24.2.13




    Με πονάει το πουλί μου

     Είχαμε μεγαλώσει μαζί από παιδιά. Πηγαίναμε παντού παρέα. Η πόλη του Ηρακλείου βέβαια είναι μικρή και έτσι βαριόμασταν γρήγορα εγώ και ο Κώστας και όλο σκαρφιζόμασταν διάφορους εναλλακτικούς τρόπους για να περνάει η ώρα.
    Φιλαράκια καλά ήμασταν και κάναμε τρέλες όταν ήμασταν νέοι.
    Πρέπει να ήτανε μία Κυριακή του 2012 όταν είχαμε κάνει μία τρομερή καφρίλα. Είχαμε σκυλοβαρεθεί να πίνουμε μπάφους από το πρωί και είπαμε με το Κώστα και κάτι φίλες μας, την Τζένη και τη Μαρία, να πάμε προς Βασιλειές μεριά να κάνουμε πικ νικ κι έτσι.
    Εγώ κι ο Κώστας είχαμε πολύ καιρό να πάμε με γυναίκα και η Τζένη και η Μαρία ήτανε πρόθυμες να κάνουνε το ψυχικό, απ’ ότι τουλάχιστον μας είχαμε πει πάνω στην πλάκα την προηγούμενη βραδιά στο μπαρ που πίναμε μπύρες.
    Τσουβαλιάσαμε λοιπόν σε κάτι τσάντες μερικά μπισκότα, αναψυκτικά, μπύρες, γλυκά και σαντουιτσάκια και πήραμε το αμάξι του Κώστα το σαραβαλέξ το Ντάτσια το τανκς και πήραμε το δρόμο για τις Βασιλειές τσούκου τσούκου.
    Κάτσαμε λοιπόν εκεί σε ένα τυχαίο χωράφι κάτω από ένα γιαπί οικοδομή και βλέπαμε κάτω την πόλη του Ηρακλείου αγναντεύοντας και τρώγωντας μπισκότα και γλυκάκια.
    Αρχίσαμε λοιπόν τα πίτσι πίτσι και τα πίου πίου με τη Τζένη και ο Κώστας έκανε το ίδιο παραπέρα με τη Μαρία. Η δουλειά ήταν κανονισμένη. Ψυχή δεν υπήρχε πουθενά εκεί γύρω ε και δεν γαμιέται είπαμε να ρίξουμε ένα νουμεράκι επιτόπιο εξοχικό.
   Ευτυχώς έκανε καλή μέρα και ο ήλιος έλαμπε θαυμάσια και γεμάτος δόξα πάνω στα γυμνά μας κωλαρίνια. Ήτανε πολύ ωραία φάση. Εγώ με τη Τζένη παίρναμε μάτι τον Κώστα με την Μαρία και εκείνοι με τη σειρά του εμάς και φτιαχνόμασταν.
    Μετά από λίγο και αφού είχαμε τελειώσει τον πρώτο γύρο είπαμε και συμφωνήσαμε να αλλάξουμε παρτενέρ. Τι να σας πω! Γινόταν της μουρλής. Τα χορτάρια είχανε πάρει φωτιά όπως επίσης είχε πάρει φωτιά και το πουλί μου. Η Τζένη και η Μαρία, ειδικά η Μαρία, ήτανε φοβερά στενές και οι δύο. Τι πράγμα ήτανε αυτό ρε παιδάκι μου. Πονούσε το πουλί μου αλλά μου άρεσε.
    Με τα πολλά για να μην τα πολυλογώ, τελειώσαμε, βγάλαμε τα μάτια μας και πέσαμε ξεθεωμένοι στο χορτάρι να πιούμε κανά μπάφο και να φάμε τα υπόλοιπα φαγητά με χαρά χαζεύοντας τη θέα και απολαμβάνοντας τον ήλιο.
    Σε μία φάση εκεί που καθόμασταν εμφανίστηκε μπροστά μας ένας γέρος με μία φάτσα πολύ περίεργη. Ήρθε κοντά μας. Φορούσε ρούχα εργατικά και γαλότσες λασπωμένες.
    «Είδα τι μαλακίες κάνατε εδώ πέρα» μας ανακοίνωσε ο γέρος με στόμφο.
    «Τι κάναμε;» είπε ο Κώστας.
    «Του δώσατε να καταλάβει έτσι;» είπε ο γέρος και γέλασε με ένα σάπιο χαμόγελο.
   «Άντε γαμήσου ρε σκατόγερε» είπε η Τζένη που ήτανε η πιο οξύθυμη απ’ όλους.
    «Εσύ πουτανάκι τα έδωσες όλα ε;» είπε ο γέρος.
    Ο Κώστας σηκώθηκε πάνω και πήγε προς το μέρος του γέρου απειλητικά.
   Ο γέρος έβγαλε από την τσέπη του ένα μαχαίρι.
    «Σας έχω στο χέρι ρε. Σας βιντεοσκόπησα με το κινητό μου. Θα σας βγάλω στο ίντερνετ, στου Κουρσάρου και στα γιου πόρν» είπε ο γέρος και κούνησε το μαχαίρι προς το μέρος μας περιπαιχτικά.
    Δεν είπαμε τίποτα γιατί χεστήκαμε με το μαχαίρι. Ο τύπος ήτανε πειραγμένος.
    Άρχισε να κάνει μεταβολή και να περπατάει από την αντίθετη κατεύθυνση.
    Εκεί ήτανε που η φάση γαμήθηκε τελείως.
    Η Τζένη έπιασε από κάτω μία κοτρώνα, έκανε ένα σάλτο μορτάλε προς την πλάτη του γέρου σαν νιντζούτσου και του έσκασε το κοτρώνι στο κεφάλι με τρομερή δύναμη.
    Μείναμε όλοι κάγκελο. Ο γέρος έπεσε ξερός στα χόρτα σαν ξύλο.
    «Τον σκότωσες» είπα εγώ με ανοιχτό το στόμα.
    «Καλά του έκανα του μαλάκα» είπε η Τζένη που γυάλιζε το μάτι της.
    «Πω πω την έχουμε πουτσίσει» είπε η Μαρία.
    Ο Κώστας έψαχνε στις τσέπες του γέρου.
    «Τι ψάχνεις;» τον ρώτησα.
    «Το κινητό του» είπε ο Κώστας.
    Εγώ πήγα κοντά και έπιασα τον σφυγμό του γέρου. Δεν ένιωθα τίποτα. Ρε μπας και πέθανε ο μαλάκας, είπα από μέσα μου χεσμένος.
    «Πρέπει να τον θάψουμε» είπε η Τζένη. Από την κοτρώνα έσταζε άιμα  και το κεφάλι του γέρου ήταν γάμησε τα.
    «Τι λες ρε Τζένη;» είπα εγώ.
    «Πρέπει να βρούμε που μένει και να βρούμε το κινητό» είπε η Μαρία.
    «Εγώ νομίζω πως μας δούλευε» είπα.
    «Κι αν δεν μας δούλευε;» είπε ο Κώστας.
    Πήγαμε με τον Κώστα μέχρι πιο πέρα και βρήκαμε ένα μικρό σπίτι στη μέση ενός χωραφιού. Πήγαμε μέχρι την πόρτα. Η πόρτα άνοιξε και απο μέσα πετάχτηκε μία μεγάλη σε ηλικία γυναίκα.
    «Τι θέλετε ρε κωλόπαιδα;» είπε η γριά.
    «Εμ...εσείς εδώ..ξέρετε ένα γέρο;» είπε σαν μαλάκας ο Κώστας.
    «Τι λες ρε αρχίδι» είπε η γριά.
    «Τον τρελό το γέρο τον ξέρετε;» είπα εγώ.
    «Ποιον ρε μαλάκα τον άντρα μου λες τρελό;» είπε η γριά.
    Ο Κώστα χύμηξε στη γριά και της έκανε κεφαλοκλείδωμα. Την έριξε κάτω. Άρχισε να την κοπανάει στο κεφάλι.
    Εγώ πήγα και του έπιασα τα χέρια.
    «Τι κάνεις ρε μαλάκα;» είπα έντρομος. Δεν είχα ξαναδεί τον Κώστα σε τέτοια κατάσταση.
    «Τι κάνω ρε μαλάκα; Η γριά θα μας δώσει στους μπάτσους» είπε ο Κώστας.
    Κούνησα το κεφάλι μου αποδοκιμαστικά. Τι στον πούτσο γινότανε. Η κατάσταση ήτανε εκτός ελέγχου. Εγώ ένα πικ νικ ήθελα να κάνω.
   Πιάσαμε τη γριά από τα χέρια και τα πόδια. Ήτανε χοντρή και βαριά. Την βάλαμε στο κρεβάτι. Αρχίσαμε να ψάχνουμε για το κινητό του γέρου. Τίποτα. Η γριά ήτανε αναίσθητη. Πήγαμε πίσω στα κορίτσια. Εκείνες είχανε αρχίσει να σκάβουνε ένα λάκκο με τα χέρια.
    «Τι κάνετε εκεί πέρα ρε;» είπα.
    «Πρέπει να θάψουμε το γέρο» είπε η Τζένη.
    «Βρήκατε το κινητό;» ρώτησε η Μαρία.
    Άρχισα να φτιάχνομαι. Και οι δύο ήτανε μεσ’ τα χώματα και τα στήθη τους κουνιόντουσαν πάνω κάτω από την προσπάθεια. Έπρεπε να κρατηθώ. . Ο Κώστας κοιτούσε με ανοιχτό το στόμα τα κορίτσια που έσκαβαν το λάκκο του γέρου.  Εμένα με πονούσε το πουλί μου αλλά μου άρεσε.
    «Τι κάνεις ρε μαλάκα;» του είπα.
    «Ωχ συγνώμη..παρασύρθηκα» είπε κοιτώντας τα κορίτσια να σκάβουν.
    Σκέφτηκα σκάρτα σενάρια τσόντας. Αυτό ήτανε η ζωή μας. Μία τσόντα β' διαλογής με ζόμπι γκόμενες.
    Ο γέρος ήτανε ξερός. Έπιασα πάλι σφιγμό. Τίποτα. Η Μαρία ήρθε από πίσω μου και έπιασε την κοτρώνα και την έσκασε άλλη μία φορά στο κεφάλι του γέρου. Το κρανίο του έκανε  ένα αηδιαστικό ΚΡΑΚ. Είχε δύναμη αυτή η κοπέλα και δεν της φαινότανε. Άρχισα να κάνω εμετό πάνω στο γέρο και πάνω στα ρούχα μου. Αισθανόμουν χάλια και ήθελα να κοιμηθώ αλλά πονούσε το πουλί μου και δεν μπορούσα.
    Η γρία ερχόταν καταπάνω μας με ένα μικρό τσεκούρι και αλάλαζε σαν απάτσι. Είχε ξυπνήσει. Την πρώτη τσεκουριά την έφαγε η Τζένη στην πλάτη γιατί δεν την είδε. Εγώ ξερνούσα και έτρεχα να κρυφτώ πίσω από κάτι ελιές. Ο Κώστας πετούσε πέτρες στη γριά. Η Μαρία ούρλιαζε. Η γριά πρόλαβε και τη Μαρία που είχε σκοντάψει και της έριξε μία τσεκουριά στο χέρι. Εγώ έτρεμα σαν μαλάκας. Ο Κώστας είχε ανέβει σε ένα δέντρο. Έπεσε πάνω στη γριά. Κυλίστηκαν στα χορτάρια. Η γριά ήτανε δυνατή και ύπουλη σαν νίντζα. Εγώ πήρα κουράγιο και πήγα να βοηθήσω τον Κώστα. Πρέπει να είχα κατουρηθεί πάνω μου αλλά ακόμα πονούσε το πουλί  μου, ήτανε τρομερό. Τα κορίτσια ουρλιάζανε αλλά δεν είχανε πεθάνει.
   Εκεί που στεκόμουνα αισθάνθηκα ένα δυνατό  χέρι να μου πιάνει τον αστράγαλο. Ο γέρος είχα ξαναζωντανέψει ο μαλάκας. Με έριξε κάτω και μου δάγκωσε το αυτί. Μου έκοψε κομμάτι. Ο πόνος ήτανε τρομερός. Έκανα πάλι εμετό και ξανακατουρήθηκα. Δεν είχα δύναμη να κάνω τίποτα άλλο. Η Τζένη έτρεξε και αποτελείωσε το γέρο με το μικρό τσεκούρι της γριάς κόβοντας του το καρύδι στο λαιμό. Γλίτωσα αλλά γέμισα αίματα. Ο Κώστας έπνιγε τη γριά παραπέρα σαν επαγγελματίας στραγγαλιστής και η Μαρία την κοπανούσε στην κοιλιά με το πόδι.
   Όταν όλα είχανε τελειώσει ο Κώστας και η Τζένη είπανε να τους κάψουμε. Εγώ είχα πάθει σοκ και πονούσε το πουλί μου τρομερά, πιο πολύ κι από το κομμένο μου αυτί. Τους είπα πως λεγανε μαλακίες. Έπρεπε να τους ρίξουμε στη θάλασσα γιατί όλοι θα μας πέρνανε χαμπάρι με τη φωτιά από χιλιόμετρα. Φορτώσαμε τα πτώματα στο αυτοκίνητο του Κώστα και πήραμε το δρόμο για την Αμμουδάρα, στην παραλία της ΔΕΗ.
   Μάλιστα το γέρο τον πήραμε μαζί μας αγκαλιά γιατί δεν χωρούσε στο πορτ μπαγκάζ του Ντάτσια. Τη γριά την βάλαμε πίσω ντάξει.
    Περιμέναμε να βραδιάσει μέσα στο αυτοκίνητο. Ο Κώστας έστριψε ένα μπάφο και πίναμε και κοροϊδεύαμε το γέρο που δεν μπορούσε να καπνίζει κι εκείνος μπάφο γιατί ήτανε νεκρός και ήταν ένα όρθιο πτώμα δίπλα μας.
     Όταν νύχτωσε για τα καλά, βγάλαμε τα πτώματα από το αυτοκίνητο και τα ρίξαμε στη θάλασσα. Επιπλέανε ειρηνικά. Κάτσαμε στην κρύα άμμο όλοι μαζί και αγναντεύαμε τα πτώματα που τα έπαιρνε το ρεύμα προς τα βαθειά του Κρητικού πελάγους.
    «Αυτή τη μέρα θα τη θυμάμαι για πάντα» είπε η Τζένη και με αγκάλιασε τρυφερά.
    «Δεν πονάει η πλάτη;» ρώτησα
    «Όχι πολύ. Επιφανειακό τραύμα είναι μάλλον» είπε η Τζένη.
    Τσέκαρα την μπλούζα της. Ήταν γεμάτη αίματα.
    «Είσαι ο Ράμπο μωρό μου» είπα.
    Η Μαρία και ο Κώστας αγκαλιαστήκανε κι εκείνοι.
    «Ρε μαλάκα δεν πονάει το αυτί σου;» με ρώτησε ο Κώστας.
    «Μπα ντάξει είναι. Πιο πολύ με πονάει το πουλί μου ρε συ, γθάρθηκε» είπα.
    Σκάσαμε όλοι στα γέλια. Η νύχτα ήτανε γλυκειά και τα αστέρια τρίζανε πάνω από το κεφάλι μας σαν φωτεινά τριζόνια.

   
   μπλογκζζ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου