19.2.13



Ποιος νοιάζεται έτσι κι αλλιώς ρε μαν;

    Ο Ιάκωβος δεν ήξερε τι άλλο έπρεπε να κάνει. Δούλευε ντελιβεράς σε μία πιτσαρία στη λεωφόρο Κνωσσού αλλά τον διώξανε γιατί συνέχεια ήταν άρρωστος επειδή έπασχε από ιγμορίτιδα, χρόνια, και το μηχανάκι του τα έκανε χειρότερα.
    Είχε να πιάσει στα χέρια του λεφτά εδώ και δύο μήνες. Του κόψανε το ηλεκτρικό και το νερό το πλήρωσε με κάτι λεφτά που ψείρησε από μία γριά στο δρόμο κάτω στο κέντρο. Δεν γούσταρε να κλέβει αλλά δεν είχε άλλη επιλογή εδώ που είχε φτάσει. Δεν είχε να φάει στην κυριολεξία, το επόμενο βήμα ήτανε η ζητιανιά ή η κλεψιά. Προτίμησε το δεύτερο λόγω περίεργης ιδιοσυγκρασίας και μίας υποθάλπτουσας τάσης προς την εγκληματικότητα.
     Το μηχανάκι το είχε αφήσει στην άκρη γιατί δεν είχε λεφτά να του βάλει βενζίνη. Ο υπολογιστής ήταν σβηστός εδώ και μία εβδομάδα και δεν είχε ίντερνετ γιατί δεν είχε ηλεκτρικό και φυσικά ο ΟΤΕ ήτανε κομμένος από καιρό. Το είχε βάλει σκοπό να κάνει μια καλή μπάζα και να ξανασυνδέσει τουλάχιστον το ρεύμα στο τσαρδί του.
    Τα βράδια δεν καθόταν στο σπίτι γιατί δεν υπήρχε τίποτε άλλο να κάνεις στο σκοτάδι ή στο φως των κεριών από το να κοιμηθείς ή να κοιτάς τη φλόγα του κεριού και μετά από λίγο να αποκοιμηθείς.
    Η ζωή του είχε γίνει εντελώς για τον πούτσο από την μία στιγμή στην άλλη. Η τρομερή αυτή οικονομική και κοινωνική κρίση της Ελλάδας τον είχε χτυπήσει κατακούτελα.
    Τις τελευταίες μέρες έπιασε να κάθεται με τις ώρες έξω από τον Χαλκιαδάκη, στο μεγάλο σούπερ μάρκετ  εκεί στην Ούλαφ Πάλμε, μιας και έμενε και κοντά στην Ανθέων και βόλευε. Περίμενε καπνίζοντας στριφτά τσιγάρα. Έψαχνε την κατάλληλη στιγμή να ληστέψει κανά γέρο ή να μπουκάρει σε κανά ξεκλείδωτο αμάξι. Έπρεπε πάσει θυσία να ξαναβάλει ηλεκτρικό στο σπίτι, δεν ήταν αυτή κατάσταση.
    Από φαγητό την ψιλοβόλευε μιας και πήγαινε και έτρωγε στης θειάς του στο Μασταμπά ή έκλεβε κιμά και ψωμί και αυγά και γάλα από όπου έβρισκε, σούπερ μάρκετ, περίπτερα και ψιλικατζίδικα. Είχε καταντήσει κανονικός κλέφτης για να επιβιώσει.
    Σήμερα έβρεχε λίγο και τον είχε πιάσει πόνος στο δεξί γόνατο που είχε ένα παλιό τραυματισμό από τότε που έπαιζε μπάλα. Καθόταν όρθιος δίπλα από το πεζοδρόμιο, κάτω από το υπόστεγο του Χαλκιαδάκη για να μην βρέχεται.
    Μία ωραία γυναίκα περνούσε από μπροστά του. Πρέπει να ήταν γύρω στα τριάντα. Είχε φοβερό κώλο και δεν άντεξε να μην απλώσει πάνω το βλέμμα του.
    «Μανάρα μου εσύ! Ν’ ανέβω να με πας μια βόλτα;» είπε ο Ιάκωβος ξελυγωμένος από τα σούρτα φέρτα του κώλου.
    «Άντε μου στο διάολο βρε γρόθε» είπε η γυναίκα με μίσος.
    «Καλά ντε μανάρμ, πως κάνεις έτσι, δεν σε είπαμε και καμπούρα, ωραία σε είπαμε» είπε ο Ιάκωβος γελώντας.
    Η γυναίκα μπήκε στο σούπερ μάρκετ και ο Ιάκωβος τσέκαρε το αυτοκίνητο της, ένα Σέατ Ίμπιζα κόκκινο. Ήταν ξεκλείδωτο. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Πήρε δύο πακέτα τσιγάρα Μάρλμπορο lights με το σελοφάν, άνοιξε το ντουλαπάκι αλλά δεν είχε τίποτα αξίας μέσα. Έψαξε κάτω από τα καθίσματα και τσουπ! Έπεσε διάνα! Βρήκε ένα λαπτοπ μέσα σε θήκη. Το πήρε και βγήκε από το αυτοκίνητο σαν φάντασμα.
    Ο Ιάκωβος έφυγε με τα πόδια από του Χαλκιαδάκη και πήγε στου Ματσούρη να σκοτώσει το λάπτοπ.
    «Εκατό ευρώ» είπε ο Ματσούρης μόλις το είδε και η χοντροκοιλάρα του ανασηκώθηκε από την υπερηφάνεια και το λίπος. Καλότρωγε ο μαλάκας ο χοντρός.
    «Δεν γαμιέσαι ρε χοντρέ» είπε ο Ιάκωβος.
    «Ε πόσα να σου δώσω ρε μαλάκα, είναι παλιό μοντέλο, Lenovo τώρα, της πούτσας μάρκα είναι» είπε ο Ματσούρης και έξυσε τα αρχίδια του ξεδιάντροπα.
    «Διακόσια και στο δίνω».
    «Εκατό πενήντα» είπε ο Ματσούρης.
    «Εκατό εβδομήντα».
    «Εκατό εξήντα» είπε ο Ματσούρης.
    «Εντάξει ρε χοντρέ» είπε ο Ιάκωβος και τσάκωσε το χρήμα και την έκανε από του χοντρού γιατί είχε αρχίσει να τον βαριέται τον γύφτο.
    Ο Ματσούρης θα το πουλούσε σε κανά πείνα για διακόσια ευρώ και θα έβγαζε σαράντα δικά του. Δεν ήταν άσχημα αν φανταστείς πως όλη μέρα ο χοντρός δεν κουνούσε την κωλάρα του από την γυριστή καρέκλα στο κωλομάγαζο του στην Κνωσσού, ένα υπόγειο που υποτίθεται επιδιόρθωνε τηλεοράσεις και ηλεκτρονικά γενικά. Όλο και κάποιος φτωχομπάσταρδος θα πήγαινε συστημένος από κάποιον άλλο φτωχομπάσταρδο και θα αγόραζε με 200 ευρά το λάπτοπ, αντί να πάει στο μαγαζί και να το αγοράσει 500 καινούριο. Όλοι βολευόντουσαν έτσι. Κάποιος βέβαια το έκλαιγε το λάπτοπ, αλλά αυτό δεν είχε σημασία για τους φτωχούς του κόσμου, αυτό που είχε σημασία ήταν πως θα την έβγαζαν καθαρή άλλη μια μέρα.
    Ο Ιάκωβος πήγε στου Χαλκιαδάκη και την άλλη μέρα. Άραξε πάλι στη θέση του κάτω από το υπόστεγο δίπλα από τον εξαερισμό εκεί στο πεζοδρόμιο. Σήμερα ήτανε Σάββατο και ο σεκιούριτι του σούπερ μάρκετ ήτανε εδώ και έκοβε βόλτες, δήθεν πρόσεχε μην γίνει τίποτα αλλά στην ουσία τον κακομοίρη τον είχανε μόνο για παρκαδόρο επειδή τα Σάββατα γινόταν του μουνιού το πανηγύρι στου Χαλκιαδάκη από το πρωί και κάποιος έπρεπε να βάζει τάξη στους αστούς νοικοκυραίους και στα βαρετά αυτοκίνητα τους.
    Από τα εκατόν εξήντα ευρώ που έβγαλε από το λάπτοπ ξόδεψε τα είκοσι γιατί πήρε πράγματα και τρόφιμα για το σπίτι. Έβαλε και δέκα ευρώ βενζίνη στο μηχανάκι. Του μείνανε περίπου εκατό ευρώ και τα έβαλε στην άκρη. Ο λογαριασμός της ΔΕΗ ήτανε 350 ευρώ για το προηγούμενο τετράμηνο. Του έλειπαν δηλαδή 250 ευρώ για να τον εξοφλήσει τον γαμημένο και να του ξαναβάλουν το κωλορεύμα. Πουτάνα κοινωνία σκέφτηκε. Το ηλεκτρικό θα έπρεπε να είναι δωρεάν αγαθό και φτηνό, όπως το νερό αλλά μαλακίες. Σκατά. Όλα ήταν σκατά.
    «Τι περιμένεις εδώ φίλε;» ρώτησε ο σεκιούριτι τον Ιάκωβο.
    «Τίποτα, απλά κάθομαι» είπε ο Ιάκωβος.
    «Σήκω φύγε».
    «Γιατί απαγορεύεται;».
    «Ναι ρε απαγορεύεται».
    «Αρχίδια απαγορεύεται».
    Ο σεκιουριτάς του έκανε κωλοδάχτυλο ως ένδειξη πως θα τον εντός ολίγου και πήγε μέσα. Μετά από λίγο ξαναήρθε με ένα καραφλό, κουστουμαρισμένο και γραβατωμένο τύπο μαζί του.
    «Ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα;» ρώτησε το κουστούμι τον Ιάκωβο που έμοιαζε πολύ σαν ζητιάνος ροκάς τώρα τελευταία.
    «Ποιο πρόβλημα;» είπε αδιάφορα ο Ιάκωβος.
    «Εδώ ο Νίκος μου λέει πως τον βρίσατε χωρίς λόγο» είπε το κουστούμι και κοίταξε τον μαλάκα τον σεκιούριτι που είχε πάρει έκφραση κλαμένου μουνιού.
    «Δεν τον έβρισα» είπε ο Ιάκωβος.
    «Αν δεν έχετε κάποια δουλειά δεν επιτρέπεται να περιμένετε στον χώρο πάρκινγκ του σούπερ μάρκετ σας παρακαλώ» είπε το κουστούμι.
    Ο Ιάκωβος δεν είπε τίποτα. Πήγε και έκατσε στην απέναντι πλευρά του σούπερ μάρκετ, απέναντι από το πάρκινγκ. Εδώ δεν μπορούσαν να του πούνε τίποτα. Ο σεκιούριτι του χαμογέλασε χαιρέκακα και του έκανε κωλοδάχτυλο και πάλι. Ο κουστουμαρισμένος τύπος ξαναμπήκε από εκεί που ήρθε. Ο Ιάκωβος έδωσε μία μούτζα στον σεκιούριτι.
    «Μία από αυτές τις μέρες θα στο βάλω στον κώλο το δάχτυλο» είπε ο Ιάκωβος δυνατά για να το ακούσει ο σεκιούριτι αλλά εκείνος με τη σειρά του έκανε πως δεν άκουσε τίποτα.
    Ένα μπατσικό έσκασε από το πουθενά. Πάρκαρε στο πάρκινγκ. Μέσα ήταν μόνο ένας μπάτσος. Ο μπάτσος βγήκε από το κωλάδικο. Φαινόταν πιωμένος. Ε το πούστη το μπάτσο πρωί πρωί τα έπινε, σκέφτηκε ο Ιάκωβος. Ε βέβαια, με τέτοια δουλειά μου κάνει πως αλλιώς θα ξεχαστεί κι αυτός ο μαλάκας. Ο μπάτσος έκλεισε την πόρτα του κωλάδικου χωρίς να την κλειδώσει. Μπήκε στο σούπερ μάρκετ σαν χεσμένος. Ευτυχώς δεν υπήρχαν κάμερες στο σούπερ μάρκετ απ’ έξω. Ο σεκιούριτι με το που είδε τον μπάτσο του έκανε χαρές σαν σκυλάκι. Κόντεψε να του γλύψει τα αρχίδια ο μαλάκας. Έλεος. Ο σεκιούριτι ήταν τόσο περήφανος που μιλούσε με τον μπάτσο και τον ακολούθησε μέσα στο σούπερ μάρκετ, όπως ένα παιδάκι ακολουθεί τη μάνα του.
    Αυτή ήταν και η ευκαιρία που έψαχνε ο Ιάκωβος. Πέταξε το τσιγάρο του στο τσιμέντο και έτρεξε στο μπατσοαμάξι. Μπήκε μέσα και άρχισε να κοιτάει. Ένα πακέτο τσιγάρα άσσος που τα έβαλε στην τσέπη απνευστί και ένας αναπτήρας bic μεγάλος. Προσπάθησε να ξεσκαλώσει τον ασύρματο αλλά ήταν αδύνατον και δεν είχε και εργαλεία μαζί του. Κοίταξε τριγύρω, τίποτα αξίας. Το μπατσικό βρωμούσε και έζεχνε ιδρωτίλα και κάτι άλλο απροσδιόριστο αλλά εξίσου άσχημο, πιθανότατα χαλασμένο χοιρινό, σκέφτηκε ο Ιάκωβος και χαμογέλασε. Έβαλε το χέρι του κάτω από το κάθισμα του οδηγού αλλά τίποτα. Μετά έβαλε το χέρι του κάτω από το κάθισμα του συνοδηγού και μπίνγκο! Δεν το πίστευε αυτό που έπιανε!
    Ο Ιάκωβος έβγαλε το όπλο και το κοίταξε. Πιστόλι, μαύρο, βαρύ, πιθανότατα Glock αυτής της δεκαετίας μοντέλο. Ήτανε μέσα σε δερμάτινη θήκη. Βγήκε από το αυτοκίνητο και τσέκαρε αν τον είδε κανένας. Όλα εντάξει. Έβαλε το πιστόλι μπροστά από την κοιλιά του ανάμεσα από το παντελόνι και το σκέπασε με το μπουφάν του. Άρχισε να τρέχει σαν παλαβός με το μηχανάκι. Το μυαλό του δούλευε με χίλιες στροφές το δευτερόλεπτο. Ο μαλάκας ο μπάτσος την είχε πουτσίσει. Είχε αφήσει το όπλο του στο αυτοκίνητο και το αυτοκίνητο το άφησε ξεκλείδωτο. Πόσο πιο άχρηστος μαλάκας δηλαδή;
    Ο Ιάκωβος έφτασε σπίτι του και άρχισε να επεξεργάζεται το όπλο. Έβγαλε όλες τις σφαίρες τραβώντας το κλείστρο πολλές φορές μέχρι που δεν υπήρχαν άλλες σφαίρες. Τις μάζεψε από το κρεβάτι του και τις φύλαξε σε ένα κουτί από τσιγάρα αδειανό.
    Για λίγο σκέφτηκε να το κρατήσει και να μην το πουλήσει. Ήταν ένα ωραίο όπλο. Μύριζε όμως θάνατο από χιλιόμετρα. Μετά το ξανασκέφτηκε όμως και αποφάσισε να το σκοτώσει. Δεν ήξερε όμως που. Ο Ματσούρης δεν αγόραζε όπλα μάλλον. Δεν ήξερε σίγουρα. Ίσως και να αγόραζε όμως ο παλιοχοντρέλας. Θα τον ρωτούσε να δει. Ήτανε χαρούμενος. Σκεφτόταν τα μούτρα του σεκιούριτι όταν θα τον ρωτούσε ο μπάτσος γιατί δεν έκανε σωστά τη δουλειά του δήθεν. Χαχα!
    Ο Ιάκωβος ήταν τόσο χαρούμενος που αποφάσισε να βγει απόψε να τα πιεί. Ήτανε η μεγάλη του μέρα. Θα έτρωγε λίγα από τα λεφτά που είχε στην άκρη για το ρεύμα, σιγά το πράμα, έτσι κι αλλιώς μετά την πώληση του όπλου θα είχε λεφτά να ζήσει για κανά τρίμηνο. Γαμώ τις φάσεις, σκέφτηκε.
    Κατά τις 9 η ώρα κατηφόρησε για τα μπάρια στο κέντρο. Εκεί πήγαινε από έφηβος. Εκεί σπαταλούσε τα εγκεφαλικά του κύτταρα, δεν ήξερε πως αλλιώς να διασκεδάσει, δεν ήθελε να διασκεδάσει αλλιώς. Είχε αγοράσει και κάτι πουράκια από το περίπτερο και την είχε δει πολύ αγάς και κάπνιζε πουράκι και είχε βρωμέσει όλος ο τόπος.
    Δίπλα καθότανε μία τύπισσα πολύ καλή, ξανθούλα και κοντούλα με γλυκό προσωπάκι και ήτανε και μόνη της. Το μπαρ το λέγανε «Λούβρο» και βαρούσε κάτι παλιές ροκιές και τέτοια. Ωραία ήτανε. Ο Ιάκωβος άραζε στη μπάρα και έπινε μπυρίτσα χαλαρά, σκεφτόμενος που στον πούτσο θα έσπρωχνε το όπλο και πόσα λεφτά θα ζητούσε που δεν ήξερε και δεν είχε ιδέα από όπλα και τα ρέστα.
    «Δεν μου λες κοπελιά, να σε ρωτήσω κάτι;» είπε ο Ιάκωβος και έγυρε στο σκαμπώ, στα αριστερά του, σαν τον τιραμόλα μπας και τον προσέξει η τύπισσα που ήτανε χωμένη σε κάποια άλλη διάσταση εδώ και ώρα.
    «Τι;» είπε εκείνη γυρνώντας το όμορφο κεφάλι της.
    «Ξέρεις από πιστόλια;» ρώτησε βλακωδώς ο Ιάκωβος μη ξέρωντας τι άλλο να αποκριθεί.
    «Εμ...όχι» είπε εκείνη χαμογελώντας.
    Καλό σημάδι σκέφτηκε ο Ιάκωβος που αναθάρρησε μα το χαμόγελο.
    «Θέλεις να πάμε στο σπίτι μου να σου δείξω το όπλο μου;» ρώτησε ο Ιάκωβος και μετά το μετάνιωσε γιατί σκέφτηκε πως θα ακούστηκε κάπως χυδαίο.
     «Νομίζω πως είσαι πολύ γρήγορος» είπε εκείνη και γύρισε στη μπύρα της κάπως πιο σοβαρή τώρα.
    «Κοίτα έχω μεγάλο πρόβλημα, έχω ένα πιστόλι στο σπίτι και δεν ξέρω τι να το κάνω» είπε εκείνος και κοίταξε τη δικιά του μπύρα.
    Εκείνη τον κοίταξε σαν να του έλεγε βάλτο στον κώλο σου ρε μαλάκα τι μου το λες.
    Στην τέταρτη μπύρα η γυναίκα ήταν ακόμη εκεί δίπλα του και ρουφούσε κι εκείνη ένα μισοτελειωμένο ποτό. Ο Ιάκωβος είχε βέβαια αποθαρρυνθεί πλέον και δεν της είχε ξαναμιλήσει από τότε. Η δυνατή μουσική κόντευε να ξεκαπακώσει το κρανίο του Ιάκωβου. Δεν την πάλευε άλλο. Θα πήγαινε στο σπίτι να την πέσει και αύριο θα έβλεπε τι θα έκανε με το όπλο.
    Ξεκίνησε να φοράει το παλιό του παλτό όταν η γυναίκα του είπε:
    «Θέλεις ακόμα να μου δείξεις το πιστόλι σου;».
    «Βεβαίως δεσποινίς μου» είπε ο Ιάκωβος και της έδειξε την πόρτα σαν σωστός μπατίρης ιππότης με τρύπια πανοπλία και λαστιχένιο άλογο.
        Πήγαν στο σπίτι του Ιάκωβου, εκείνη με το αυτοκίνητο της να τον ακολουθάει κι εκείνος με το μηχανάκι μπροστά. Ο Ιάκωβος έφερε δύο μπύρες ζεστές (δεν είχε ψυγείο) και άναψε δύο κεριά γιατί δεν έβλεπαν την τύφλα τους μιας και του είχαν κόψει το ηλεκτρικό όπως είπαμε.
    «Γιατί δεν έχεις ρεύμα;» ρώτησε η γυναίκα καθώς βολευότανε στην πολυθρόνα δίπλα από την τηλεόραση ανοίγοντας μια μπύρα.
    «Μωρό μου, περνάω δύσκολα» είπε ο Ιάκωβος και άναψε ένα παλιό πούρο που είχε μέσα σε ένα συρτάρι. Εκείνη γέλασε και του είπε πως έμοιαζε με κανά Ταρζάν που καπνίζει πούρο και όλη μέρα βρίζει το λιοντάρι και για μια στιγμή ο κόσμος ήτανε όμορφος και πάλι.  Εκείνη έβαλε μουσική από το κινητό της. Αρχίσανε να χορεύουνε κάτω από το φως των κεριών αγκαλιασμένοι.
    Η νύχτα γινόταν όλο και πιο καλή, όλο και πιο ενδιαφέρουσα. Και τι που δεν είχαν ρεύμα ή ίντερνετ ή ψυγείο ή τηλεόραση ή δουλειά ή μέλλον; Ήταν νέοι και αυτή ήτανε η ζωή τους και αυτό έφτανε. Κι όσο για το όπλο..ποιος το γαμάει κι αυτό τώρα. Αύριο θα ξημέρωνε πάλι μία νέα μέρα για όλους ή ίσως για σχεδόν όλους. Δεν είχε σημασία, γιατί οι αγελάδες θα συνέχιζαν να μασουλάνε το χορτάρι τους, οι πιλότοι να πιλοτάρουν, οι γιατροί να γιατρεύουν, οι νεκροθάφτες να θάβουν και οι άνθρωποι να γελάνε, να κλαίνε, να βαριούνται, να γεννιούνται, να πεθαίνουν και να πηγαίνουν πάνω κάτω άσκοπα, μέρα, νύχτα, μέρα, νύχτα, μέρα, νύχτα...και πάει λέγωντας μέχρι η κωλοτρυπίδα της γης να κλατάρει σαν τρύπιο μπαλόνι και να μας ξαναστήλει ξανά από κει που ‘ρθαμε..και θα μου πεις...ποιος νοιάζεται έτσι κι αλλιώς ρε μαν για όλα αυτά; Χαλάρωσε φίλε...χαλάρωσε κι όλα θα πάνε καλά.
   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου