ο τύπος με την δαιμονισμένη ακμή. Τώρα που τον ξαναέβλεπα πρέπει να είχε και ένα γυάλινο μάτι και έμοιαζε πολύ με τον Μάο Τσε Τουνγκ.
    «Τίποτα» είπα σαν μαλάκας ανασηκώνοντας τα παντελόνια μου.
    «Μπάτσος είμαι ρε μουνί» είπε το γυάλινο μάτι.
    «Καλά να πάθεις» είπα.
    Εκεί ο τύπος ήταν που μου έσκασε το πρώτο μπουκέτο στη μάπα. Έχασα τον κόσμο. Έπεσα κάτω. Αίμα πρέπει να έτρεχε από τη μύτη μου. Μου έριξε άλλη μία κλωτσιά στα πόδια. Δεν μάσησα. Του έπιασα τα πόδια και τον έριξα κάτω. Σηκώθηκα γρήγορα και μπήκα μέσα από το μπαρ. Ο μπάρμαν με κοιτούσε σαν χαζός μη ξέρωντας τι να κάνει. Έπιασα να πίνω μπύρα από την κάνουλα. Είχα μουρλαθεί. Επιτέλους λίγη δράση, είπα από μέσα μου. Το μάτι μου πρέπει να γυάλιζε. Ο Μάο σηκώθηκε. Πήγε να μπει μέσα στο μπαρ αλλά του έριξα ένα μπουκάλι στο κεφάλι και ξαναέπεσε στο πάτωμα. Έπιασα ένα άλλο μπουκάλι και άρχισα να το κατεβάζω με το στόμα. Ήταν τεκίλα. Ο μπάρμαν πήγε να με εμποδίσει και του έριξα μία στο στομάχι με το πόδι. Έπινα τεκίλα σαν μανιακό τέρας. Η γκόμενα με τα ωραία πόδια γελούσε σαν τρελή. Της έδωσα μία μούτζα και γέλασα μανιακά. Ο μπάρμαν τελικά μου έριξε μία καρέκλα στη μούρη και έπεσα πίσω στα μπουκάλια και γαμήθηκα τελείως. Είχα κοπεί στο πρόσωπο. Δεν μάσησα ούτε και τώρα. Ο Μάο μπήκε μέσα και ήμασταν σαν παλαιστές στο UFC  μέσα σε κλουβί. Μου ρίχνει μία κουτουλιά στα μουτσούνια και ζαλίζομαι. Πιάνω κάτι βαρύ χωρίς να ξέρω τι είναι και του το πατάω στη μούρη. Ήταν η φραπεδέρια. Πρέπει να του φύγανε μερικά δόντια γιατί αίμα πετάχτηκε από το στόμα του.
    Γινόταν της πουτάνας στον «Διαβολάκο». Οι θαμώνες έδερναν ο ένας τον άλλο. Γκόμενες πετούσαν στον αέρα και τύποι γρονθοκοπούσαν ο ένας τον άλλο. Αισθανόμουν περήφανος. Ήταν πραγματικά συγκινητικό θέαμα. Επιτέλους λιγάκι ζωή. Κάτι βαρύ έπεσε τον σβέρκο μου και εκεί ήταν που παρέδωσα τα όπλα. Δεν γαμιέται λέω και λιποθύμησα.
    Ξύπνησα με χειροπέδες στα χέρια και πρησμένη μούρη. Πονούσα παντού. Κάποιος με είχε τσουβαλιάσει και με είχε βάλει μέσα στο περιπολικό. Δίπλα ακριβώς καθόταν ο Μάο, ο τύπος με το γυάλινο μάτι και την ακμή. Κι αυτός είχε τα χάλια του. Το στόμα του ήταν σαν κάποιος να του είχε βάλει να μασήσει ένα μπαλάκι του πινγκ-πονγκ. Τα χέρια του ήτανε δεμένα με χειροπέδες. Αρχίδια μπάτσος ήτανε τελικά.
    «Γαμώ το φελέκι σου» μου λέει ψευδίζωντας ο Μάο το γυάλινο μάτι.
    «Δε με χέζεις ρε μαλάκα» του λέω και του σκάω ένα ματωμένο χαμόγελο.
    «Σκάστε γαμώ το χριστό σας» είπε ο μπάτσος που οδηγούσε το κωλάδικο.
    «Την έχετε γαμήσει, θα σας κάνει μήνυση ο ιδιοκτήτης» είπε ο μπάτσος νούμερο δύο συνοδηγός.
    Αγνοήσαμε τελείως τους δύο ηλίθιους μπάτσους, βαριόμουνα να τους μιλάω, ήτανε χάσιμο χρόνου.
    «Πάντως έγινε της πουτάνας» είπε ο Μάο κάπως περήφανος.
    «Ναι. Είχα να περάσω τόσο καλά από τότε που οι Βιετκόνγκ γαμήσανε το χάμστερ μου» είπα.
    «Είσαι για δέσιμο ρε πούστη» είπε ο Μάο και γέλασε και αίμα κύλισε στο πουκάμισο του.
    Μέσα στα κρατητήρια επικρατούσε ηρεμία. Υπήρχαν πολλές ωραίες φάτσες μαζί μας. Ένας είχε κάνει μάλιστα και φόνο και τον είχανε εκεί γιατί το άλλο πρωί θα πήγαινε σε άλλες φυλακές, κάπου στη βόρεια ελλάδα με το μεταγωγών. Κάποιος είχε βάλει μέσα και ουίσκι και κέρναγε σε κάτι πλαστικά ποτήρια. Δεν ξέρω που τα βρήκανε. Αρχίσαμε να πίνουμε. Την γκόμενα την είχα ξεχάσει τελείως. Μια χαρά ήτανε κι εδώ. Κάποιος μας έλεγε πως είχε κρύψει μέσα στον κώλο του για ένα ολόκληρο μήνα ένα μπαλάκι ηρωίνη και περίμενε να την πιεί στα γενέθλια της κόρης του. Γελάσαμε με την ψυχή μας. Ένας άλλος μας έλεγε πως ήταν μέσα γιατί η γυναίκα του πήγε με κάποιον άλλο και μετά ο τύπος πήγε και του έκαψε το αμάξι για εκδίκηση και κατά λάθος έκαψε και το σκύλο του που τον είχαν ξεχάσει μέσα κλειδωμένο στο αμάξι.
    Ήταν μία πολύ επικοδομιτική βραδιά απ’ όλες τις απόψεις. Τελικά ο ιδιοκτήτης του «Διαβολάκου» δεν μας έκανε μήνυση και το άλλο πρωί πήγαμε στα σπίτια μας σαν βρεγμένα ποντίκια. Το μόνο που ήθελα ήταν να κάνω ένα ζεστό μπάνιο και να κοιμηθώ για κανά δυήμερο.
Θα έκανα να ξαναβγώ από το σπίτι πολύ καιρό. Η κοινωνία ήτανε σαν τις φακές, όλοι λέγανε πως κάνουνε καλό αλλά σε κανέναν δεν αρέσανε και έτσι τις τρώγανε με το ζόρι. Τρέχα βγάλε συ τώρα συμπερασμα απ’ αυτό.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου